Βολταίρος |
Βολταίρος, Φιλοσοφικό Λεξικό [εκδοτικό ΣΤΑΧΥ, έκδοση 2001, σελίδες 347-354].
Την εποχή του Βεσπασιανού και του Τίτου, εποχή που οι Ρωμαίοι ξεκοίλιαζαν τους Εβραίους, ένας πολύ πλούσιος Ισραηλίτης, που δεν ήθελε βέβαια να τον ξεκοιλιάσουν, το έβαλε στα πόδια με όλο το χρυσάφι που είχε κερδίσει από την τοκογλυφία και τράβηξε για το Εζιονγκαμπέρ μαζί με όλη την την οικογένεια, δηλαδή τη γριά γυναίκα του, το γιο και την κόρη του. Στην ακολουθία του είχε δύο ευνούχους, ο ένας ήταν μάγειρας και ο άλλος ήταν γεωργός και αμπελουργός. Έναν καλό Εσσαίο, που ήξερε απέξω την Πεντάτευχο, τον είχε για ιερέα. Όλοι αυτοί επιβιβάστηκαν στο λιμάνι του Εζιονγκαμπέρ, διέσχισαν την αποκαλούμενη Ερυθρά Θάλασσα, που δεν είναι καθόλου ερυθρά, και έφθασαν στον Περσικό Κόλπο, για να πάνε να βρουν τη γη του Οφείρ, χωρίς όμως να ξέρουν πού βρισκόταν. Θα καταλάβατε ασφαλώς ότι ξέσπασε μια φοβερή καταιγίδα, που έσπρωξε την εβραϊκή οικογένεια προς τις ακτές των Ινδιών το πλοίο ναυάγησε κοντά σε μία από τις Μαλδίβες Νήσους, πουσήμερα ονομάζεται Παντραμπράνκα και τότε ήταν έρημη.
Ο γερο-ζάπλουτος και η γριά πνίγηκαν, ο γιος, η κόρη, οι δύο ευνούχοι και ο ιερωμένος σώθηκαν πήραν όπως όπως μερικές προμήθειες από το πλοίο, έχτισαν μερικές καλύβες στο νησί και έζησαν εκεί αρκετά άνετα. Θα ξέρετε ότι το νησί της Παντραμπράνκα βρίσκεται σε απόσταση πέντε μοιρών από τον Ισημερινό και εκεί υπάρχουν οι πιο μεγάλες καρύδες και οι καλύτεροι ανανάδες του κόσμου· τι γλυκιά που ήταν εκεί η ζωή, τον καιρό που αλλού έσφαζαν τ’ απομεινάρια του πολυαγαπημένου έθνους· κι όμως, ο Εσσαίος θρηνούσε επειδή νόμιζε ότι ήταν οι μόνοι Εβραίοι που απόμειναν στη γη και πως έτσι θα σωνόταν ο σπόρος του Αβραάμ.
«Από σας εξαρτάται να τον αναστήσετε», είπε ο νεαρός Εβραίος. «Παντρευτείτε την αδερφή μου». «Πολύ θα το ‘θελα», είπε ο ιερωμένος, «αλλά ο νόμος αντιτίθεται σ’ αυτό. Είμαι Εσσαίος, έχω δώσει όρκο να μην παντρευτώ ποτέ· ο νόμος ορίζει ότι πρέπει να εκπληρώνουμε τους όρκους μας. Η εβραϊκή φυλή σας θα σβήσει, εάν το θέλει, μα εγώ δεν πρόκειται βέβαιο να παντρευτώ την αδελφή σας, όσο όμορφη κι αν είναι».
«Οι δυο μου ευνούχοι δεν μπορούν να της χαρίσουν παιδιά», συνέχισε Εβραίος, «θα της χαρίσω λοιπόν εγώ, αν έτσι σας αρέσει, και εσείς θα ευλογήσετε το γάμο».
“Θα προτιμούσα εκατό φορές να με ξεκοιλιάσουν οι Ρωμαίοι στρατιώτες” είπε ο ιερωμένος, «παρά να σας διευκολύνω να γίνετε αιμομείκτης· εάν ήταν αδελφή σας από τη μεριά του πατέρα σας, κάτι γίνεται, ο νόμος το επιτρέπει αλλά είναι αδελφή σας από την ίδια μάνα, και αυτό είναι αποτρόπαιο».
«Καταλαβαίνω θαυμάσια», απάντησε ο νεαρός, «πως αυτό θα ήταν αμάρτημα στην Ιερουσαλήμ, όπου θα έβρισκα κι άλλες κοπέλες· αλλά εδώ στο νησί της Παντραμπράνκα, που δεν βλέπω παρά καρύδες, ανανάδες και στρείδια, νομίζω ότι κάτι τέτοιο επιτρέπεται». Ο Εβραίος, λοιπόν, παντρεύτηκε την αδελφή του κι από αυτόν το γάμο απέκτησε μια κόρη, παρά τις διαμαρτυρίες του Εσσαίου: ήταν ο μοναδικός καρπός ενός γάμου που ο ένας τον θεωρούσε νομιμότατο κι ο άλλος αποτρόπαιο.
Μετά από δεκατέσσερα χρόνια, η μητέρα πέθανε· ο πατέρας είπε στον ιερωμένο: «Έχετε απαλλαγεί επιτέλους από τις παλιές σας προκαταλήψεις; Θέλετε να παντρευτείτε την κόρη μου;» «Ο Θεός να με φυλάει!» είπε Εσσαίος. «Εντάξει! Θα την παντρευτώ, λοιπόν, εγώ», είπε ο πατέρας, «κι ας γίνει ό,τι θέλει· μα δεν θέλω η σπορά του Αβραάμ να χαθεί από το πρόσωπο της γης». Ο Εσσαίος, τρομοκρατημένος από αυτά τα φοβερά λόγια, δεν ήθελε πια να μείνει μ’ έναν άνθρωπο που δεν σεβόταν το νόμο και πήρε των ομματιών του. Ο νιόπαντρος ματαίως του φώναζε: «Πού πάτε, μείνετε φίλος μου εγώ τηρώ το φυσικό νόμο, υπηρετώ την πατρίδα, μην εγκαταλείπετε τους φίλους σας». Ο άλλος τον άφησε να φωνάζει, έχοντας συνέχεια το νόμο στο νου του, και κολυμπώντας το έσκασε για το γειτονικό νησί.
Ήταν το μεγάλο νησί της Ατόλης, πυκνοκατοικημένο και αρκούντως πολιτισμένο, δεν πρόλαβε να φτάσει εκεί και βρέθηκε σκλάβος. Μόλις έμαθε να ψελλίζει τη γλώσσα της Ατόλης, παραπονέθηκε με πολλή πικρία για τον αφιλόξενο τρόπο που τον δέχτηκαν: του είπαν ότι έτσι ήταν οι νόμοι και πως από τότε που οι κάτοικοι του νησιού της Αντά παραλίγο να καταλάβουν το δικό τους, είχαν σοφά ρυθμίσει ότι όλοι οι ξένοι που θα έφταναν στην Ατόλη θα γίνονταν σκλάβοι. «Δεν μπορεί να πρόκειται για νόμο», είπε ο Εσσαίος, «αφού δεν αναφέρεται στην Πεντάτευχο». Του απάντησαν ότι ο νόμος βρισκόταν στον Πανδέκτη της χώρας και έτσι αυτός παρέμεινε σκλάβος. Ευτυχώς είχε έναν πολύ καλό και πλούσιο αφέντη που τον μετεχειριζόταν καλά και του αφοσιώθηκε δεόντως.
