Κυριακή 15 Σεπτεμβρίου 2013

Οι Δαιμονισμένοι!

Φ. Ντοστογιέφσκι
Από το ΑΡΙΣΤΟΥΡΓΗΜΑ του κορυφαίου Ψυχαναλυτή της νεότερης Εποχής Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι ”Δαιμονισμένοι” [εκδόσεις ΤΟ ΒΗΜΑ, από τη σειρά "βιβλιοθήκη του κόσμου", έκδοση 2009, τόμος Α', σελίδες 37-50, μετάφραση Άρη Αλεξάνδρου]. 
Ύστερα οι μέρες κύλησαν μονότονα κι η κατάσταση αυτή κράτησε συνέχεια εννιά χρόνια. Οι κρίσεις της υστερίας και τ’ αναφιλητά του πάνω στον ώμο μου συνεχίζονταν κανονικά. Ωστόσο, δεν εμπόδιζαν καθόλου την ευδαιμονία μας. Απορώ πώς δεν πάχυνε ούτε δράμι ο Στεπάν Τροφίμοβιτς σ’ αυτά τα χρόνια. Μονάχα η μύτη του κοκκίνισε λιγάκι κι η καρδιά του μαλάκωσε. Σιγά σιγά σχηματίστηκε γύρω του ένας μικρός κύκλος από φίλους που δε μεγάλωσε ποτέ. Μ’ όλο που η Βαρβάρα Πετρόβνα πολύ λίγες σχέσεις είχε με την παρέα μας, εμείς την είχαμε αναγνωρίσει πάτρωνα μας. Μετά το μάθημα της Πετρούπολης ρίζωσε μια για πάντα στην πολιτεία μας. Το χειμώνα έμενε στ’ αρχοντικό της, στην πόλη, και το καλοκαίρι στο κτήμα της, στην εξοχή. Ποτέ δεν είχε τόσο κύρος κι επιρροή στην επαρχιακή μας κοινωνία, όσο τα τελευταία εφτά χρόνια.
Η επιρροή της κράτησε ώς την ημέρα που ήρθε ο καινούργιος νομάρχης. 0 προηγούμενος νομάρχης μας, ο αξέχαστος και αγαθότατος Ιβάν Οσίποβιτς, ήταν στενός συγγενής της και κάποτε του είχε φανεί χρήσιμη.
Η σύζυγος του έκανε ό,τι περνούσε απ’ το χέρι της για να ευχαριστήσει τη Βαρβάρα Πετρόβνα κι η λατρεία που της έδειχνε η μικρή μας κοινωνία έφτανε τα όρια της αμαρτίας. Φυσικά, καλοπερνούσε κι ο Στεπάν Τρο-φίμοβιτς. Ήταν μέλος της λέσχης κι έχανε μ’ απλοχεριά – πράμα που τον είχε ανεβάσει στην εκτίμηση των άλλων, χωρίς αυτό να σημαίνει πως ήταν λίγοι εκείνοι που τον θεωρούσαν απλώς και μόνο «σοφό». Τελευταία, όταν η Βαρβάρα Πετρόβνα τού επέτρεψε να μείνει χώρια σ’ άλλο σπίτι, αποκτήσαμε ακόμα μεγαλύτερη ελευθερία. Μαζευόμασταν στου Στεπάν Τροφίμοβιτς δυο–τρεις φορές τη βδομάδα. Είχαμε πάντα αρκετό κέφι, ιδιαίτερα όταν δεν τσιγκουνευόταν τις σαμπάνιες, που τις αγόραζε απ’ το μπακάλικο του ίδιου εκείνου Αντρέγιεφ. Το λογαριασμό τον πλήρωνε κάθε έξι μήνες η Βαρβάρα Πετρόβνα και η μέρα της πληρωμής συνέπιπτε σχεδόν πάντα με την κρίση της χολής του.
Ένα απ’ τα παλιότερα μέλη της παρέας ήταν ο Λιπούτιν, ένας υπάλληλος της νομαρχίας, περασμένος κάπως στα χρόνια, μέγας λιμπεραλίστας και γνωστός αθεϊστής σ’ όλη την πολιτεία. Είχε παντρευτεί για δεύτερη φορά μια νεαρή κι όμορφη γυναίκα που του ‘δωσε και προίκα. Είχε επιπλέον και τρεις κόρες αρκετά μεγάλες. Ήταν πολύ αυστηρός μ’ όλη την οικογένεια -σωστός τύραννος-, τους κλείδωνε στο σπίτι· ήταν τόσο σπαγκοραμμένος, που οικονόμησε λεφτά απ’ το μισθό του κι αγόρασε ένα σπιτάκι, κι είχε βάλει κι αρκετά στην μπάντα. Ήταν ένας άνθρωπος που δημιουργούσε διαρκώς ζητήματα κι η θέση του στη νομαρχία δεν ήταν και πολύ σημαντική. Πολύ λίγη εκτίμηση του είχαν στην πολιτεία μας και τα καθωσπρέπει σπίτια δεν τον δέχονταν. Επιπλέον, ήταν και συκοφάντης. Αυτό το ήξεραν όλοι, γιατί του τις είχαν βρέξει κιόλας δυο φορές, την πρώτη ένας αξιωματικός και τη δεύτερη ένας κτηματίας, τίμιος πατέρας τίμιας οικογένειας. Εμείς όμως τον αγαπούσαμε, γιατί ήταν έξυπνος, δίψαγε για μάθηση κι είχε πάντα διαβολεμένο κέφι. Η Βαρβάρα Πετρόβνα δεν τον χώνευε, αυτός ωστόσο τα κατάφερνε και την έφερνε στα νερά του καλοπιάνοντας την.
