Παρασκευή 18 Οκτωβρίου 2013

Το γενετήσιο αγκάλιασμα.

Wilhelm Reich
Wilhelm Reich, Η δολοφονία του Ιησού. 
Η επιθυμία του θωρακισμένου ατόμου για συγχώνευση μ’ έναν άλλο οργανισμό στο γενετήσιο αγκάλιασμα, είναι τόσο δυνατή όσο είναι και του μη θωρακισμένου ατόμου. Τις πιο πολλές φορές μάλιστα, είναι δυνατότερη, γιατί, στην περίπτωση του θωρακισμένου ατόμου, εμποδίζεται η πλήρης ικανοποίηση. Όπου η Ζωή αγαπάει, η θωρακισμένη ζωή κάνει έρωτα. Η Ζωή λειτουργεί ελεύθερα όσον αφορά τις ερωτικές σχέσεις, όπως άλλωστε και οτιδήποτε άλλο, αφήνοντας τις διάφορες λειτουργίες ν’ αναπτύσσονται αργά, αδέξια στην αρχή, μέχρι την κορύφωση της ευτυχίας κατά την τελική εκπλήρωση, ανεξάρτητα αν πρόκειται για το μεγάλωμα ενός φυτού, από ένα μικρό σπόρο σ’ ένα τέλειο δέντρο με άνθη και καρπούς ή για την ανάπτυξη μιας καινούριας φιλελεύθερης ιδέας. Με τον ίδιο τρόπο, η ζωή αφήνει τις ερωτικές σχέσεις ν’ αναπτυχθούν αργά, από την πρώτη ερευνητική ματιά μέχρι την κορύφωση της ευτυχίας στο τελικό αγκάλιασμα. Η Ζωή δεν ορμάει κατευθείαν προς το αγκάλιασμα. Δεν βιάζεται καθόλου, εκτός αν η ανάγκη για άμεση εκτόνωση ζωικής ενέργειας έγινε επιτακτική, σαν αποτέλεσμα μακρόχρονης εγκράτειας.

Ο θωρακισμένος άνθρωπος, απ’ την άλλη μεριά, ρίχνεται κατευθείαν στην ερωτική πράξη. Ακόμα και η απαίσια γλώσσα του προδίδει τη συναισθηματική του ανάγκη «να την κάνει δική του» παρά τη θέληση της, χρησιμοποιώντας σωματική δύναμη ή αποπλάνηση. Το να βρεθεί κάποιος, έστω και για λίγο, μόνος σ’ ένα δωμάτιο μ’ ένα ανθρώπινο πλάσμα του αντίθετου φύλου, χωρίς εκείνος να σκεφτεί αν γίνεται «να την κάνει δική του», ή χωρίς εκείνη να φοβηθεί πως εκείνος θα της επιτεθεί, είναι κάτι που ούτε καν περνάει απ’ το μυαλό του θωρακισμένου ανθρώπου. Απ’ το γεγονός αυτό βγήκε κι ο θεσμός της «βάγιας», που εξευτελίζει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Στις μέρες μας τείνει να εκλείψει, γιατί η φυσική γεννητικότητα άρχισε ν’ απασχολεί το μυαλό του κόσμου.
Η Ζωή μπορεί ακόμη να βρεθεί στο κρεβάτι μ’ ένα άτομο του αντίθετου φύλου χωρίς να σκεφτεί καθόλου το αγκάλιασμα, αν δεν υπάρχει καμιά αυθόρμητη διάθεση προς αυτή την κατεύθυνση. Η Ζωή δεν αρχίζει με την ολοκλήρωση, μα αναπτύσσεται φυσικά προς αυτή. Το κάνει από αγάπη και για την αγάπη. Με τον ίδιο τρόπο συμπεριφέρεται και σ’ όλα τ’ άλλα πεδία των λειτουργιών της. Η Ζωή δε γράφει βιβλία, για να λέει πως έχει γράψει βιβλία· δεν κάνει έρευνα για να γραφτεί τ’ όνομα της στις εφημερίδες- δε δημοσιεύει κάτι «για τους ανθρώπους», μα για ν’ αποκαλύψει γεγονότα και διαδικασίες. Η Ζωή κατασκευάζει ασφαλείς γέφυρες για να δημιουργήσει περάσματα πάνω απ’ τα ποτάμια κι όχι για να πάρει μετάλλιο στο επόμενο ετήσιο συνέδριο των Πολιτικών Μηχανικών.