Μία ημέρα ήρθαν κάτι δολοφόνοι για να σκοτώσουν τον αφέντη και να κλέψουν τους θησαυρούς του· ρώτησαν τους σκλάβους εάν ο αφέντης ήταν στο σπίτι και εάν είχε πολλά χρήματα. «Σας ορκιζόμαστε», είπαν οι σκλάβοι, πως ούτε στο σπίτι είναι ούτε χρήματα έχει». Αλλά ο Εσσαίος είπε: «Ο νόμος δεν επιτρέπει να λέμε ψέματα, σας ορκίζομαι ότι είναι στο σπίτι και ότι έχει πολλά χρήματα». Έτσι λήστεψαν τον αφέντη και τον σκότωσαν. Οι δούλοι κατηγόρησαν τον Εσσαίο ότι πρόδωσε τον αφέντη του ενώπιον των φονιάδων. Ο Εσσαίος είπε ότι δεν ήθελε να πει ψέματα και ότι για τίποτα στον κόσμο δεν θα έλεγε ψέματα· και τον κρέμασαν.
Μου διηγήθηκαν αυτή την ιστορία, κι άλλες παρόμοιες, την τελευταία χρονιά που ταξίδεψα από τις Ινδίες στη Γαλλία. Μόλις έφτασα, πήγα στις Βερσαλλίες για κάποιες υποθέσεις και είδα να περνάει μια ωραία γυναίκα που την ακολουθούσαν κι άλλες ωραίες γυναίκες. «Ποια είναι αυτή η ωραία γυναίκα;» είπα στο δικηγόρο μου, που είχε έρθει μαζί μου επειδή είχα μια δίκη και με εκπροσωπούσε στο Κοινοβούλιο του Παρισιού για τα ρούχα που μου είχαν φτιάξει στις Ινδίες, και ήθελα να έχω πάντα το δικηγόρο μου στο πλάι μου. «Είναι η κόρη του βασιλιά», είπε, «είναι χαριτωμένη και φιλάνθρωπη· είναι κρίμα γιατί ποτέ δεν θα μπορέσει να γίνει βασίλισσα της Γαλλίας». «Πώς», του είπα, «εάν συνέβαινε η κακοτυχία να χαθούν όλοι οι συγγενείς της και όλοι οι πρίγκιπες εξ αίματος (Θεός φυλάξοι), δεν θα μπορούσε να κληρονομήσει το βασίλειο του πατέρα της;» «Όχι», είπε ο δικηγόρος, ο σαλικός νόμος αντιτίθεται κατηγορηματικά». «Και ποιος έφτιαξε αυτόν σαλικό νόμο;» είπα στο δικηγόρο. «Δεν ξέρω τίποτα», είπε, «αλλά ισχυρίζονται πως σ’ έναν αρχαίο λαό που ονομάζονταν Σαλιανοί, και που δεν ήξεραν ούτε να γράφουν ούτε να διαβάζουν, υπήρχε ένας γραπτός νόμος που έλεγε ότι σε σαλική γη το κορίτσι δεν θα μπορούσε να κληρονομήσει τους προγόνους της· και αυτός ο νόμος υιοθετήθηκε και σε μη σαλική γη».
«Ε, και λοιπόν», είπα, «εγώ τον ακυρώνω αυτόν το νόμο· με διαβεβαιώσατε πως αυτή η πριγκίπισσα είναι χαριτωμένη και φιλάνθρωπη, επομένως θα είχε ένα αναμφισβήτητο δικαίωμα στο στέμμα, εάν συνέβαινε το κακό να επιζήσει μόνον αυτή από το βασιλικό αίμα: η μητέρα μου κληρονόμησε τον πατέρα της και θέλω αυτή η πριγκίπισσα να κληρονομήσει τον δικό της». Την επομένη η υπόθεση εκδικάστηκε στο αρμόδιο δικαστήριο και έχασα τα πάντα με ομόφωνη απόφαση· ο δικηγόρος μου μου είπε ότι σε άλλο δικαστήριο θα είχα κερδίσει την υπόθεση ομοφώνως. «Αυτό είναι κωμικό», είπα, «έτσι, λοιπόν, κάθε δικαστήριο και νόμος». «Ναι», είπε, «υπάρχουν είκοσι πέντε σχολιασμοί σχετικά με το εθιμικό δίκαιο του Παρισιού. δηλαδή απέδειξαν είκοσι πέντε φορές ότι το εθιμικό δίκαιο είναι διφορούμενο εάν υπήρχαν είκοσι πέντε αρμόδια δικαστήρια, θα υπήρχαν είκοσι πέντε διαφορετικές νομολογίες. Υπάρχει», συνέχισε, «δεκαπέντε λεύγες μακριά το Παρίσι, μια επαρχία που λέγεται Νορμανδία, κι εκεί θα είχατε δικαστεί εντελώς διαφορετικά απ’ ό,τι εδώ». Αυτό μου γέννησε την επιθυμία να δω την Νορμανδία. Πήγα, λοιπόν, μ’ ένα από τα αδέρφια μου. Στο πρώτο πανδοχείο που πήγαμε συναντήσαμε ένα νέο βαθύτατα απελπισμένο· τον ρώτησα, τι συμφορά τον βρήκε και μου απάντησε ότι η συμφορά του ήταν ότι είχε ένα πρωτότοκο αδερφό. «Και πού βρίσκεται, λοιπόν, η δυστυχία, να έχετε αδερφό;» του είπα. «Ο αδερφός μου είναι πρωτότοκος και ζούμε πολύ καλά μαζί». «Αλίμονο, Κύριε», μου είπε, «ο νόμος στον τόπο μου δίνει τα πάντα στους πρωτότοκους και δεν αφήνει τίποτα στους δευτερότοκους». «Έχετε δίκιο», του είπα, «να είστε δυσαρεστημένος· στη χώρα μου τα μοιράζουν εξίσου και παρ’ όλα αυτά δεν λείπουν οι διχόνοιες».
Αυτές οι περιπετειούλες μου προξένησαν ωραίες και βαθιές σκέψεις σχετικά με τους νόμους, και είδα ότι με τους νόμους συμβαίνει ό,τι και με ρούχα μας· χρειάστηκε να φορώ έναν ντολαμά στην Κωνσταντινούπολη ένα ζιπούνι στο Παρίσι.