Μήτε και τον Σάτοβ τον χώνευε. 0 Σάτοβ έγινε μέλος της παρέας τον τελευταίο μόλις χρόνο. Ήταν κάποτε φοιτητής, τον έδιωξαν όμως ύστερα από κάτι ταραχές που γίνανε στο Πανεπιστήμιο. Στα παιδικά του χρόνια ήταν μαθητής του Στεπάν Τροφίμοβιτς. Γεννήθηκε δουλοπάροικος της Βαρβάρας Πετρόβνα – ο μακαρίτης ο πατέρας του, ο Παύλος Φεντόροβ, ήταν θαλαμηπόλος της. Δεν τον χώνευε, γιατί ήταν περήφανος κι έδειξε αγνωμοσύνη -η Βαρβάρα Πετρόβνα τον είχε βοηθήσει πολύ-, και ποτέ της δεν τον συγχώρεσε που, μετά την αποβολή του απ’ το Πανεπιστήμιο, δεν ήρθε αμέσως σπίτι της. Του ‘χε στείλει γράμμα τότε και τον κάλεσε να ‘ρθει, αυτός όμως δεν της απάντησε καθόλου και προτίμησε να πάει δάσκαλος στα παιδιά κάποιου πολιτισμένου έμπορα. Αργότερα, πήγε στο εξωτερικό μαζί με την οικογένεια αυτού του έμπορα. Τον πήραν περισσότερο για παιδαγωγό παρά για δάσκαλο. Μα, τι να γίνει; Το ‘χε πολύ μεράκι τότε να πάει έξω. Τα παιδιά είχαν και μια γκουβερνάντα, μια πεταχτή νεαρή Ρωσίδα που την πήραν κι αυτήν λίγο πριν φύγουν για το εξωτερικό – όχι πως τη χρειάζονταν και τόσο, μα γιατί τη βρήκαν φτηνούτσικη. Σε δυο μήνες περίπου ο έμπορας την έδιωξε γιατί είχε «φιλελεύθερες ιδέες». Την ακολούθησε κι ο Σάτοβ και σε λίγο τη στεφανώθηκε στη Γενεύη. Ζήσανε μαζί τρεις βδομάδες πάνω-κάτω κι ύστερα χωρίσανε σαν άνθρωποι ελεύθεροι, που δεν τους έδενε τίποτα. Στο χωρισμό έπαιξε βέβαια ρόλο κι η φτώχεια τους. 0 Σάτοβ αλήτεψε χρόνια ολάκερα στην Ευρώπη κι ένας Θεός ξέρει πώς έζησε. Λένε πως έκανε τον λούστρο και τον χαμάλη σε κάποιο λιμάνι. Τέλος, εδώ κι ένα χρόνο, γύρισε στο πατρικό του κι έμενε στο σπίτι της γριάς θείας του που πέθανε ένα μήνα ύστερ’ από τον ερχομό του. Με την αδερφή του, την Ντάσα, την ψυχοκόρη της Βαρβάρας Πετρόβνα που ζούσε σπίτι της μ’ όλα της τα καλά, είχε πολύ λίγες σχέσεις. Στην παρέα μας ήταν πάντα βλοσυρός και λιγομίλητος. Όμως, σπάνια, όταν του αντιλέγανε, νευρίαζε παράφορα και τα ‘λεγε έξω απ’ τα δόντια. «Τον Σάτοβ πρέπει να τον δένεις πρώτα χεροπόδαρα κι ύστερα ν’ αρχίζεις συζήτηση μαζί του», αστειευότανε καμιά φορά ο Στεπάν Τροφίμοβιτς. Κι ωστόσο τον αγαπούσε. Στο εξωτερικό ο Σάτοβ άλλαξε ριζικά μερικές σοσιαλιστικές πεποιθήσεις του και μεταπήδησε στο εντελώς αντίθετο άκρο.Ήταν ένας απ’ τους ιδανικούς εκείνους ρωσικούς τύπους που τους θαμπώνει ξαφνικά μια μεγάλη ιδέα και ταυτόχρονα τους συντρίβει θα ‘λεγες με τον όγκο της, πολλές φορές για όλη τους τη ζωή. Ποτέ δε βρίσκουν τη δύναμη να τα βγάλουν πέρα μαζί της, πιστεύουν όμως με πάθος και, τότε πια, όλη τους η ζωή δεν είναι παρά ένας διαρκής σφαδασμός κάτω απ’ το βάρος αυτής της ιδέας που τους συνθλίβει. Η εμφάνιση του Σάτοβ βρισκόταν σε πλήρη αρμονία με τις πεποιθήσεις του. Ήταν ασουλούπωτος, ασπρόξανθος, αναμαλλιάρης, κοντούτσικος, οι πλάτες του ήταν φαρδιές, τα χείλη του χοντρά, τα φρύδια πολύ πυκνά και ξασπρουλιάρικα, το μέτωπο πάντα συνοφρυωμένο, το βλέμμα του βλοσυρό, επίμονα χαμηλωμένο, σαν να ντρεπόταν κάτι συνεχώς. Στα μαλλιά του έμενε πάντα ένα «κοκοράκι» που δεν έλεγε ποτέ να στρώσει και διαρκώς ξεπεταγόταν. Ήταν είκοσι εφτά με είκοσι οχτώ χρονών. «Δεν απορώ πια καθόλου που η γυναίκα του τον παράτησε κι έφυγε», είπε μια μέρα η Βαρβάρα Πετρόβνα, αφού τον κοίταξε από πάνω ώς κάτω. Προσπαθούσε να ντύνεται καθαρά παρόλη τη μεγάλη του φτώχεια. Και τώρα που γύρισε, δε γύρεψε βοήθεια απ’ τη Βαρβάρα Πετρόβνα. Πορευόταν μ’ ό,τι του ‘στελνε ο Θεός. Δούλευε και σε εμπόρους. Μια φορά πήγε υπάλληλος σ’ ένα μπακάλικο, μια άλλη ήταν να συνοδέψει την αποστολή κάποιου εμπορεύματος σαν βοηθός, αρρώστησε όμως την παραμονή της αποστολής. Ήταν ικανός να υποφέρει κάτι φτώχειες που ούτε