Έτσι λοιπόν, η Ζωή όταν συναντάει ένα σύντροφο, δεν αρχίζει με την ιδέα του αγκαλιάσματος. Συνάντησε κάποιον επειδή απλώς τον συνάντησε. Μπορεί να διακόψει αμέσως. Ή να βαδίσει μαζί του για ένα διάστημα και μετά να διακόψει. Ή μπορεί ακόμη να προχωρήσει και μέχρι την πλήρη ένωση. Η Ζωή δεν έχει καμιά προκατάληψη για το τι θα συμβεί στο μέλλον. Αφήνει τα πράγματα να πάρουν τη φυσική πορεία τους. Το μέλλον βγαίνει μέσα απ’ τη συνεχή ροή του παρόντος και το παρόν, με τη σειρά του, αναδύεται απ’ το παρελθόν. Οπωσδήποτε υπάρχουν σκέψεις, όνειρα, ελπίδες για το μέλλον, μα το μέλλον δεν κυβερνάει το παρόν, όπως γίνεται στη σφαίρα επιρροής της θωρακισμένης ζωής. Η Ζωή, αν αφεθεί ν’ αναπτυχθεί ελεύθερα, ενδιαφέρεται για το πώς θα λειτουργήσει από μόνη της και σιγά σιγά αναπτύσσει ορισμένες ικανότητες για να λειτουργήσει τέλεια. Οι πραγματικοί βιολόγοι και γιατροί αναδεικνύονται αβίαστα, με τις ικανότητες τους, που τις ανέπτυξαν με την απασχόληση τους σ’ ορισμένες δραστηριότητες. Ο θωρακισμένος άνθρωπος, αντίθετα, ονειρεύεται να γίνει ένας διάσημος γιατρός, ένας χειρούργος με σπουδαίο όνομα, κάποιος που ο κόσμος θα θαυμάζει, κάποιος που θα πασχίζει να περάσει σπουδαία άρθρα για τη σπουδαία κλινική του στις σπουδαίες εφημερίδες κάποιας σπουδαίας χώρας και που, τελικά, θα κάνει ένα σωρό λεφτά. Αυτή την ιδέα έχει ο θωρακισμένος άνθρωπος για την επιτυχία. Τούτο το παράδειγμα μπορεί να τροποποιηθεί «κατά βούλησιν» και να προσαρμοστεί στο μεγάλο ηγέτη της χώρας ή στο μεγάλο ηγέτη του λαού, ή στο μεγάλο πατέρα των μεγάλων Ρώσων της μεγάλης Ρωσίας, που βρίσκεται στο καλύτερο μέρος του κόσμου. Είναι και παραμένει η ίδια ιστορία, ο ίδιος τρόπος του να εξαναγκάζει κανείς αυτό που θά ‘πρεπε ν’ αναπτυχθεί οργανικά, ο ίδιος τρόπος του ν’ αρχίζει κανείς απ’ το τέλος. Η πρώτη παθολογία του καρκίνου ξεκίνησε με την πρόθεση να λύσει το μυστήριο της προέλευσης του καρκινικού κυττάρου, μα κόλλησε στα ατμοσφαιρικά μικρόβια. Το μυστήριο βρήκε τη λύση του εκεί που δεν το περίμενε κανείς: στην παρατήρηση ασήμαντων φύλλων γρασιδιού, μέσα σε ασήμαντο, απλό νεράκι. Η Ζωή δεν αρχίζει τη συγγραφή ενός βιβλίου με τον τίτλο και τον πρόλογο. Ο πρόλογος κι ο τίτλος είναι τα τελευταία πράγματα που θα γραφτούν, επειδή αυτά θα περιλαμβάνουν το σύνολο, και το σύνολο δεν είναι γνωστό πριν να συμπληρωθεί. Κανείς δεν ξεκινάει να χτίσει ένα σπίτι φτιάχνοντας τα έπιπλα. Πρώτα δημιουργεί τα θεμέλια. Όμως η μορφή και το μέγεθος των θεμελίων βγαίνει από μια γενική μελέτη, για το τι περίπου θα υπάρχει στο εσωτερικό του σπιτιού.