Εάν όλοι οι ανθρώπινοι νόμοι είναι μία σύμβαση, είπα, τότε πρέπει να φροντίζει κανείς να είναι καλές οι συναλλαγές του. Οι αστοί του Δελχί και της Άνγκρα διατείνονται ότι είχαν μια πολύ κακή συναλλαγή με τον Ταμερλάνο. Οι αστοί του Λονδίνου καμαρώνουν επειδή ήταν πολύ καλή η συναλλαγή τους με το βασιλιά Γουλιέλμο της Οράγγης. Ένας Λονδρέζος πολίτης μου έλεγε μια μέρα: «Η ανάγκη κάνει τους νόμους και η ισχύς τους κάνει σεβαστούς». Τον ρώτησα εάν η ισχύς δεν φτιάχνει κι αυτή μερικές φορές τους νόμους, κι εάν ο Γουλιέλμος ο Νόθος και Κατακτητής δεν τους έδινε διαταγές χωρίς καμιά συναλλαγή μαζί τους. «Ναι», είπε, «τότε ήμασταν βόδια, ο Γουλιέλμος μας υποδούλωσε και μας υποχρέωσε να βαδίζουμε με το βούκεντρο· από τότε γίναμε άνθρωποι, αλλά τα κέρατα μας έμειναν και όποιον θέλει να μας βάλει να οργώσουμε για δικό του λογαριασμό και όχι για μας».
Επηρεασμένος απ’ όλες αυτές τις σκέψεις, ήταν χαρά για μένα να σκέφτομαι ότι υπάρχει ένας φυσικός νόμος, ανεξάρτητος απ’ όλες τις ανθρώπινες συμβάσεις: ο καρπός της εργασίας μου πρέπει να μου ανήκει· πρέπει να τιμώ τον πατέρα μου και τη μητέρα μου· δεν έχω κανένα δικαίωμα πάνω στη ζωή του πλησίον μου και ο πλησίον μου δεν έχει κανένα δικαίωμα πάνω στη δική μου κ.λπ. Αλλά όταν συλλογίστηκα ότι από τον Χοντορλαχομόρ μέχρι τον Μεντζέλ, συνταγματάρχη των Ουσάρων, ο καθένας σκοτώνει και λεηλατεί νομίμως τον πλησίον του, με μια άδεια στην τσέπη, μ’ έπιασε μεγάλος καημός.
Μου είπαν ότι και οι κλέφτες έχουν νόμους και ότι υπήρχαν νόμοι και για τον πόλεμο. Ρώτησα τι ήταν, τέλος πάντων, αυτοί οι νόμοι του πολέμου. «Είναι», μου είπαν, «να κρεμάς ένα γενναίο αξιωματικό που, από μια δυσμενή θέση, χωρίς κανόνι, αντιστάθηκε σε μια βασιλική στρατιά· είναι να κρεμάς έναν αιχμάλωτο, εάν οι αντίπαλοι κρέμασαν έναν από τους δικούς σας· είναι να περνάς από φωτιά και τσεκούρι τα χωριά που δεν έφεραν την καθορισμένη ημέρα όλα τους τα αναγκαία τρόφιμα, σύμφωνα με τις διαταγές του αξιαγάπητου γειτονικού χωροδεσπότη». «Καλά», είπα, «ιδού το το νεύμα των Νόμων».
Αφού διδάχθηκα επαρκώς, ανακάλυψα ότι υπάρχουν σοφοί νόμοι με τους οποίους ένας βοσκός καταδικάζεται σε εννιά χρόνια καταναγκαστικά έργα, επειδή τάισε με λίγο ξένο αλάτι τα πρόβατα του. Ο γείτονας μου έχασε τα πάντα σε μια δίκη, επειδή έβαλε να κόψουν από το δάσος του δύο βελανιδιές και επειδή αμέλησε κάποιες διατυπώσεις, που δεν μπορούσε να τις ξέρει· η γυναίκα του πέθανε μέσα στη δυστυχία και ο γιος του ζει μια ζωή δυστυχισμένη. Ομολογώ πως αυτοί οι νόμοι είναι δίκαιοι, παρόλο που η εφαρμογή τους είναι κάπως σκληρή· μέμφομαι όμως τους νόμους που επιτρέπουν σε εκατό χιλιάδες άνδρες να πάνε να σφάξουν νομίμως εκατό χιλιάδες γείτονες. Μου φαίνεται ότι η φύση χάρισε στους περισσότερους ανθρώπους αρκετή ευθυκρισία για να κάνουν νόμους, αλλά όλοι οι άνθρωποι δεν έχουν σε μεγάλο βαθμό το αίσθημα του δικαίου για να κάνουν σωστούς νόμους.
Συγκεντρώστε από τη μια άκρη της γης στην άλλη απλούς και ήσυχους αγρότες: πολύ εύκολα θα συμφωνήσουν όλοι τους ότι πρέπει να επιτρέπεται να πουλούν στους γείτονες τους το παραπανίσιο σιτάρι, και ότι ο νόμος που ορίζει το αντίθετο είναι απάνθρωπος και παράλογος· ότι τα νομίσματα που αντιπροσωπεύουν την αξία των προϊόντων δεν πρέπει να αλλοιώνονται όπως δεν πρέπει ν’ αλλοιώνονται και οι καρποί της γης· ότι ένας οικογενειάρχης πρέπει να είναι αφεντικό στο σπίτι του· ότι η θρησκεία πρέπει να συγκεντρώνει τους ανθρώπους για να τους ενώνει, και όχι για να τους κάνει φανατικούς και διώκτες· ότι όσοι δουλεύουν δεν πρέπει να στερούνται τους καρπούς της δουλειάς τους για να προικίζουν την προκατάληψη και την απραξία· θα κάνουν σε μια ώρα τριάντα παρόμοιους νόμους, όλους χρήσιμους για το ανθρώπινο γένος.
Μόλις όμως καταφθάσει ο Ταμερλάνος και υποδουλώσει τις Ινδίες, δεν θα δείτε παρά αυθαίρετους νόμους. Ο ένας θα επιβαρύνει μια επαρχία για να πλουτίσει ένας τελώνης του Ταμερλάνου· ο άλλος θα θεωρήσει έγκλημα καθοσιώσεως το να πεις κακό λόγο για την ερωμένη του πρώτου καμαριέρη ενός ραγιά, ο τρίτος θα βάλει χέρι στη μισή σοδειά του γεωργού και θα του αμφισβητήσει την υπόλοιπη· τέλος, θα υπάρχουν νόμοι με τους οποίους ένας Τάταρος κλητήρας θα έρθει να αρπάξει τα παιδιά σας από την κούνια, το πιο ρωμαλέο θα το κάνει στρατιώτη, το πιο αδύναμο ευνούχο, και θα σας αφήσει τη μάνα και τον πατέρα αβοήθητους και απαρηγόρητους.
Τι αξίζει, λοιπόν, καλύτερα: να είσαι ο σκύλος ή ο υπήκοος του Ταμερλάνου; Είναι σαφές ότι η μοίρα του σκύλου είναι πολύ ανώτερη.