να τις βάλει ο νους σου. Σ’ αυτό δεν έδινε καμιά σημασία. Η Βαρβάρα Πετρόβνα του’στείλε μετά την αρρώστια του, κρυφά κι ανώνυμα, εκατό ρούβλια. Αυτός έμαθε ποιος του τα ‘στειλε, το γύρισε από δω, το γύρισε από κει και τελικά τα δέχτηκε. Πήγε μάλιστα στη Βαρβάρα Πετρόβνα να την ευχαριστήσει. Του έκανε θερμή υποδοχή, μα ο Σάτοβ διέψευσε επαίσχυντα κάθε προσδοκία της: έκατσε πέντε λεπτά όλα όλα, σωπαίνοντας, κοιτώντας επίμονα το πάτωμα και χαμογελώντας ανόητα, και ξαφνικά, χωρίς ν’ ακούσει το τέλος της φράσης, στο πιο ενδιαφέρον σημείο της κουβέντας, σηκώθηκε, υποκλίθηκε κάπως στραβά κι αδέξια, τα ‘χασε και -λες και νόμισε πως τώρα ήταν η κατάλληλη ευκαιρία- έπεσε πάνω στ’ αγαπημένο τραπεζάκι της δουλειάς της, τ’ αναποδογύρισε, το ‘σπασε και βγήκε μισοπεθαμένος από ντροπή. 0 Λιπούτιν του ‘κανε αυστηρές παρατηρήσεις. Έπρεπε να ‘χε αρνηθεί με περιφρόνηση τα εκατό εκείνα ρούβλια που του τα ‘δινε η τσιφλικάδισσα πρώην αφέντισσά του. Και, τέλος πάντων, τα πήρε. Μα, ήταν τάχατες ανάγκη να κουβαληθεί για να την ευχαριστήσει κιόλας από πάνω; Ζούσε μόνος στην άκρη της πολιτείας και δεν του άρεσε να δέχεται επισκέψεις – ακόμα και μας δε μας έβλεπε με πολλή ευχαρίστηση σπίτι του. Στις εσπερίδες του Στεπάν Τροφίμοβιτς ερχόταν τακτικά και του ‘παιρνε βιβλία και περιοδικά για να διαβάσει.
Στις εσπερίδες ερχόταν κι ένας άλλος νεαρός, κάποιος Βιργίνσκη, ένας ντόπιος υπάλληλος που είχε ορισμένες ομοιότητες με τον Σάτοβ, μ’ όλο που φαινόταν να ‘ναι από κάθε άποψη ο αντίποδας του. Ήταν ένας αξιολύπητος, εξαιρετικά πράος άνθρωπος, καμιά τριανταριά χρονών, αρκετά μορφωμένος, μάλλον όμως αυτοδίδαχτος. Ήταν φτωχός, παντρεμένος, δούλευε και συντηρούσε τη θεία και την αδερφή της γυναίκας του. Η γυναίκα του, καθώς κι οι άλλες δυο γυναίκες είχαν τις πιο σύγχρονες ιδέες, μα τους ερχόταν γάντι εκείνο που είπε κάποτε ο Στεπάν Τροφίμοβιτς για μια άλλη περίπτωση: «Οι ιδέες που ρίχτηκαν στο δρόμο». Πιθηκίζανε καθετί που διάβαζαν στα βιβλία κι ήταν έτοιμες ν’ αρνηθούν το καθετί, αρκεί να ‘φτανε στ’ αυτιά τους πως το ‘χαν αρνηθεί και οι προοδευτικοί κύκλοι της πρωτεύουσας. Η μαντάμ Βιργίνσκαγια έκανε και τη μαμή. Όταν ήταν μικρή, είχε ζήσει πολλά χρόνια στην Πετρούπολη. Ο Βιργίνσκη ήταν άνθρωπος με αγνή καρδιά και σπάνια μου ‘τυχε να συναντήσω πιο τίμια φλόγα ψυχής. «Ποτέ, ποτέ δε θα πάψω να ελπίζω σ’ ένα πιο φωτεινό μέλλον», μου ‘λεγε και τα μάτια του λάμπανε. Μιλώντας “για το «φωτεινό μέλλον» χαμήλωνε πάντα τη φωνή του, μισοψιθυρίζοντας, σαν να ‘λεγε κάποιο μυστικό. Ήταν αρκετά ψηλός, με πολύ αδύνατους ώμους και πολύ αραιά, κοκκινωπά μαλλιά. Δεχόταν με πραότητα όλες τις υπεροπτικές παρατηρήσεις του Στεπάν Τροφίμοβιτς πάνω σε μερικές του γνώμες κι ήταν φορές που του ‘φερνε πολύ σοβαρές αντιρρήσεις και τον στρίμωχνε άσχημα. Ο Στεπάν Τροφίμοβιτς του φερόταν με καλοσύνη. Και γενικά, εξάλλου, οι τρόποι του με όλους μας ήταν πατρικοί.
- Είσαστε όλοι σας μισοψημένοι -έλεγε αστειευόμενος στον Βιργίνσκη- σεις και οι όμοιοι σας και, μ’ όλο που δεν παρατήρησα σε σας τη στε-νο-κε-φα-λιά που παρατήρησα στην Πετρούπολη, chez ces seminaristes [οι σπουδαστές των Θεολογικών Σχολών της παλιάς Ρωσίας. Τα χαμηλά δίδακτρα έκαναν να συρρέουν πολλοί απ' τα κατώτερα στρώματα για ν' αποχτήσουν ένα δίπλωμα ανωτέρων σπουδών. Απ' τις τάξεις τους η Ρωσική Επανάσταση στρατολόγησε πολλούς ηγέτες], παρ’ όλ’ αυτά παραμένετε και σεις μισοψημένοι. Ο Σάτοβ πολύ θα το ‘θελε να ‘χει ψηθεί ολότελα, μα κι αυτός μισοψημένος είναι.
- Και γω; ρώταγε ο Λιπούτιν.
- Εσείς είστε ακριβώς το χρυσό κέντρο που μπορεί και προσαρμόζεται σε κάθε κατάσταση… με τον δικό του τρόπο.
Ο Λιπούτιν θιγόταν.