Όλα τα τρυφερά όνειρα για το γάμο αρχίζουν με την «απώλεια της παρθενίας» την πρώτη νύχτα, μα καταλήγουν στο τέλμα της γαμήλιας αθλιότητας. Και πάλι φταίει ο θωρακισμένος άνθρωπος, που δεν αφήνει τους συνανθρώπους του να μάθουν πως ο γάμος πρέπει ν’ αναπτύσσεται σιγά σιγά, όπως το δέντρο, απ’ ένα μικρό σπόρο μέχρι την καρποφορία. Χρειάζονται χρόνια για να μεγαλώσει ένα καρποφόρο δέντρο. Η συζυγική αγάπη δεν έχει καμιά σχέση με την άδεια γάμου. Η ανάπτυξη της συζυγικής αγάπης είναι απλή. Εύκολα κατορθώνεται. Η ανάπτυξη, καθεαυτή, η αδιάκοπη εμπειρία ενός ακόμη γεγονότος, η ανεύρεση μιας νέας έκφρασης, η ανακάλυψη ενός νέου χαρακτηριστικού του συντρόφου, ανεξάρτητα απ’ το εάν είναι ευχάριστο ή δυσάρεστο, είναι πηγή μεγάλης ευτυχίας. Διατηρεί τον άνθρωπο σε κίνηση. Τον φέρνει στο δρόμο της φυσικής του ανάπτυξης. Τον κάνει πιο ωραίο απ’ ό,τι θα τον έκανε οποιοδήποτε σαπούνι που διαφημίζεται στο ραδιόφωνο, και κάνει το πρόσωπο του να λάμπει ζωηρά την κατάλληλη στιγμή. Χρειάζονται πολλοί μήνες, μερικές φορές χρόνια, για να γνωρίσει κάποιος το σώμα του συντρόφου του. Η ανακάλυψη του σώματος του αγαπημένου προσώπου αποτελεί καθεαυτή ικανοποίηση πρώτου μεγέθους. Το ίδιο ισχύει και για το νικηφόρο ξεπέρασμα των πρώτων δυσκολιών, κατά τη φάση της προσαρμογής των δύο οργανισμών. Πιθανόν εκείνος να μην είναι αρκετά τρυφερός κατά τη διάρκεια της μεγάλης διέγερσης, πιθανόν εκείνη να φοβάται την απόλυτη παράδοση στο ακούσιο και, κατά συνέπεια, να μην αισθάνεται πλήρη ευχαρίστηση. Στην αρχή εκείνος μπορεί νά ‘ναι πολύ «γρήγορος» κι εκείνη πολύ «αργή», ή το αντίθετο. Η προσπάθεια για κοινή εμπειρία της υπέρτατης ευτυχίας κατά την πλήρη ένωση δύο ζωντανών ενεργειακών συστημάτων, που τα λέμε αρσενικό και θηλυκό, η προσπάθεια λοιπόν τούτη, καθεαυτή, και η σιωπηλή, αμοιβαία ανεύρεση του δρόμου, που οδηγεί στις αισθησιακές συγκινήσεις και στο πραγματικό, κοσμικό ρίγος του αγαπημένου προσώπου, είναι πραγματική ευτυχία, πεντακάθαρη σαν το νερό της πηγής κι ευχάριστη σαν την ευωδιά ενός όμορφου λουλουδιού στο ανοιξιάτικο πρωινό. Η ζεστή, αδιάκοπη εμπειρία αγάπης, επαφής, αμοιβαίας εγκατάλειψης και σωματικής ευτυχίας, αποτελεί τον ευγενή δεσμό, που υπάρχει σε κάθε γάμο, που αναπτύσσεται φυσικά. Το γενετήσιο αγκάλιασμα είναι το αποκορύφωμα αυτής της συνεχούς ευτυχίας, είναι σαν το ψηλότερο σημείο μιας εκδρομής στο βουνό, απ’ όπου αγναντεύεις κάτω τις κοιλάδες, αψηφώντας τη σκοτεινή νύχτα και τη φοβερή καταιγίδα. Ξέρεις ότι κινείσαι προς τα πάνω, σε νέα ύψη, πάνω απ’ τ’ απόκρημνα, σκοτεινά οροπέδια. Και κάθε φορά που φτάνεις σε μια νέα κορυφή, νιώθεις μια καινούρια εμπειρία, διαφορετική απ’ όλες τις προηγούμενες, επειδή η ζωή είναι διαφορετική, ακόμα και μετά την πάροδο ενός εκατοστού του δευτερολέπτου. Δεν έχεις τη φιλοδοξία να βρεθείς «στην κορυφή» για να κοιτάζεις κάτω τις κοιλάδες, ούτε για να πεις στους άλλους πόσες βουνοκορφές κατάκτησες σ’ ένα δεκαπενθήμερο. Το χαρακτηριστικό σου είναι η σιωπή. Απλώς