Τα πρόβατα ζουν σε οργανωμένη κοινωνία πολύ ήρεμα· νομίζουμε ότι έχουν πολύ πράο χαρακτήρα, επειδή δεν βλέπουμε την τεράστια ποσότητα ζώων που καταβροχθίζουν. Πιστεύεται μάλιστα ότι τα τρώνε με αφέλεια και χωρις να έχουν επίγνωση, όπως όταν εμείς τρώμε τυρί του Σασενάζ. Το δημοκρατικό πολίτευμα των προβάτων είναι η πιστή εικόνα του χρυσού αιώνα.
Ένα κοτέτσι είναι οφθαλμοφανώς το τελειότερο μοναρχικό κράτος. Δεν υπάρχει βασιλιάς που να μπορεί να συγκριθεί μ’ έναν κόκορα. Όταν περπατάει περήφανα ανάμεσα στο λαό του, δεν είναι από ματαιοδοξία. Όταν πλησιάζει ο εχθρός, δεν δίνει διαταγές στους υπηκόους του να πάνε να σκοτωθούν για λογαριασμό του, βασιζόμενος στη βέβαιη γνώση του και την παντοδυναμία του· πηγαίνει ο ίδιος στον πόλεμο, παρατάσσει τις κότες του πίσω του και μάχεται μέχρι τελικής πτώσεως. Εάν είναι ο νικητής, μόνος του ψάλλει τα επινίκια. Στη ζωή του ως πολίτης, δεν υπάρχει άλλος πιο ιπποτικός, πιο έντιμος, πιο ανιδιοτελής. Ο κόκορας έχει όλες τις αρετές. Εάν έχει στο του ράμφος έναν κόκκο στάρι, ένα σκουληκάκι, το δίνει στην πρώτη από τις υποτακτικές του που θα παρουσιαστεί. Τι ήταν ο Σολομών στο κοπάδι του μπροστά σ’ έναν αλανιάρη κόκορα στην αυλή του;
Εάν είναι αλήθεια πως τις μέλισσες τις κυβερνάει μια βασίλισσα, που όλοι οι υπήκοοι της κάνουν έρωτα μαζί της, τότε πρόκειται για μια διακυβέρνηση ακόμη τελειότερη.
Τα μυρμήγκια θεωρούνται μια θαυμάσια δημοκρατία. Είναι ανώτερη από όλα τα άλλα κράτη, αφού όλος ο κόσμος σ’ αυτήν είναι ίσος και κάθε ιδιώτης εργάζεται για την ευτυχία όλων.
Το πολίτευμα των καστόρων είναι δημοκρατικότερο από των μυρμηγκιών, εάν κρίνουμε τουλάχιστον από τα οικοδομικά τους έργα.
Οι πίθηκοι μοιάζουν περισσότερο με σαλτιμπάγκους παρά με πολιτισμένο λαό· και δεν φαίνονται να τους ενώνουν βασικοί και σταθεροί νόμοι, όπως τα προηγούμενα είδη.
Εμείς μοιάζουμε περισσότερο με τους πιθήκους παρά με οποιοδήποτε άλλο ζώο· με το χάρισμα της μίμησης, με την επιπολαιότητα των ιδεών μας ή με την αστάθεια μας, η οποία δεν μας επέτρεψε ποτέ να έχουμε μόνιμους και σταθερούς νόμους.
Αφού η φύση δημιούργησε το είδος μας και μας έδωσε κάποια ένστικτα, τη φιλαυτία για την αυτοσυντήρηση μας, τη μεγαλοθυμία για τη συντήρηση των άλλων, τον έρωτα που είναι κοινός σε όλα τα είδη και το ανεξήγητο χάρισμα να συνδυάζουμε περισσότερες ιδέες από όλα τα άλλα τα ζώα μαζί, αφού αυτός ήταν ο κλήρος που μας προόρισε, μας είπε: «Κάντε ό,τι μπορείτε».
Δεν υπάρχει κανένας καλός κώδικας σε καμία χώρα. Ο λόγος είναι προφανής· οι νόμοι έγιναν σύμφωνα με τις εποχές, τους τόπους, τις ανάγκες κ.λπ.Όταν άλλαξαν οι ανάγκες, οι νόμοι που επιβίωσαν κατάντησαν γελοίοι. Εκεί ο νόμος που απαγόρευε να τρώνε χοιρινό και να πίνουν κρασί ήταν πολύ λογικός στην Αραβία, όπου το χοιρινό και το κρασί είναι βλαβερά· στην Κωσνταντινούπολη όμως είναι παράλογος.
Ο νόμος που δίνει όλο το φέουδο στον πρωτότοκο είναι πολύ καλός σε μια περίοδο αναρχίας και λεηλασιών. Τότε ο πρωτότοκος είναι ο κυβερνήτης του πύργου, στον οποίο οι ληστές θα επιτεθούν αργά ή γρήγορα· οι υστερότοκοι θα είναι οι πρώτοι αξιωματικοί του, οι γεωργοί, οι στρατιώτες του. Αυτό που είναι επίφοβο είναι μήπως ο υστερότοκος σκοτώσει ή δηλητηριάσει τον πρωτότοκο σαλιανό άρχοντα, για να γίνει με τη σειρά του κύριος της ρημαγμένης κατοικίας, αλλά αυτές οι περιπτώσεις είναι σπάνιες, επειδή η φύση έχει συνδυάσει με τέτοιο τρόπο τα ένστικτα και τα πάθη μας ώστε αισθανόμαστε μεγαλύτερη φρίκη να σκοτώσουμε τον πρωτότοκο αδελφό μας παρά επιθυμία για να πάρουμε τη θέση του. Κι όμως, αυτός ο νόμος, που αρμόζει σε πυργοδεσπότες της εποχής του Χιλπερίχου, είναι μισητός εκί που πρόκειται να μοιραστούν εισοδήματα σε μια πόλη.
Και είναι αίσχος για το ανθρώπινο γένος να ξέρουμε ότι οι νόμοι του παιχνιδιού είναι οι μόνοι που είναι παντού δίκαιοι, σαφείς, απαραβίαστοι και οι μόνοι που εφαρμόζονται. Γιατί να υπακούουν ευχαρίστως σε ολόκληρη τη γη τον Ινδό που έδωσε τους κανόνες του σκακιού, ενώ οι επιστολές του πάπα, για παράδειγμα, αποτελούν σήμερα αντικείμενο απέχθειας και περιφρόνησης; Αυτό συμβαίνει διότι ο εφευρέτης του σκακιού συνδύασε τα πάντα με ακρίβεια για την ευχαρίστηση των παικτών, ενώ οι πάπες με τις επιστολές τους δεν προσέβλεπαν παρά μόνο στο δικό τους συμφέρον. Ο εφευρέτης θέλησε και να εξασκήσει το μυαλό των ανθρώπων και να τους ψυχαγωγεί, οι πάπες θέλησαν ν’ αποβλακώσουν το ανθρώπινο μυαλό. Έτσι η ουσία του παιχνιδιού στο σκάκι παρέμεινε η ίδια εδώ και πέντε χιλιάδες χρόνια. Είναι κοινή σε όλους τους κατοίκους της γης· οι επιστολές δεν αναγιγνώσκονται παρά μόνο στο Σπολέτο, στο Ορβιέτο, στο Λορέτο, όπου και ο πιο ασήμαντος νομοδιδάσκαλος τις απεχθάνεται και τις περιφρονεί ενδόμυχα.