Λέγανε, και το επιβεβαίωναν δυστυχώς με αποδείξεις, πως η γυναίκα του Βιργίνσκη, πριν καλά καλά περάσει ο πρώτος χρόνος της συζυγικής τους ζωής, τον απάλλαξε ένα ωραίο πρωί απ’ τα συζυγικά του καθήκοντα και του είπε πως προτιμάει τον Λεμπιάτκιν. Αυτός ο Λεμπιάτκιν, ένας νεοφερμένος, αποδείχτηκε αργότερα πολύ ύποπτο υποκείμενο και δεν ήταν καθόλου απόστρατος υπολοχαγός όπως τιτλοφορούσε τον εαυτό του. Το μόνο που ήξερε, ήταν να στρίβει το μουστάκι του, να πίνει και να φλυαρεί, λέγοντας του κόσμου τις ανοησίες. Ο άνθρωπος αυτός είχε κουβαληθεί αγενέστατα στους Βιργίνσκη, έτρωγε και κοιμόταν εκεί, κι άρχισε μάλιστα στο τέλος να βλέπει αφ’ υψηλού τον νοικοκύρη. Λέγανε ακόμα πως ο Βιργίνσκη, όταν η γυναίκα του τού είπε πως βρήκε αντικαταστάτη, της απάντησε: «Φίλη μου, ώς τώρα ένιωθα μονάχα έρωτα για σένα. Από δω και μπρος θα νιώθω κι εκτίμηση». Μα, είναι αμφίβολο αν ειπώθηκε ποτέ μια τέτοια φράση που θυμίζει αρχαία Ρώμη. Λένε απεναντίας πως έβαλε τα κλάματα. Μια μέρα, δύο βδομάδες σχεδόν μετά την απαλλαγή του, πήγαν όλοι τους εκδρομή, «οικογενειακώς». 0 Βιργίνσκη ήταν πολύ εύθυμος -αν και μια τέτοια ευθυμία θα μπορούσες να την πεις νευρική- και χόρευε με κέφι. Όπου σε μια στιγμή, εντελώς ξαφνικά, χωρίς καμιά αφορμή, εκεί που ο γιγαντόσωμος Λεμπιάτκιν χόρευε σόλο κανκάν, τον άρπαξε απ’ τα μαλλιά και βάλθηκε να τον τραβολογάει ουρλιάζοντας και κλαίγοντας, αναγκάζοντας τον να κάνει συνεχώς υποκλίσεις. 0 γίγαντας τα χρειάστηκε τόσο, που του κόπηκαν τα γόνατα. Ούτε άχνα δεν έβγαλε. Μα, σαν τέλειωσε το μαλλιοτράβηγμα, είπε πως θεωρεί τον εαυτό του προσβλημένο, και το είπε μάλιστα με οργή, όπως ταιριάζει σ’ ευγενικούς ανθρώπους.
0 Βιργίνσκη πέρασε όλη τη νύχτα γονατιστός μπρος στη γυναίκα του, εκλιπαρώντας τη να τον συγχωρέσει. Δεν κατάφερε τίποτα όμως, γιατί δε δέχτηκε να πάει να ζητήσει συγγνώμη κι απ’ τον Λεμπιάτκιν. Και, σαν να μην του ‘φτανε αυτή η αποτυχία, κατηγορήθηκε κιόλας απ’ τη γυναίκα του πως είχε πενιχρές πεποιθήσεις και πως ήταν ανόητος. Κι αυτό το τελευταίο γιατί της ζήτησε συγγνώμη γονατιστός. O λοχαγός εξαφανίστηκε σε λίγο και ξαναφάνηκε στην πολιτεία μας μόλις τώρα τελευταία, μαζί με την αδερφή του, και με νέα σχέδια. Όμως, για όλ’ αυτά θα μιλήσουμε πιο κάτω. Είναι λοιπόν αυτονόητο πως ο «οικογενειάρχης» μάς έλεγε τον πόνο του κι η παρέα μας ήταν γι’ αυτόν μια ανακούφιση. Για να λέμε την αλήθεια, ποτέ δε μας έκανε λόγο για τα ζητήματα του σπιτιού του. Μια φορά μονάχα, την ώρα που επιστρέφαμε απ’ του Στεπάν Τροφίμοβιτς, του ξέφυγαν κάτι μισόλογα για την κατάσταση του, μα βιάστηκε αμέσως να με πιάσει απ’ τα χέρια και ξεφώνισε με πάθος:
Δεν πειράζει. Όλ’ αυτά είναι μια ατομική περίπτωση. Τίποτ’ άλλο. Δεν μπορούν ποτέ, μα ποτέ να σταθούν εμπόδιο στην «κοινή μας υπόθεση»!
Είχαμε στην παρέα μας κι έκτακτους επισκέπτες. Ήταν ο Εβραίος Λιάμσιν, ήταν κι ο λοχαγός Καρτούζοβ. Είχαμε, για ένα διάστημα, κι ένα γεροντάκι που όλο ρωτούσε κι ήθελε να μαθαίνει, όμως αυτός πέθανε. 0 Λιπούτιν μάς έφερε τον εξόριστο αβά Σλοντσέβσκη. Στην αρχή τον δεχτήκαμε «για να ‘μαστε σύμφωνοι με τις αρχές μας», ύστερα όμως του κλείσαμε την πόρτα.