συνεχίζεις να προχωρείς και νιώθεις ευτυχία σε κάθε νέα κορυφή που συναντάς στην ανοδική πορεία σου. Η προετοιμασία γι’ αναρρίχηση είναι τόσο ευχάριστη, όσο η ίδια η αναρρίχηση. Η ανάπαυση μετά την κατάκτηση της πρώτης κορυφής είναι το ίδιο ωραία, όπως και τα πρώτα ρίγη ηδονής, όταν ψάχνεις το τοπίο με τα μάτια σου κι όλο το σώμα σου. Ποτέ δε ρωτάς τον εαυτό σου, επίμονα και βασανιστικά, κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας και της αναρρίχησης, αν πρόκειται ποτέ να φτάσεις στην κορυφή ή όχι. Δεν προσπαθείς να εφεύρεις κάποιον ειδικό φορητό κινητήρα, για νά σε βοηθήσει στα τελευταία δύσκολα μέτρα. Δεν καταπνίγεις στο λαιμό σου την κραυγή της ευχαρίστησης, όταν φτάνεις στην κορυφή, ούτε παθαίνεις κράμπα, όταν νιώθεις τον ερχομό της ηδονής. Απλώς ζεις κι απολαμβάνεις την κάθε στιγμή της προσπάθειας σου. Στο βάθος ξέρεις πως δεν ωφελεί και πολύ το να φτάσεις στην κορυφή, όταν προσέχεις υπερβολικά το κάθε βήμα σου. Έχεις εμπιστοσύνη στον εαυτό σου, γιατί έχεις ήδη κατακτήσει πολλές κορυφές και ξέρεις τι περίπου νιώθεις. Δεν επιτρέπεις σε κανένα να σε κουβαλήσει στην κορυφή και καθόλου δε σκέφτεσαι τι θα νόμιζε ή τι θά ‘λεγε ο κακόβουλος γείτονας σου, αν ήξερε αυτό που κάνεις. Τους άφησες όλους πολύ πίσω σου, τους άφησες να κάνουν ό,τι κάνεις κι εσύ ή να επιθυμούν να κάνουν ό,τι κάνεις κι εσύ.
Το τέλειο φυσικό αγκάλιασμα είναι το ίδιο με την ορειβασία. Ούτε διαφέρει βασικά από καμιά άλλη δραστηριότητα της ζωής, μικρής ή μεγάλης σημασίας. Ο σωστός τρόπος ζωής προστάζει υποταγή σ’ όλες τις λειτουργίες, ανεξάρτητα από το αν κάποιος δουλεύει, συζητάει με τους φίλους του, ανατρέφει το παιδί του, παρακολουθεί μια ομιλία, ζωγραφίζει ή οτιδήποτε άλλο.
Το γενετήσιο αγκάλιασμα έρχεται φυσικά, μέσα από μια καθολική σωματική παρόρμηση για συγχώνευση μ’ ένα άλλο σώμα, μια παρόρμηση που αναπτύσσεται σιγά σιγά. Μπορεί κάποιος εύκολα να διαπιστώσει τούτο το βασικό χαρακτηριστικό στα πουλιά, στα βατράχια, στις πεταλούδες, στα σαλιγκάρια, στα ελάφια και σ’ όλα τα ζώα που ζουν φυσικά. Η τελική ηδονή κατά την ολοκληρωτική αποδέσμευση ενέργειας στη φάση του οργασμού, είναι το αυθόρμητο αποτέλεσμα της συσσώρευσης μικρότερων ηδονών, μιας συσσώρευσης που επιτελείται γι’ αρκετό χρόνο. Τούτες οι μικρότερες ηδονές έχουν την ιδιότητα να χαρίζουν αφ’ ενός ευτυχία κι αφ’ ετέρου να δημιουργούν επιθυμία για περισσότερη. Οι μικρότερες ηδονές δεν καταλήγουν πάντοτε στην τελική υπέρτατη ηδονή. Δυο πεταλούδες, αρσενική και θηλυκή, μπορούν να παίζουν ώρες ολόκληρες η μία με την άλλη και μετά να χωριστούν χωρίς το αγκάλιασμα. Μπορεί να προχωρήσουν πιο πέρα, να μπουν η μια πάνω στην άλλη, χωρίς πραγματική διείσδυση. Αλλ’ όμως, όταν τα δύο σωματικά τους ενεργειακά συστήματα ενωθούν, συνεχίζουν μέχρι το τέλος. Δεν απογοητεύουν η μια την άλλη, εκτός αν τις διακόψει κάποιος συλλέκτης πεταλούδων ή κάποιο πεινασμένο πουλί. Η καθολική οργανισμική διέγερση προηγείται της ειδικής γενετήσιας διέγερσης.