«Από σας εξαρτάται να τον αναστήσετε», είπε ο νεαρός Εβραίος. «Παντρευτείτε την αδερφή μου». «Πολύ θα το ‘θελα», είπε ο ιερωμένος, «αλλά ο νόμος αντιτίθεται σ’ αυτό. Είμαι Εσσαίος, έχω δώσει όρκο να μην παντρευτώ ποτέ· ο νόμος ορίζει ότι πρέπει να εκπληρώνουμε τους όρκους μας. Η εβραϊκή φυλή σας θα σβήσει, εάν το θέλει, μα εγώ δεν πρόκειται βέβαιο να παντρευτώ την αδελφή σας, όσο όμορφη κι αν είναι».
«Οι δυο μου ευνούχοι δεν μπορούν να της χαρίσουν παιδιά», συνέχισε Εβραίος, «θα της χαρίσω λοιπόν εγώ, αν έτσι σας αρέσει, και εσείς θα ευλογήσετε το γάμο».
“Θα προτιμούσα εκατό φορές να με ξεκοιλιάσουν οι Ρωμαίοι στρατιώτες” είπε ο ιερωμένος, «παρά να σας διευκολύνω να γίνετε αιμομείκτης· εάν ήταν αδελφή σας από τη μεριά του πατέρα σας, κάτι γίνεται, ο νόμος το επιτρέπει αλλά είναι αδελφή σας από την ίδια μάνα, και αυτό είναι αποτρόπαιο».
«Καταλαβαίνω θαυμάσια», απάντησε ο νεαρός, «πως αυτό θα ήταν αμάρτημα στην Ιερουσαλήμ, όπου θα έβρισκα κι άλλες κοπέλες· αλλά εδώ στο νησί της Παντραμπράνκα, που δεν βλέπω παρά καρύδες, ανανάδες και στρείδια, νομίζω ότι κάτι τέτοιο επιτρέπεται». Ο Εβραίος, λοιπόν, παντρεύτηκε την αδελφή του κι από αυτόν το γάμο απέκτησε μια κόρη, παρά τις διαμαρτυρίες του Εσσαίου: ήταν ο μοναδικός καρπός ενός γάμου που ο ένας τον θεωρούσε νομιμότατο κι ο άλλος αποτρόπαιο.
Μετά από δεκατέσσερα χρόνια, η μητέρα πέθανε· ο πατέρας είπε στον ιερωμένο: «Έχετε απαλλαγεί επιτέλους από τις παλιές σας προκαταλήψεις; Θέλετε να παντρευτείτε την κόρη μου;» «Ο Θεός να με φυλάει!» είπε Εσσαίος. «Εντάξει! Θα την παντρευτώ, λοιπόν, εγώ», είπε ο πατέρας, «κι ας γίνει ό,τι θέλει· μα δεν θέλω η σπορά του Αβραάμ να χαθεί από το πρόσωπο της γης». Ο Εσσαίος, τρομοκρατημένος από αυτά τα φοβερά λόγια, δεν ήθελε πια να μείνει μ’ έναν άνθρωπο που δεν σεβόταν το νόμο και πήρε των ομματιών του. Ο νιόπαντρος ματαίως του φώναζε: «Πού πάτε, μείνετε φίλος μου εγώ τηρώ το φυσικό νόμο, υπηρετώ την πατρίδα, μην εγκαταλείπετε τους φίλους σας». Ο άλλος τον άφησε να φωνάζει, έχοντας συνέχεια το νόμο στο νου του, και κολυμπώντας το έσκασε για το γειτονικό νησί.
Ήταν το μεγάλο νησί της Ατόλης, πυκνοκατοικημένο και αρκούντως πολιτισμένο, δεν πρόλαβε να φτάσει εκεί και βρέθηκε σκλάβος. Μόλις έμαθε να ψελλίζει τη γλώσσα της Ατόλης, παραπονέθηκε με πολλή πικρία για τον αφιλόξενο τρόπο που τον δέχτηκαν: του είπαν ότι έτσι ήταν οι νόμοι και πως από τότε που οι κάτοικοι του νησιού της Αντά παραλίγο να καταλάβουν το δικό τους, είχαν σοφά ρυθμίσει ότι όλοι οι ξένοι που θα έφταναν στην Ατόλη θα γίνονταν σκλάβοι. «Δεν μπορεί να πρόκειται για νόμο», είπε ο Εσσαίος, «αφού δεν αναφέρεται στην Πεντάτευχο». Του απάντησαν ότι ο νόμος βρισκόταν στον Πανδέκτη της χώρας και έτσι αυτός παρέμεινε σκλάβος. Ευτυχώς είχε έναν πολύ καλό και πλούσιο αφέντη που τον μετεχειριζόταν καλά και του αφοσιώθηκε δεόντως.
Μία ημέρα ήρθαν κάτι δολοφόνοι για να σκοτώσουν τον αφέντη και να κλέψουν τους θησαυρούς του· ρώτησαν τους σκλάβους εάν ο αφέντης ήταν στο σπίτι και εάν είχε πολλά χρήματα. «Σας ορκιζόμαστε», είπαν οι σκλάβοι, πως ούτε στο σπίτι είναι ούτε χρήματα έχει». Αλλά ο Εσσαίος είπε: «Ο νόμος δεν επιτρέπει να λέμε ψέματα, σας ορκίζομαι ότι είναι στο σπίτι και ότι έχει πολλά χρήματα». Έτσι λήστεψαν τον αφέντη και τον σκότωσαν. Οι δούλοι κατηγόρησαν τον Εσσαίο ότι πρόδωσε τον αφέντη του ενώπιον των φονιάδων. Ο Εσσαίος είπε ότι δεν ήθελε να πει ψέματα και ότι για τίποτα στον κόσμο δεν θα έλεγε ψέματα· και τον κρέμασαν.