Ένα διάστημα λέγαν στην πολιτεία μας πως ο κύκλος μας είναι ένα φυτώριο ελευθεριάζουσας σκέψης, ακολασίας κι αθεϊσμού. Και, για να λέμε την αλήθεια, η φήμη αυτή παρέμεινε. Κι όμως, δεν κάναμε και σπουδαία πράματα. Φλυαρούσαμε εντελώς αθώα, με αρκετή ευθυμία και ρούσικο λιμπεραλισμό. 0 «ανώτερος λιμπεραλίστας» κι ο «ανώτερος λιμπεραλισμός», δηλαδή ο λιμπεραλισμός που δεν έχει κανένα στόχο, μονάχα στη Ρωσία μπορεί να ευδοκιμήσει. 0 Στεπάν Τροφίμοβιτς, όπως και κάθε πνευματώδης άνθρωπος, είχε ανάγκη από ‘να ακροατήριο. Του ήταν εξάλλου απαραίτητο να πιστεύει πως κάνει το χρέος του στον τομέα της διάδοσης των ιδεών. Και, στο τέλος τέλος, του χρειαζόταν, διάβολε, μια παρέα για να πιει λίγη σαμπάνια, να κουβεντιάσει με κάποια ειρωνεία για τη Ρωσία και το «ρούσικο πνεύμα», για τον Θεό εν γένει και τον «Ρωσικό θεό» ειδικά, να ξαναπεί για εκατοστή φορά τα σκανδαλιστικά ρούσικα ανέκδοτα, που όλοι τα ‘ξεραν απ’ έξω κι ανακατωτά κι όλοι τα ‘χαν ξαναπεί. Δεν είχαμε αντίρρηση να κάνουμε και κουτσομπολιό για τα όσα γίνονταν στην πολιτεία μας και σ’ αυτές τις περιπτώσεις, δεν παραλείπαμε να καταδικάσουμε με τον αυστηρότερο τρόπο την έκλυση των ηθών. Μεταπηδούσαμε και σε θέματα πανανθρώπινα, συζητάγαμε για το μέλλον της Ευρώπης και της Οικουμένης. Προφητεύαμε πως η Γαλλία, μετά την πτώση του καισαρισμού, θα καταντούσε δύναμη δεύτερης σειράς κι ήμασταν απόλυτα βέβαιοι πως όλ’ αυτά μπορούν να γίνουν πολύ εύκολα και γρήγορα. Του πάπα από καιρό τού είχαμε προφητέψει το ρόλο ενός απλού μητροπολίτη στην ενωμένη Ιταλία κι ήμασταν απόλυτα σίγουροι πως το πρόβλημα αυτό, που είχε ιστορία αιώνων, ήταν μια ασήμαντη υπόθεση στον ουμανιστικό αιώνα μας, τον αιώνα της βιομηχανίας και των σιδηροδρόμων. Μα, ο «ανώτερος ρούσικος λιμπεραλισμός» δεν μπορούσε να βλέπει αλλιώς τα πράγματα. Ήταν φορές που ο Στεπάν Τροφίμοβιτς μίλαγε και για τέχνη, αρκετά όμορφα μάλιστα, μονάχα κάπως αφηρημένα. Πού και πού θυμόταν τους φίλους της νεότητας του, όλοι τους πρόσωπα που πήραν τη θέση τους στην ιστορία του πνευματικού μας πολιτισμού, τους θυμόταν μ’ αγάπη και σεβασμό, μα είχε κανείς την εντύπωση πως τους ζήλευε κιόλας. Όταν μας έπιανε αφόρητη πλήξη, ο χαχαμίκος ο Λιάμσιν (ένας κατώτερος υπάλληλος του ταχυδρομείου), μάστορης στο πιάνο, καθόταν κι έπαιζε, και στα διαλείμματα παράσταινε το γουρούνι, τ’ αστροπελέκι, τη γέννα με τις πρώτες κλάψες του μωρού κτλ., κτλ. Γι’ αυτά του τα παιχνίδια τον καλούσαμε και μεις. Όταν το παραρίχναμε στο κρασί -γινόταν κι αυτό, αν και σπάνια-, μας έπιανε ενθουσιασμός, και μάλιστα θυμάμαι μια φορά που τραγουδήσαμε όλοι μαζί τη Μασσαλιώτιδα με συνοδεία πιάνου απ’ τον Λιάμσιν, δεν ξέρω μονάχα αν και κατά πόσο αποφύγαμε τα φάλτσα. Τη μεγάλη μέρα της 19 ης Φεβρουαρίου [19 Φεβρουαρίου 1861. Ημέρα της απελευθέρωσης των χωρικών της Ρωσίας. (Σ.τ.Μ.)], τη γιορτάσαμε μ’ ενθουσιασμό και, πολύ πριν απ’ την ιστορική επέτειο, είχαμε βρει μια καλή πρόφαση ν’ αδειάζουμε τα ποτήρια κάνοντας προπόσεις προς τιμήν της. Αυτά γίνονταν εδώ και πολλά χρόνια, όταν ο Σάτοβ δεν είχε έρθει ακόμα, ούτε κι ο Βιργίνσκη ερχόταν στην παρέα μας, κι ο Στεπάν Τροφίμοβιτς έμενε στο ίδιο σπίτι με τη Βαρβάρα Πετρόβνα. 0 Στεπάν Τροφίμοβιτς αρκετές μέρες πριν απ’ τη μεγάλη γιορτή άρχισε να μουρμουρίζει κάτι γνωστούς, αν και όχι πετυχημένους στίχους, που θα πρέπει να τους έγραψε κάποιος λιμπεραλίστας τσιφλικάς:
Προχωρούν και φωνάζουν μουζίκοι
Και στα χέρια τσεκούρια κρατούν
Τρέμουν πάλι του πλούτου οι λύκοι
Τρέχουν πάλι παντού να κρυφτούν.

Κάτι τέτοιο έλεγε, δεν το θυμάμαι και καλά. Η Βαρβάρα Πετρόβνα τ’ άκουσε μια φορά και του φώναξε «Αηδίες, αηδίες!», και βγήκε καταφουρκισμένη. 0 Λιπούτιν, που έτυχε να ‘ναι κει, είπε με κακεντρέχεια στον Στεπάν Τροφίμοβιτς:
- Κρίμα δε θα ‘ναι αν οι δουλοπάροικοι σκαρώσουν καμιά έκπληξη στους τσιφλικάδες, στα πρώην αφεντικά τους, τη μέρα της μεγάλης τους χαράς;
Κι έκανε μια κίνηση με το δείχτη γύρω στο λαιμύ του.
- Cher ami -απάντησε καλόβολα ο Στεπάν Τροφίμοβιτς-, πιστέψτε με πως αυτό (και έκανε κι αυτός την ίδια κίνηση γύρω στο λαιμό) δε θα ωφελήσει καθόλου τους κτηματίες μας, ούτε και μας τους άλλους. Και δίχως κεφάλια να μείνουμε, δε θα καταφέρουμε να κάνουμε τίποτα, παρόλο που πρέπει να παραδεχτούμε πως τα κεφάλια είναι η κυριότερη αιτία της χοντροκεφαλιάς μας.