Η οργαστική ικανότητα προέρχεται απ’ την καθολική σωματική ηδονή κι όχι απ’ τη γενετήσια ηδονή. Τα γεννητικά όργανα είναι απλώς τα μέσα για φυσική διείσδυση, αφού έχει ήδη επέλθει αμοιβαία ένωση των οργονικών ενεργειακών πεδίων πολύ πριν την τελική ικανοποίηση. Η επαφή είναι απαλή, χωρίς κανένα γράπωμα, φούχτωμα, πιάσιμο, ζούληγμα, σπρώξιμο, στρίμωγμα ή τσίμπημα. Η επαφή προχωράει μέχρις εκεί που πρέπει για τη συγκεκριμένη πράξη, ούτε χιλιοστό παραπέρα. Είναι δυνατόν, ένας άντρας ν’ αγαπάει μια γυναίκα βαθιά, μήνες ολόκληρους, να την επιθυμεί μέσα του δυνατά, να τη συναντάει κάθε μέρα, μα παρ’ όλ’ αυτά να μην προχωρήσει ποτέ πέρα από ένα κράτημα του χεριού ή από ένα φιλί στα χείλη. Όταν το αγκάλιασμα γίνει απαραίτητο και για τους δυο τους, τότε, αναπόφευκτα, θα λάβει χώρα. Όμως και οι δυο τους θα ξέρουν τη στιγμή που θά ‘ναι έτοιμοι, χωρίς να το εκφράσουν με λόγια ο ένας στον άλλον. Και τότε η φύση θα εκδηλωθεί με την πιο ωραία μορφή της στην ένωση των δύο αυτών ζωντανών πλασμάτων.
Όπως ακριβώς οι δύο αυτοί οργανισμοί άφησαν την αγάπη τους να μεγαλώσει αργά κι οργανικά, μέχρι εκεί που ΑΥΤΗ ήθελε να φτάσει, όπως ακριβώς γνώριζαν την κατάλληλη στιγμή για να κάνουν την κατάλληλη κίνηση, έτσι και τα σώματα τους γνωρίζουν πώς ακριβώς θα γίνει το αγκάλιασμα. Θα προσπαθούν να νιώσουν ο ένας τα συναισθήματα του άλλου και θα ευχαριστούνται όταν τα γνωρίζουν. Θα ψάχνουν για τις καμπύλες του σώματος του συντρόφου τους και θα ξέρουν μ’ απόλυτη βεβαιότητα τι προσφέρουν αμοιβαία κάθε στιγμή. Πιθανόν να νιώσουν ότι τα σώματα τους είν’ έτοιμα να φτάσουν μόνο μέχρις ένα σημείο κι όχι παραπέρα.Αν η γενετήσια ένωση δεν είναι το φυσικό αποτέλεσμα κάποιας προηγούμενης φάσης, οι δύο αυτοί οργανισμοί δεν θα ενωθούν, μα θα χωριστούν, για πάντα, ή για μερικές μόνο μέρες. Θ’ «αφομοιώσουν» τις αμοιβαίες εμπειρίες τους και θα συνηθίσουν ο ένας τον άλλο, στην προετοιμασία τους για ανώτερες μορφές ικανοποίησης. Κανένα ίχνος ζήλειας, καμιά επιθυμία για ν’ αποδείξουν τη σεξουαλική τους ικανότητα, δεν πρόκειται ν’ αμαυρώσει την ηδονή. Δεν υπάρχει τίποτα που να χρειάζεται ν’ «αποδείξουν», να «επιτύχουν», ή να «πάρουν».