Μου διηγήθηκαν αυτή την ιστορία, κι άλλες παρόμοιες, την τελευταία χρονιά που ταξίδεψα από τις Ινδίες στη Γαλλία. Μόλις έφτασα, πήγα στις Βερσαλλίες για κάποιες υποθέσεις και είδα να περνάει μια ωραία γυναίκα που την ακολουθούσαν κι άλλες ωραίες γυναίκες. «Ποια είναι αυτή η ωραία γυναίκα;» είπα στο δικηγόρο μου, που είχε έρθει μαζί μου επειδή είχα μια δίκη και με εκπροσωπούσε στο Κοινοβούλιο του Παρισιού για τα ρούχα που μου είχαν φτιάξει στις Ινδίες, και ήθελα να έχω πάντα το δικηγόρο μου στο πλάι μου. «Είναι η κόρη του βασιλιά», είπε, «είναι χαριτωμένη και φιλάνθρωπη· είναι κρίμα γιατί ποτέ δεν θα μπορέσει να γίνει βασίλισσα της Γαλλίας». «Πώς», του είπα, «εάν συνέβαινε η κακοτυχία να χαθούν όλοι οι συγγενείς της και όλοι οι πρίγκιπες εξ αίματος (Θεός φυλάξοι), δεν θα μπορούσε να κληρονομήσει το βασίλειο του πατέρα της;» «Όχι», είπε ο δικηγόρος, ο σαλικός νόμος αντιτίθεται κατηγορηματικά». «Και ποιος έφτιαξε αυτόν σαλικό νόμο;» είπα στο δικηγόρο. «Δεν ξέρω τίποτα», είπε, «αλλά ισχυρίζονται πως σ’ έναν αρχαίο λαό που ονομάζονταν Σαλιανοί, και που δεν ήξεραν ούτε να γράφουν ούτε να διαβάζουν, υπήρχε ένας γραπτός νόμος που έλεγε ότι σε σαλική γη το κορίτσι δεν θα μπορούσε να κληρονομήσει τους προγόνους της· και αυτός ο νόμος υιοθετήθηκε και σε μη σαλική γη».
«Ε, και λοιπόν», είπα, «εγώ τον ακυρώνω αυτόν το νόμο· με διαβεβαιώσατε πως αυτή η πριγκίπισσα είναι χαριτωμένη και φιλάνθρωπη, επομένως θα είχε ένα αναμφισβήτητο δικαίωμα στο στέμμα, εάν συνέβαινε το κακό να επιζήσει μόνον αυτή από το βασιλικό αίμα: η μητέρα μου κληρονόμησε τον πατέρα της και θέλω αυτή η πριγκίπισσα να κληρονομήσει τον δικό της». Την επομένη η υπόθεση εκδικάστηκε στο αρμόδιο δικαστήριο και έχασα τα πάντα με ομόφωνη απόφαση· ο δικηγόρος μου μου είπε ότι σε άλλο δικαστήριο θα είχα κερδίσει την υπόθεση ομοφώνως. «Αυτό είναι κωμικό», είπα, «έτσι, λοιπόν, κάθε δικαστήριο και νόμος». «Ναι», είπε, «υπάρχουν είκοσι πέντε σχολιασμοί σχετικά με το εθιμικό δίκαιο του Παρισιού. δηλαδή απέδειξαν είκοσι πέντε φορές ότι το εθιμικό δίκαιο είναι διφορούμενο εάν υπήρχαν είκοσι πέντε αρμόδια δικαστήρια, θα υπήρχαν είκοσι πέντε διαφορετικές νομολογίες. Υπάρχει», συνέχισε, «δεκαπέντε λεύγες μακριά το Παρίσι, μια επαρχία που λέγεται Νορμανδία, κι εκεί θα είχατε δικαστεί εντελώς διαφορετικά απ’ ό,τι εδώ». Αυτό μου γέννησε την επιθυμία να δω την Νορμανδία. Πήγα, λοιπόν, μ’ ένα από τα αδέρφια μου. Στο πρώτο πανδοχείο που πήγαμε συναντήσαμε ένα νέο βαθύτατα απελπισμένο· τον ρώτησα, τι συμφορά τον βρήκε και μου απάντησε ότι η συμφορά του ήταν ότι είχε ένα πρωτότοκο αδερφό. «Και πού βρίσκεται, λοιπόν, η δυστυχία, να έχετε αδερφό;» του είπα. «Ο αδερφός μου είναι πρωτότοκος και ζούμε πολύ καλά μαζί». «Αλίμονο, Κύριε», μου είπε, «ο νόμος στον τόπο μου δίνει τα πάντα στους πρωτότοκους και δεν αφήνει τίποτα στους δευτερότοκους». «Έχετε δίκιο», του είπα, «να είστε δυσαρεστημένος· στη χώρα μου τα μοιράζουν εξίσου και παρ’ όλα αυτά δεν λείπουν οι διχόνοιες».
Αυτές οι περιπετειούλες μου προξένησαν ωραίες και βαθιές σκέψεις σχετικά με τους νόμους, και είδα ότι με τους νόμους συμβαίνει ό,τι και με ρούχα μας· χρειάστηκε να φορώ έναν ντολαμά στην Κωνσταντινούπολη ένα ζιπούνι στο Παρίσι.
Εάν όλοι οι ανθρώπινοι νόμοι είναι μία σύμβαση, είπα, τότε πρέπει να φροντίζει κανείς να είναι καλές οι συναλλαγές του. Οι αστοί του Δελχί και της Άνγκρα διατείνονται ότι είχαν μια πολύ κακή συναλλαγή με τον Ταμερλάνο. Οι αστοί του Λονδίνου καμαρώνουν επειδή ήταν πολύ καλή η συναλλαγή τους με το βασιλιά Γουλιέλμο της Οράγγης. Ένας Λονδρέζος πολίτης μου έλεγε μια μέρα: «Η ανάγκη κάνει τους νόμους και η ισχύς τους κάνει σεβαστούς». Τον ρώτησα εάν η ισχύς δεν φτιάχνει κι αυτή μερικές φορές τους νόμους, κι εάν ο Γουλιέλμος ο Νόθος και Κατακτητής δεν τους έδινε διαταγές χωρίς καμιά συναλλαγή μαζί τους. «Ναι», είπε, «τότε ήμασταν βόδια, ο Γουλιέλμος μας υποδούλωσε και μας υποχρέωσε να βαδίζουμε με το βούκεντρο· από τότε γίναμε άνθρωποι, αλλά τα κέρατα μας έμειναν και όποιον θέλει να μας βάλει να οργώσουμε για δικό του λογαριασμό και όχι για μας».
Επηρεασμένος απ’ όλες αυτές τις σκέψεις, ήταν χαρά για μένα να σκέφτομαι ότι υπάρχει ένας φυσικός νόμος, ανεξάρτητος απ’ όλες τις ανθρώπινες συμβάσεις: ο καρπός της εργασίας μου πρέπει να μου ανήκει· πρέπει να τιμώ τον πατέρα μου και τη μητέρα μου· δεν έχω κανένα δικαίωμα πάνω στη ζωή του πλησίον μου και ο πλησίον μου δεν έχει κανένα δικαίωμα πάνω στη δική μου κ.λπ. Αλλά όταν συλλογίστηκα ότι από τον Χοντορλαχομόρ μέχρι τον Μεντζέλ, συνταγματάρχη των Ουσάρων, ο καθένας σκοτώνει και λεηλατεί νομίμως τον πλησίον του, με μια άδεια στην τσέπη, μ’ έπιασε μεγάλος καημός.