Θα πρέπει να σημειώσω πως στην πολιτεία μας ήταν πολλοί εκείνοι που νόμιζαν πως την ημέρα της απελευθέρωσης των δουλοπάροικων θα γίνονταν σημεία και τέρατα, σαν αυτά που προφήτευε ο Λιπούτιν. Κι όλοι αυτοί ήταν «ειδήμονες στα λαϊκά και κρατικά ζητήματα». Φαίνεται πως κι ο Στεπάν Τροφίμοβιτς είχε την ίδια γνώμη, τόσο μάλιστα που, την παραμονή σχεδόν της μεγάλης μέρας, άρχισε να ζητάει απ’ τη Βαρβάρα Πετρόβνα να τον στείλει στο εξωτερικό. Με δυο λόγια, είχε αρχίσει ν’ ανησυχεί. Πέρασε όμως η μεγάλη μέρα, πέρασε κι αρκετός καιρός ακόμα, και το υπεροπτικό χαμόγελο φάνηκε και πάλι στα χείλη του Στεπάν Τροφίμοβιτς. Μας ανέπτυξε μερικές βαρυσήμαντες ιδέες του για το χαρακτήρα του Ρώσου γενικά και του μουζίκου ειδικότερα.
- Σαν βιαστικοί που είμαστε, βιαστήκαμε εξαιρετικά με τους μουζίκους μας, είπε τελειώνοντας. Το θέμα έγινε της μόδας και μια ολόκληρη σειρά λογοτέχνες ασχολήθηκαν μ’ αυτό χρόνια συνέχεια, σαν να ‘ταν ένας θησαυρός που μόλις τον ανακάλυψαν.
Φοράγαμε στέφανα δάφνης σε ψειριασμένα κεφάλια. Το ρούσικο χωριό, σ’ όλα τα χίλια χρόνια της ύπαρξης του, το μόνο που μας έδωσε ήταν η καμαρίνσκαγια [Λαϊκός ρούσικος χορός. (Σ.τ.Μ.)]. Ένας αξιόλογος και πολύ πνευματώδης Ρώσος ποιητής, όταν είδε για πρώτη φορά τη Ράσελ στο θέατρο, φώναξε ενθουσιασμένος: «Δεν την αλλάζω τη Ρασέλ με κανέναν μουζίκο!» Εγώ είμαι έτοιμος να πλειοδοτήσω: δίνω όλους τους μουζίκους για τη Ρασέλ. Καιρός πια να κοιτάξουμε νηφαλιότερα τα πράματα και να μην ανακατεύουμε τη μυρουδιά του ντόπιου κατραμιού με το άρωμα bouquet de l’ imperatrice.
0 Λιπούτιν συμφώνησε αμέσως, παρατήρησε όμως πως έπρεπε τότε να πούμε ό,τι είπαμε για τους μουζίκους, γιατί αυτό επέβαλλε η πολιτική γραμμή. Πως ακόμα και οι κυρίες της αριστοκρατίας χύσανε μαύρο δάκρυ διαβάζοντας τον Αντόν Γκορεμίκα [Διήγημα του Δημήτρη Γρηγορόβιτς (1822-99) με θέμα την αγροτική ζωή. Κυκλοφόρησε στα 1847. (Σ.τ.Μ.)], και μάλιστα μερικές απ’ αυτές γράψανε στους επιστάτες των χτημάτων τους, απ’ το Παρίσι, να φέρνονται στους χωριάτες όσο γίνεται ουμανιστικότερα.
Και, λες κι έγινε επίτηδες, ύστερ’ από κείνες τις φήμες για τον Αντόν Πετρόβ, δεκαπέντε μόλις βέρστια απ’ το Σκβορέσνικι, έγινε κάποια παρεξήγηση κι ο νομάρχης, χωρίς να καλοεξετάσει τα πράματα, έστειλε ένα απόσπασμα χωροφύλακες «να επιβάλουν την τάξιν». Αυτή τη φορά ο Στεπάν Τροφίμοβιτς τα χρειάστηκε τόσο, που μετέδωσε και σε μας τον πανικό του. Φώναζε στη λέσχη πως ήταν ανάγκη να καταφθάσουν κι άλλα στρατεύματα και να τηλεγραφήσουν αμέσως στο κέντρο. Έτρεξε στον νομάρχη και τον διαβεβαίωσε πως είναι αμέτοχος σ’ ύλη εκείνη την υπόθεση. Πρόσθεσε πως η παράκληση του είναι να μη βρεθεί κατά κάποιο τρόπο «αναμεμειγμένος λόγω των παλαιών του φρονημάτων» κι είπε πως είναι πρόθυμος να στείλει αμέσως τη δήλωση του στην Πετρούπολη «όπου δει». Ευτυχώς που όλ’ αυτά τέλειωσαν γρήγορα κι αποδείχτηκε πως δε συνέβαινε τίποτα. Μονάχα που εγώ έμεινα κατάπληκτος τότε με τον τρόπο που ενήργησε ο Στεπάν Τροφίμοβιτς.
Ύστερ’ από τρία χρόνια πάνω-κάτω, όπως είναι γνωστό, άρχισαν οι συζητήσεις για μια ενιαία εθνική συνείδηση και σχηματίστηκε η «Ρωσική Κοινή Γνώμη». 0 Στεπάν Τροφίμοβιτς το ‘βρισκε γελοίο.