Η γλυκιά σύντηξη μεταξύ τους ή υπάρχει ή δεν υπάρχει. Μπορεί να εμφανιστεί για λίγες στιγμές και μετά να ξαναφύγει. Δεν υποβάλλεται σε καταναγκασμούς ούτε κρατιέται με το ζόρι. Χωρίς να παραμείνει και χωρίς ν’ αναπτυχθεί, το αγκάλιασμα δεν εξελίσσεται σε γενετήσια ένωση. Αν όμως, τελικά, λάβει χώρα γενετήσια ένωση χωρίς την αντίστοιχη ανάπτυξη των αισθημάτων γλυκύτητας και τρυφερότητας, τότε θα λυπηθούν και οι δύο αργότερα. Το πράγμα αυτό θα κηλιδώσει την ηδονή τους και μπορεί να την καταστρέψει για πάντα. Επομένως η προστασία της τέλειας, ανώτατης ευτυχίας αποτελεί ταυτόχρονα την καλύτερη προστασία της αυτορυθμιζόμενης συμπεριφοράς στην οργονοτική υπέρθεση αρσενικού και θηλυκού.
Ο οργασμός, καθεαυτός, έρχεται τότε που πρέπει να έρθει κι όχι τότε που εκείνος ή εκείνη τον «θέλουν». Ο οργασμός δεν είναι μπύρα που τη «θέλεις» και πας στο σουπερμάρκετ και την «αγοράζεις».
Ο οργασμός, στην πραγματική βιολογική σημασία του, είναι το αποτέλεσμα των σταθερά αυξανόμενων κυμάτων διέγερσης κι όχι ένα έτοιμο προϊόν, που κερδίζεται με σκληρή δουλειά. Είναι ο καθολικός συγκλονισμός μιας απλής ενεργειακής μονάδας, που, πολύ πριν την ένωση, ήταν δυο μονάδες και που, μετά την ένωση, θα διαιρεθεί ξανά σε δυο ξεχωριστές υπάρξεις. Βιονεργετικά, ο οργασμός σημαίνει απώλεια της ατομικότητος του ανθρώπου μέσα σε μια διαφορετική κατάσταση ύπαρξης. Δε σημαίνει ότι εκείνος θ’ «αποσπάσει» οργασμό από κείνη, ούτε ότι εκείνη θα «αποσπάσει» οργασμό από κείνον, όπως συνήθιζε να πιστεύει το άρρωστο μυαλό του ανθρώπου στην αρχή του εικοστού αιώνα. Απόδειξη αυτού αποτελεί το γεγονός πως τέτοια «απόσπαση» του οργασμού παύει να συμβαίνει μετά από ιατρική θεραπεία, ενώ η πραγματική βιοενεργετική ένωση δεν εξαφανίζεται, μ’ αντίθετα, η ορμή της αυξάνεται. Τα θέματα αυτά έχουν βασική σημασία.
Ο οργασμός είναι ένα φαινόμενο που «συμβαίνει» σε δύο οργανισμούς κι όχι που «επιτυγχάνεται». Είναι κάτι σαν την αιφνίδια διόγκωση του πρωτοπλάσματος σ’ ένα σημείο της κινούμενης αμοιβάδας. Ο οργασμός δεν μπορεί να «επιτευχθεί» μ’ οποιονδήποτε. Η ερωτική πράξη, όμως, γίνεται μ’ οποιονδήποτε, γιατί το μόνο που χρειάζεται είναι επαρκής τριβή του γεννητικού οργάνου, που θα επιφέρει εκσπερμάτωση ή αίσθημα αγαλλίασης. Ο οργασμός είναι κάτι περισσότερο και διαφέρει βασικά από το αίσθημα αγαλλίασης. Ο οργασμός δεν «επιτυγχάνεται» με γρατσούνισμα και δάγκωμα. Ο άντρας ή η γυναίκα που γρατσουνίζουν και δαγκώνουν προσπαθούν να επιτύχουν βιοενεργετική επαφή μ’ όλα τα μέσα. Η οργαστική επαφή συμβαίνει στον οργανισμό. Δεν «κατορθώνεται». Γίνεται μόνο μ’ ορισμένους άλλους οργανισμούς κι απουσιάζει στις περισσότερες περιπτώσεις. Γι” αυτό αποτελεί το θεμέλιο της πραγματικής σεξουαλικής ηθικής.