Μου είπαν ότι και οι κλέφτες έχουν νόμους και ότι υπήρχαν νόμοι και για τον πόλεμο. Ρώτησα τι ήταν, τέλος πάντων, αυτοί οι νόμοι του πολέμου. «Είναι», μου είπαν, «να κρεμάς ένα γενναίο αξιωματικό που, από μια δυσμενή θέση, χωρίς κανόνι, αντιστάθηκε σε μια βασιλική στρατιά· είναι να κρεμάς έναν αιχμάλωτο, εάν οι αντίπαλοι κρέμασαν έναν από τους δικούς σας· είναι να περνάς από φωτιά και τσεκούρι τα χωριά που δεν έφεραν την καθορισμένη ημέρα όλα τους τα αναγκαία τρόφιμα, σύμφωνα με τις διαταγές του αξιαγάπητου γειτονικού χωροδεσπότη». «Καλά», είπα, «ιδού το το νεύμα των Νόμων».
Αφού διδάχθηκα επαρκώς, ανακάλυψα ότι υπάρχουν σοφοί νόμοι με τους οποίους ένας βοσκός καταδικάζεται σε εννιά χρόνια καταναγκαστικά έργα, επειδή τάισε με λίγο ξένο αλάτι τα πρόβατα του. Ο γείτονας μου έχασε τα πάντα σε μια δίκη, επειδή έβαλε να κόψουν από το δάσος του δύο βελανιδιές και επειδή αμέλησε κάποιες διατυπώσεις, που δεν μπορούσε να τις ξέρει· η γυναίκα του πέθανε μέσα στη δυστυχία και ο γιος του ζει μια ζωή δυστυχισμένη. Ομολογώ πως αυτοί οι νόμοι είναι δίκαιοι, παρόλο που η εφαρμογή τους είναι κάπως σκληρή· μέμφομαι όμως τους νόμους που επιτρέπουν σε εκατό χιλιάδες άνδρες να πάνε να σφάξουν νομίμως εκατό χιλιάδες γείτονες. Μου φαίνεται ότι η φύση χάρισε στους περισσότερους ανθρώπους αρκετή ευθυκρισία για να κάνουν νόμους, αλλά όλοι οι άνθρωποι δεν έχουν σε μεγάλο βαθμό το αίσθημα του δικαίου για να κάνουν σωστούς νόμους.
Συγκεντρώστε από τη μια άκρη της γης στην άλλη απλούς και ήσυχους αγρότες: πολύ εύκολα θα συμφωνήσουν όλοι τους ότι πρέπει να επιτρέπεται να πουλούν στους γείτονες τους το παραπανίσιο σιτάρι, και ότι ο νόμος που ορίζει το αντίθετο είναι απάνθρωπος και παράλογος· ότι τα νομίσματα που αντιπροσωπεύουν την αξία των προϊόντων δεν πρέπει να αλλοιώνονται όπως δεν πρέπει ν’ αλλοιώνονται και οι καρποί της γης· ότι ένας οικογενειάρχης πρέπει να είναι αφεντικό στο σπίτι του· ότι η θρησκεία πρέπει να συγκεντρώνει τους ανθρώπους για να τους ενώνει, και όχι για να τους κάνει φανατικούς και διώκτες· ότι όσοι δουλεύουν δεν πρέπει να στερούνται τους καρπούς της δουλειάς τους για να προικίζουν την προκατάληψη και την απραξία· θα κάνουν σε μια ώρα τριάντα παρόμοιους νόμους, όλους χρήσιμους για το ανθρώπινο γένος.
Μόλις όμως καταφθάσει ο Ταμερλάνος και υποδουλώσει τις Ινδίες, δεν θα δείτε παρά αυθαίρετους νόμους. Ο ένας θα επιβαρύνει μια επαρχία για να πλουτίσει ένας τελώνης του Ταμερλάνου· ο άλλος θα θεωρήσει έγκλημα καθοσιώσεως το να πεις κακό λόγο για την ερωμένη του πρώτου καμαριέρη ενός ραγιά, ο τρίτος θα βάλει χέρι στη μισή σοδειά του γεωργού και θα του αμφισβητήσει την υπόλοιπη· τέλος, θα υπάρχουν νόμοι με τους οποίους ένας Τάταρος κλητήρας θα έρθει να αρπάξει τα παιδιά σας από την κούνια, το πιο ρωμαλέο θα το κάνει στρατιώτη, το πιο αδύναμο ευνούχο, και θα σας αφήσει τη μάνα και τον πατέρα αβοήθητους και απαρηγόρητους.
Τι αξίζει, λοιπόν, καλύτερα: να είσαι ο σκύλος ή ο υπήκοος του Ταμερλάνου; Είναι σαφές ότι η μοίρα του σκύλου είναι πολύ ανώτερη.
Τα πρόβατα ζουν σε οργανωμένη κοινωνία πολύ ήρεμα· νομίζουμε ότι έχουν πολύ πράο χαρακτήρα, επειδή δεν βλέπουμε την τεράστια ποσότητα ζώων που καταβροχθίζουν. Πιστεύεται μάλιστα ότι τα τρώνε με αφέλεια και χωρις να έχουν επίγνωση, όπως όταν εμείς τρώμε τυρί του Σασενάζ. Το δημοκρατικό πολίτευμα των προβάτων είναι η πιστή εικόνα του χρυσού αιώνα.
Ένα κοτέτσι είναι οφθαλμοφανώς το τελειότερο μοναρχικό κράτος. Δεν υπάρχει βασιλιάς που να μπορεί να συγκριθεί μ’ έναν κόκορα. Όταν περπατάει περήφανα ανάμεσα στο λαό του, δεν είναι από ματαιοδοξία. Όταν πλησιάζει ο εχθρός, δεν δίνει διαταγές στους υπηκόους του να πάνε να σκοτωθούν για λογαριασμό του, βασιζόμενος στη βέβαιη γνώση του και την παντοδυναμία του· πηγαίνει ο ίδιος στον πόλεμο, παρατάσσει τις κότες του πίσω του και μάχεται μέχρι τελικής πτώσεως. Εάν είναι ο νικητής, μόνος του ψάλλει τα επινίκια. Στη ζωή του ως πολίτης, δεν υπάρχει άλλος πιο ιπποτικός, πιο έντιμος, πιο ανιδιοτελής. Ο κόκορας έχει όλες τις αρετές. Εάν έχει στο του ράμφος έναν κόκκο στάρι, ένα σκουληκάκι, το δίνει στην πρώτη από τις υποτακτικές του που θα παρουσιαστεί. Τι ήταν ο Σολομών στο κοπάδι του μπροστά σ’ έναν αλανιάρη κόκορα στην αυλή του;
Εάν είναι αλήθεια πως τις μέλισσες τις κυβερνάει μια βασίλισσα, που όλοι οι υπήκοοι της κάνουν έρωτα μαζί της, τότε πρόκειται για μια διακυβέρνηση ακόμη τελειότερη.
Τα μυρμήγκια θεωρούνται μια θαυμάσια δημοκρατία. Είναι ανώτερη από όλα τα άλλα κράτη, αφού όλος ο κόσμος σ’ αυτήν είναι ίσος και κάθε ιδιώτης εργάζεται για την ευτυχία όλων.
Το πολίτευμα των καστόρων είναι δημοκρατικότερο από των μυρμηγκιών, εάν κρίνουμε τουλάχιστον από τα οικοδομικά τους έργα.