Φίλοι μου -άρχισε την κατήχηση του-, κι αν ακόμα παραδεχτούμε ότι τώρα πλέον «εγεννήθη» η εθνική μας συνείδηση, όπως ισχυρίζονται τελευταία οι εφημερίδες, πάντως αυτή η συνείδηση εξακολουθεί να βρίσκεται στο σχολείο, διαβάζει μάλιστα το γερμανικό αλφαβητάριο, παπαγαλίζει το αιώνιο γερμανικό της μάθημα κι ο Γερμανός μας δάσκαλος τη βάζει όποτε του καπνίσει να σταθεί γονατιστή για τιμωρία. Για τον Γερμανό δάσκαλο δεν έχω αντίρρηση. Μα, το πιθανότερο είναι πως δε συνέβη τίποτα, τίποτα δεν «εγεννήθη», μα τα πάντα τραβούν το δρόμο τους, όπως και πρώτα, δηλαδή κάτω απ’ την προστασία του Θεού. Έχω τη γνώμη πως αυτό φτάνει και περισσεύει για τη Ρωσία, pour notre sainte Russie [για την Αγία Ρωσία μας]. Εξάλλου, όλοι αυτοί οι πανσλαβισμοί κι οι ιδέες περί έθνους είναι τόσο ξεπερασμένα, που με κανέναν τρόπο δεν μπορείς να τα πεις καινούργια. Αν θέλετε μάλιστα να ξέρετε, σε μας η έννοια «έθνος» προήλθε απ’ τους θαμώνες των αριστοκρατικών λεσχών και ιδίως των μοσχοβίτικων. Περιττό να προσθέσω πως δε μιλάω για την εποχή του Ιγκόρ. Και, τέλος, όλ’ αυτά προέρχονται απ’ την οκνηρία. Στη χώρα μας τα πάντα, και τα καλά και τα κακά, οφείλονται στην οκνηρία. Όλα οφείλονται στην ευγενική, μορφωμένη, γοητευτική οκνηρία μας! Τριάντα χιλιάδες χρόνια το λέω αυτό και το ξανατονίζω. Δεν ξέρουμε να ζήσουμε με τον ιδρώτα του προσώπου μας. Και τι τους ήρθε τώρα και χάνουν τον καιρό τους με τη «δημιουργηθείσα» κοινή γνώμη – έτσι ξαφνικά, χωρίς λόγο κι αφορμή και στα καλά καθούμενα, μας ήρθε ουρανοκατέβατη; Είναι δυνατόν να μην καταλαβαίνουν πως για ν’ αποκτήσει κανείς μια γνώμη χρειάζονται μόχθος, προσωπικός μόχθος προσωπική πρωτοβουλία, προσωπική πείρα; Δωρεάν δεν αποκτάς τίποτα. Μονάχα σαν μοχθήσουμε, θα μπορούμε να ‘χουμε τη γνώμη μας. Μα, επειδή ποτέ δε θα μοχθήσουμε, γνώμες θα χουν μονάχα εκείνοι που δούλευαν ώς τα τώρα για λογαριασμό μας, δηλαδή η Ευρώπη, οι Γερμανοί - οι δάσκαλοι που μαθητέψαμε κοντά τους διακόσια χρόνια. Εξάλλου, η Ρωσία είναι μια υπερβολικά μεγάλη παρεξήγηση, έτσι που μόνοι μας, χωρίς τους Γερμανούς και χωρίς μόχθο, ποτέ δε θα μπορέσουμε να τη λύσουμε. Πάνε κιόλας είκοσι χρόνια που κρούω τον κώδωνα του κινδύνου και καλώ τους ανθρώπους να εργαστούν! Αφιέρωσα τη ζωή μου σ’ αυτή την κωδωνοκρουσία κι είχα την ηλιθιότητα να πιστεύω πως θα πετύχω. Τώρα πια δεν το πιστεύω, τον κώδωνα όμως τον κρούω και θα τον κρούω μέχρι θανάτου. Θα τραβάω το σκοινί της καμπάνας, ώσπου να ηχήσει για τη νεκρώσιμη ακολουθία μου!
Αλίμονο! Το μόνο που κάναμε, ήταν να κουνάμε καταφατικά τα κεφάλια μας. Χειροκροτήσαμε τον δάσκαλο μας – και με τι θέρμη μάλιστα! Μα, γιατί σας κάνει εντύπωση, κύριοι; Μήπως και τώρα ακόμα δεν ακούμε πότε πότε κάτι παρόμοιες «γοητευτικές», «βαθυστόχαστες», «λιμπεραλιστικές» ρωσικές ασυναρτησίες;
Όσο για τον Θεό, ο δάσκαλος μας τον πίστευε. «Μου είναι αδύνατον να καταλάβω ποιος είναι ο λόγος που όλοι εδώ πέρα με νομίζουν για αθεϊστή», έλεγε καμιά φορά. «Πιστεύω σε Θεό, mais distinguons (αλλά ας ξεχωρίσουμε), τον πιστεύω σαν Ον που συνειδητοποιεί τον Εαυτό του δι’ εμού. Γιατί δεν μπορώ φυσικά να πιστεύω, όπως πιστεύει η Ναστάσια μου (η υπηρέτρια) ή σαν τους παραλήδες που πιστεύουν “για κάθε ενδεχόμενο” ή σαν τον αγαπητό μας Σάτοβ -ή μάλλον όχι, ο Σάτοβ είναι εξαίρεση, ο Σάτοβ πιστεύει με το ζόρι, σαν Μοσχοβίτης σλαβόφιλος. Όσο για τον χριστιανισμό, έχω να πω τα εξής: μ’ όλο που τον εκτιμώ ειλικρινά, δεν είμαι χριστιανός. Είμαι μάλλον ειδωλολάτρης, σαν τον μεγάλο Γκαίτε ή σαν τους αρχαίους Έλληνες. Αρκεί να θυμηθούμε πως ο χριστιανισμός δεν κατανόησε τη γυναίκα - πράγμα που το απέδειξε με τον περιφημότερο τρόπο η Γεωργία Σάνδη σ’ ένα απ’ τ’ αριστουργηματικά μυθιστορήματα της. Όσο για τις μετάνοιες, τις νηστείες και τα ρέστα, τι τους νοιάζει τους άλλους τι κάνω εγώ; Όσο και να κόπτονται οι εδώ καταδότες μας, δεν πρόκειται να γίνω ιησουίτης. Στα 1847, ο Μπελίνσκη, που βρισκόταν τότε στο εξωτερικό, έστειλε στον Γκόγκολ το γνωστό εκείνο γράμμα και του ‘κανε σφοδρές παρατηρήσεις, επειδή ο Γκόγκολ πίστευε σε “κάποιον Θεό”. Entre nous soit cut (και μεταξύ μας), μου είναι αδύνατον να φανταστώ κωμικότερη στιγμή, απ’ την ώρα που ο Γκόγκολ (ο Γκόγκολ της εποχής εκείνης!) διάβασε αυτή τη φράση και γενικά όλο το γράμμα! Αφήνοντας όμως κατά μέρος το κωμικό του πράγματος κι επειδή εξάλλου συμφωνώ στην ουσία, έχω να πω και να τονίσω το εξής: αυτοί ήταν άνθρωποι. Μάλιστα! Μπόρεσαν ν’ αγαπήσουν τον λαό τους, ήξεραν να υποφέρουν για χάρη του, μπόρεσαν να τα θυσιάσουν όλα για το καλό του και ταυτόχρονα μπόρεσαν να μην πέσουν στο επίπεδο τουΔεν ήταν δυνατόν λοιπόν ο Μπελίνσκη να γυρεύεi τη σωτήρια της ψυχής του στη νηστεία και στη χορτοφαγία!» 