Ο «οργανισμός που συνουσιάζεται» είναι αναγκασμένος να «καταβάλει προσπάθεια» για να τα «καταφέρει». Τελειώνει με την «εκσπερμάτωση» ή «κάνοντας έρωτα». Ο «οργανισμός που αγαπάει», αφήνει τον εαυτό του να βυθιστεί στο ποτάμι των αισθημάτων του και κολυμπάει στο ρεύμα, κύριος κάθε κίνησης του, όπως ακριβώς ένας επιδέξιος οδηγός κανώ έχει πλήρη έλεγχο του σκάφους του σ’ ένα αγριεμένο ποτάμι. Ο επιδέξιος καβαλάρης ενός καθαρόαιμου αλόγου αφήνει τον εαυτό του να παρασυρθεί, ενώ ταυτόχρονα παραμένει απόλυτος κύριος του αλόγου. Ο θωρακισμένος οργανισμός καταβάλλει σκληρές προσπάθειες για να πετύχει κάτι, όπως ένας δρομέας πού ‘χει τα πόδια του σ’ ένα τσουβάλι. Προχωρεί χωλαίνοντας, με μεγάλη προσπάθεια. Στο τέλος είναι εξαντλημένος απ’ την κούραση, γιατί μόνο αθλιότητα συνάντησε στη διαδρομή της κούρσας του. Ο θωρακισμένος οργανισμός διατηρεί την ψυχραιμία του σ’ όλη τη διάρκεια της σεξουαλικής «πράξης». (Η λέξη «πράξη» είναι αρκετή για να φανερώσει το τι πράγματι συμβαίνει). «Το κάνει», «το εκτελεί», «το καταφέρνει», «το τελειώνει» παντού και πάντοτε, σαν ένας ανικανοποίητος, μαινόμενος ταύρος, πού ‘χε χρόνια να δει θηλυκό. Διαθέτει ειδικές, προσεκτικά σχεδιασμένες, μεθόδους για να πλησιάσει τη γυναίκα και να τη δελεάσει. Η πραγματική αξία παρόμοιων δραστηριοτήτων είναι η ίδια, με το να προσπαθεί κάποιος να κινήσει ένα χαλασμένο αυτοκίνητο με τη βοήθεια γερανού — οι δυο μπροστινοί τροχοί του ψηλά στον αέρα.
Η εσωτερική δομή της λειτουργίας του έρωτα, καθορίζει τα χαρακτηριστικά όλων των άλλων δραστηριοτήτων του ατόμου. Ο ερωτύλος προσπαθεί με κάθε τρόπο να πετύχει τον αντικειμενικό σκοπό του. Ο «παθητικός» είναι πάντα αναγκασμένος ή αναγκασμένη, να υπομένει αυτά που του, ή της, κάνει ο «ενεργητικός». Ο γενετήσιος χαρακτήρας, από τ’ άλλο μέρος, αφήνει τα πράγματα να λειτουργήσουν και να εξελιχτούν φυσικά, να «συμβούν». Βυθίζεται ενεργητικά σ’ οποιαδήποτε δουλειά αναλαμβάνει, απ’ το ν’ αγαπάει μια γυναίκα, ή έναν άντρα, μέχρι το να ιδρύει έναν οργανισμό ή να χτίζει ένα σπίτι.