Οι πίθηκοι μοιάζουν περισσότερο με σαλτιμπάγκους παρά με πολιτισμένο λαό· και δεν φαίνονται να τους ενώνουν βασικοί και σταθεροί νόμοι, όπως τα προηγούμενα είδη.
Εμείς μοιάζουμε περισσότερο με τους πιθήκους παρά με οποιοδήποτε άλλο ζώο· με το χάρισμα της μίμησης, με την επιπολαιότητα των ιδεών μας ή με την αστάθεια μας, η οποία δεν μας επέτρεψε ποτέ να έχουμε μόνιμους και σταθερούς νόμους.
Αφού η φύση δημιούργησε το είδος μας και μας έδωσε κάποια ένστικτα, τη φιλαυτία για την αυτοσυντήρηση μας, τη μεγαλοθυμία για τη συντήρηση των άλλων, τον έρωτα που είναι κοινός σε όλα τα είδη και το ανεξήγητο χάρισμα να συνδυάζουμε περισσότερες ιδέες από όλα τα άλλα τα ζώα μαζί, αφού αυτός ήταν ο κλήρος που μας προόρισε, μας είπε: «Κάντε ό,τι μπορείτε».
Δεν υπάρχει κανένας καλός κώδικας σε καμία χώρα. Ο λόγος είναι προφανής· οι νόμοι έγιναν σύμφωνα με τις εποχές, τους τόπους, τις ανάγκες κ.λπ.Όταν άλλαξαν οι ανάγκες, οι νόμοι που επιβίωσαν κατάντησαν γελοίοι. Εκεί ο νόμος που απαγόρευε να τρώνε χοιρινό και να πίνουν κρασί ήταν πολύ λογικός στην Αραβία, όπου το χοιρινό και το κρασί είναι βλαβερά· στην Κωσνταντινούπολη όμως είναι παράλογος.
Ο νόμος που δίνει όλο το φέουδο στον πρωτότοκο είναι πολύ καλός σε μια περίοδο αναρχίας και λεηλασιών. Τότε ο πρωτότοκος είναι ο κυβερνήτης του πύργου, στον οποίο οι ληστές θα επιτεθούν αργά ή γρήγορα· οι υστερότοκοι θα είναι οι πρώτοι αξιωματικοί του, οι γεωργοί, οι στρατιώτες του. Αυτό που είναι επίφοβο είναι μήπως ο υστερότοκος σκοτώσει ή δηλητηριάσει τον πρωτότοκο σαλιανό άρχοντα, για να γίνει με τη σειρά του κύριος της ρημαγμένης κατοικίας, αλλά αυτές οι περιπτώσεις είναι σπάνιες, επειδή η φύση έχει συνδυάσει με τέτοιο τρόπο τα ένστικτα και τα πάθη μας ώστε αισθανόμαστε μεγαλύτερη φρίκη να σκοτώσουμε τον πρωτότοκο αδελφό μας παρά επιθυμία για να πάρουμε τη θέση του. Κι όμως, αυτός ο νόμος, που αρμόζει σε πυργοδεσπότες της εποχής του Χιλπερίχου, είναι μισητός εκί που πρόκειται να μοιραστούν εισοδήματα σε μια πόλη.
Και είναι αίσχος για το ανθρώπινο γένος να ξέρουμε ότι οι νόμοι του παιχνιδιού είναι οι μόνοι που είναι παντού δίκαιοι, σαφείς, απαραβίαστοι και οι μόνοι που εφαρμόζονται. Γιατί να υπακούουν ευχαρίστως σε ολόκληρη τη γη τον Ινδό που έδωσε τους κανόνες του σκακιού, ενώ οι επιστολές του πάπα, για παράδειγμα, αποτελούν σήμερα αντικείμενο απέχθειας και περιφρόνησης; Αυτό συμβαίνει διότι ο εφευρέτης του σκακιού συνδύασε τα πάντα με ακρίβεια για την ευχαρίστηση των παικτών, ενώ οι πάπες με τις επιστολές τους δεν προσέβλεπαν παρά μόνο στο δικό τους συμφέρον. Ο εφευρέτης θέλησε και να εξασκήσει το μυαλό των ανθρώπων και να τους ψυχαγωγεί, οι πάπες θέλησαν ν’ αποβλακώσουν το ανθρώπινο μυαλό. Έτσι η ουσία του παιχνιδιού στο σκάκι παρέμεινε η ίδια εδώ και πέντε χιλιάδες χρόνια. Είναι κοινή σε όλους τους κατοίκους της γης· οι επιστολές δεν αναγιγνώσκονται παρά μόνο στο Σπολέτο, στο Ορβιέτο, στο Λορέτο, όπου και ο πιο ασήμαντος νομοδιδάσκαλος τις απεχθάνεται και τις περιφρονεί ενδόμυχα.
Εξηγήσεις: 1. Εσσαίοι = αιρετικοί Ιουδαίοι, Πυθαγορίζοντες, 2. Οφείρ = χώρα πλούσια σε χρυσάφι, που βρισκόταν στην ΝΔ Αραβία, απ’ όπου ο Σολομών μετέφερε αρωματικά ξύλα, 3.Κοινοβούλιο του Παρισιού = Από τη Δυναστεία των καπέτων μέχρι την Επανάσταση, το Κοινοβούλιο ήταν το Ανώτατο Δικαστήριο, αποτελούμενο από ειδικούς που είχαν αποσπασθεί από τη Βασιλική Αυλή. Τα ανώτατα δικαστήρια ήταν του Παρισιού, της Γκρενόμπλ, του Μπορντό, 4. Σαλιανοί Φράγκοι = φραγκική φυλή που έζησε στις όψθες της λίμης Σάλα. Οι Σαλικοί νόμοι περιλαμβάνουν τον κανόνα που αποκλείει τις γυναίκες από τη διαδοχή στο θρόνο της Γαλλίας, 5. Γουλιέλμος της Οράγγης = πρόκειται για τον Γουλιέλμο Γ’ της Οράγγης [Χάγη 16509-1702], βασιλιά της Αγγλίας, της Σκοτίας και της Ιρλανδίας. Εκλήθη στον αγγλικό θρόνο την περίοδο της αγγλικής επανάστασης και αποδέχθηκε το συνταγματικό καθεστώς [Διακήρυξη Δικαιωμάτων, 1689], 6. Μέντζελ (Βαρόνος Johan David von Menzel) =κατεκτησε το Μόναχο το 1742, 7. Πνεύμα των Νόμων = το γνωστό βιβλίο του Ch. Montesquieu, 8. Σασενάζ = κεφαλοχώρι στο καντόνι της Ιζέρ (Γκρενόμπλ) που παράγει το νομαστό τυρί Σασενάζ, 9.Χιλπερίχος = Χιλπερίχος ο Α’ (539- 584), βασιλιάς των Φράγκων (561-584) περιβόητος για τις ακολασίες του, τη σκληρότητα του. Ο στραγγαλισμός της δεύτερης συζύγου του υπήρξε αφορμή μακρών εμφυλίων πολέμων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Υβριστικά σχόλια θα διαγράφονται αμέσως!