Όπου πήρε μέρος στην κουβέντα κι ο Σάτοβ.
- Οι άνθρωποι αυτοί δεν αγαπήσανε ποτέ τους τον λαό, δεν υπόφεραν γι’ αυτόν και δε θυσιάσανε τίποτα για χάρη του. Όλ’ αυτά είναι δικές τους φαντασίες, που τις πίστεψαν για να ικανοποιήσουν τον εγωισμό τους! γκρίνιαξε κατσούφης κι ανακάθισε νευριασμένος στην καρέκλα του.
- Δεν αγάπησαν τον λαό; φώναξε ο Στεπάν Τροφίμοβιτς. Ω, αγάπησαν με πάθος τη Ρωσία!
- Ούτε τη Ρωσία, ούτε τον λαό! ούρλιαξε ο Σάτοβ και τα μάτια του αστράψανε(Δεν μπορείς ν’ αγαπήσεις κάτι που δεν το ξέρεις, κι αυτοί δεν κατάλαβαν ποτέ τους τον ρωσικό λαό! Όλοι τους, και σεις επίσης, ρίξανε ένα βιαστικό βλέμμα στον λαό και πλέον ου. 0 Μπελίνσκη βιαστικότερο κι απ’ τους άλλους. Φτάνει να διαβάσει κανείς το γράμμα του στον Γκόγκολ, για να δει πεντακάθαρα αυτό που λέω. Ο Μπελίνσκη είναι σαν τον Περίεργο στο μύθο του Κριλόβ, που προσπέρασε τον ελέφαντα χωρίς να τον δει κι όλη η προσοχή του στράφηκε σε κάτι γαλλικά σοσιαλιστικά ζωύφια. Κι ώς το τέλος της ζωής του, στα ζωύφια εκείνα περιόρισε τις παρατηρήσεις του. Κι όμως, ο Μπελίνσκη ασφαλώς ήταν πιο έξυπνος απ’ όλους σας. Εσείς όχι μονάχα δεν είδατε ποτέ σας τον λαό, μα του φερθήκατε πάντα με περιφρόνηση, τον σιχαινόσασταν πάντα βαθύτατα, γιατί, λέγοντας «λαός», κάνατε λόγο μονάχα για τον γαλλικό λαό ή μάλλον μονάχα για τους Παρισινούς, και νιώθατε ντροπή που ο δικός μας λαός δεν τους μοιάζει. Αυτή είναι η μαύρη αλήθεια! Κι όποιος δεν έχει λαό, δεν έχει μήτε Θεό! Να ‘στε βέβαιοι πως όσοι παύουν να καταλαβαίνουν τον λαό τους και χάνουν τους δεσμούς τους μ’ αυτόν, χάνουν την ίδια στιγμή και την πίστη των πατέρων τους και γίνονται άθεοι ή αδιάφοροι. Έτσι είναι! Είναι ένα γεγονός αναμφισβήτητο! Να ποιος είναι ο λόγος που όλοι σας, όλοι μας είμαστε τώρα χυδαίοι, βρομεροί αθεϊστές ή αδιάφοροι παλιανθρωπάκηδες και τίποτα παραπάνω! Και σας ακόμα, Στεπάν Τροφίμοβιτς, δε σας εξαιρώ καθόλου, ίσα ίσα για σας τα λέω όλ’ αυτά!
Συνήθως, όταν ο Σάτοβ τέλειωνε έναν παρόμοιο μονόλογο (αυτό του συνέβαινε συχνά), άρπαζε το κασκέτο του κι ορμούσε στην πόρτα, όντας απόλυτα βέβαιος πως όλα πια είχαν τελειώσει μεταξύ τους, πως είχε κόψει μια για πάντα τις φιλικές του σχέσεις με τον Στεπάν Τροφίμοβιτς. Όμως, αυτός πρόφταινε και τον σταματούσε έγκαιρα:
-Δε θα ‘ταν προτιμότερο να ξαναφιλιώσουμε, Σάτοβ, ύστερ’ απ’ όλες αυτές τις χαριτολογίες; του ‘λεγε δίνοντας του ευγενικά το χέρι, καθισμένος ακόμα στην πολυθρόνα του.
0 ασουλούπωτος και ντροπαλός Σάτοβ δεν αγαπούσε τις λεπτότητες. Ήταν αγροίκος στους τρόπους, φαίνεται όμως πως είχε καλή καρδιά. Μ’ όλο που συχνά το παράκανε, ήταν ο πρώτος που μετάνιωνε γι’ αυτό. Αφού μουρμούριζε κάτι απαντώντας στην πρόσκληση του Στεπάν Τροφίμοβιτς κι αφού τραμπαλιζόταν για λίγο επιτόπου σαν αρκούδα, χαμογελούσε ξαφνικά, άφηνε το κασκέτο του, καθόταν στη θέση του και κοίταζε επίμονα το πάτωμα. Εννοείται πως φέρνανε κρασί κι ο Στεπάν Τροφίμοβιτς έκανε την κατάλληλη πρόποση – μνημονεύοντας, λόγου χάρη, έναν αγωνιστή της περασμένης γενιάς.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Υβριστικά σχόλια θα διαγράφονται αμέσως!