Ο «ενεργητικός» κι ο «παθητικός» οργανισμός πάντα συνωστίζονται γύρω απ’ το γενετήσιο χαρακτήρα για να μάθουν πώς μπορούν να γίνουν σαν κι εκείνον. Από την πρωταρχική αυτήν παρόρμηση του θωρακισμένου οργανισμού ν’ αντιγράψει και να μιμηθεί το Χριστό, που ζει και λειτουργεί ελεύθερα, απορρέει με μαθηματική ακρίβεια η τραγωδία. Ούτε ο Χριστός ούτε ο «ενεργητικός» ή ο «παθητικός» άνθρωπος μπορούν ν’ αποφύγουν την τελική τραγωδία, σ’ οποιονδήποτε τόπο και χρόνο, σ’ οποιοδήποτε κοινωνικό στρώμα, εφ’ όσον οι δύο αυτοί τρόποι ζωής είναι αντίθετοι. Στην Ουδέτερη Ζώνη μεταξύ των δύο αυτών στρατοπέδων, πρέπει να μεγαλώσουν τα παιδιά του μέλλοντος. Η ανεύρεση μιας λύσης για το πώς αυτά θα προστατευθούν απ’ τη συναισθηματική πανούκλα, έχει ανυπολόγιστη αξία για τη μελλοντική εκπαίδευση. Δε θα υπάρχει ούτ’ ένα πρόβλημα της αρχικής ή της τελικής ανατροφής των παιδιών, που δε θα εξαρτάται, λίγο ή πολύ, απ’ τη δομή της λύσης αυτής που προέκυψε απ’ τις συνθήκες που οδήγησαν στη Δολοφονία του Χριστού.
Για τον οργονομικό χαρακτηρολόγο του εικοστού αιώνα, ο Χριστός είχε όλα τα χαρακτηριστικά του γενετήσιου χαρακτήρα. Δε θά ‘χε αγαπήσει τα παιδιά, τους ανθρώπους, τη φύση, δεν θά’ νιώθε τη ζωή, δε θά ‘χε δράσει με τόση χάρη, αν υπέφερε από γενετήσια απογοήτευση. Τα πασίγνωστα συμπτώματα της γενετήσιας απογοήτευσης-βρώμικες σκέψεις, λαγνεία, άμεση ή ηθικιστική κτηνωδία, ψεύτικη πραότητα-καθόλου δεν ταιριάζουν με την εικόνα του Χριστού, όπως αυτή έφτασε μέχρι τις μέρες μας, σε τέτοια έκταση που η προσοχή μας στρέφεται αυθόρμητα στο μυστήριο: πώς είναι δυνατόν κανένας να μην το έχει καταλάβει; Όλ’ αυτά είναι σ’ απόλυτη συμφωνία με το γεγονός ότι, κανένας βιολόγος δεν παρατήρησε ποτέ τον κυματοειδή παλμό της οργόνης στους οργανισμούς, ούτε κανένας ψυχίατρος δεν έθιξε ποτέ το θέμα των ολέθριων αποτελεσμάτων της γενετήσιας απογοήτευσης κατά την εφηβεία.
Ο Χριστός δε θά ‘ταν καθαρός σαν το νερό της πηγής, ούτε οξυδερκής σαν το ελάφι, αν ο νους του ήταν γεμάτος διαστροφές που πηγάζουν απ’ τη στέρηση του γενετήσιου αγκαλιάσματος. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία: Ο Χριστός γνώριζε το σωματικό έρωτα και τις γυναίκες, όπως γνώριζε και τόσα άλλα πράγματα με φυσικό τρόπο. Η αγαθότητα του Χριστού, η θαυμαστή ικανότητα του για επικοινωνία με τους άλλους, η κατανόηση πού ‘δείχνε στις ανθρώπινες αδυναμίες, στις μοιχαλίδες, στις αμαρτωλές και στις πόρνες, στους «πτωχούς τω πνεύματι», δεν ταιριάζει μ’ οποιαδήποτε άλλη βιολογική εικόνα του Χριστού. Ξέρουμε ότι οι γυναίκες αγαπούσαν το Χριστό-ευπρεπείς, όμορφες, καθαρόαιμες γυναίκες. Κι αυτό το γεγονός έχει αποφασιστική σημασία για την κατανόηση της τελικής Δολοφονίας του Χριστού. Ανεξάρτητοι συγγραφείς, όπως π.χ. ο Ρενάν, έχουν εκφράσει ξεκάθαρα αυτήν την ιδέα, και κάθε πραγματικός γνώστης του θελήματος του Χριστού ξέρει το μυστικό.
Το μεγαλύτερο μυστήριο είν’ ότι απ’ τη ζωή του αναδύθηκε μια θρησκεία που είναι αντίθετη με τον ιδρυτή της, που, μέσα στην επικράτεια της, έθεσε εκτός νόμου τον πυρήνα της φυσικής λειτουργίας και που τίποτα δεν καταδίωξε περισσότερο απ’ το σωματικό έρωτα. Μα κι αυτό θα βρει μία λογική εξήγηση.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Υβριστικά σχόλια θα διαγράφονται αμέσως!