Βολταίρος |
Παρόλο
που πολύ λίγα άρθρα για τη νομοθεσία υπάρχουν σ' αυτές τις α
παρατιθέμενες κατά αλφαβητική σειρά σκέψεις, πρέπει εν τούτοις να πούμε
λίγα λόγια γι' αυτήν τη μορφή βασανιστηρίου ή αλλιώς, όπως λέγεται,
ανάκριση. Είναι ένας περίεργος τρόπος ν' ανακρίνουμε τους ανθρώπους.
Παρ' όλ' αυτά, δεν την επινόησαν απλώς περίεργοι άνθρωποι. Κατά τα φαινόμενα, αυτό το μέρος της νομοθεσίας μας οφείλει τη γέννηση του σε ένα ληστή.
Οι περισσότεροι από αυτούς τους κυρίους, ακόμα και σήμερα, συνηθίζουν
να σφίγγουν τα δάχτυλα, να καίνε τα πόδια και να ανακρίνουν με άλλα
βασανιστήρια όσους αρνούνται να τους πουν πού έχουν κρύψει τα χρήματα
τους.
Οι κατακτητές που διαδέχτηκαν αυτούς του κλέφτες βρήκαν ότι αυτή η επινόηση ήταν πολύ χρήσιμη για τα συμφέροντα τους·
τη χρησιμοποίησαν όταν υποψιάστηκαν ότι κάτι κακό σχεδίαζαν κάποιοι
εναντίον τους, όπως π.χ. οτι σχεδίαζαν να ζήσουν ελεύθεροι· αυτό αποτελούσε έγκλημα θείας και ανθρώπινης καθοσιώσεως.
Έπρεπε να πληροφορηθούν ποιοι ήταν οι συνένοχοι. και για να το
κατορθώσουν βασάνιζαν μέχρι θανάτου αυτούς που υποπτεύονταν, επειδή,
σύμφωνα με τη νομολογία των πρώτων αυτών ηρώων όποιος ήταν ύποπτος για μια απλή ασεβή σκέψη εναντίον τους ήταν άξιος να θανατωθεί. Από
τη στιγμή που κάποιος ήταν άξιος θανάτου ελάχιστα ενδιέφερε εάν θα τον
βασάνιζαν με φρικτό τρόπο για πολλές ημέρες και για πολλές εβδομάδες·
αυτό έχει την προέλευση του, αγνοώ πώς, στη θεότητα.
Η θεία Πρόνοια μας υποβάλλει πολλές φορές σε βασανιστήρια
χρησιμοποιώντας τις πέτρες στα νεφρά, τα τραχώματα, την ποδάγρα, το
σκορβούτο, τη λέπρα, τη σύφιλη, την ευλογιά, τη διάρρηξη των σπλάχνων,
τους σπασμούς των νεύρων και άλλους τέτοιους εκτελεστές της εκδίκησης
της θείας Πρόνοιας. Λοιπόν,
όπως οι πρώτοι άρχοντες υπήρξαν, σύμφωνα με την ομολογία των αυλικών
τους, εικόνες της Θεότητας, τη μιμήθηκαν όσο μπόρεσαν.
Το παράδοξο είναι πως στα εβραϊκά βιβλία δεν γίνεται ποτέ λόγος για ανάκριση, για βασανιστήρια. Είναι κρίμα που ένας λαός τόσο πράος, τόσο έντιμος, τόσο συμπονετικός, δεν γνώρισε ποτέ έναν τέτοιο τρόπο για να μαθαίνει την αλήθεια. Κατά τη γνώμη μου η αιτία είναι ότι δεν την είχαν ανάγκη. Ο θεός τους τη γνωστοποιούσε πάντοτε, αφού ήταν ο περιούσιος λαός του. Άλλοτε έπαιζαν την αλήθεια στα ζάρια και αυτός που είχαν υποψίες ότι ήταν ο ένοχος έριχνε πάντα εξάρες. Άλλοτε πήγαιναν στον Αρχιερέα, που συμβουλευόταν αμέσως το Θεό με το urim και το thummin. Άλλοτε απευθύνοντον στο μάντη, στον προφήτη, και καταλαβαίνετε ότι ο μάντης και ο προφήτης ανακάλυπταν και τα πιο απόκρυφα πράγματα, όπως ακριβώς και το urim και το thummin του Αρχιερέα. Ο λαός του Θεού δεν κατέληγε ποτέ όπως εμείς να ανακρίνει και να εικάζει· γι' αυτό και δεν χρειάστηκε να χρησιμοποιεί τα βασανιστήρια. Ήταν το μόνο πράγμα που έλειπε από τα ήθη του περιούσιου αυτού λαού. Οι Ρωμαίοι υπέβαλλαν σε βασανιστήρια μόνο τους σκλάβους, αλλά δεν υπολόγιζαν τους σκλάβους για ανθρώπους. Κατά τα φαινόμενα, ούτε και κάποιος σύμβουλος της Τουρνέλ μπορούσε να δη σαν όμοιο του έναν άνθρωπο που του τον έφερναν, αδύνατο, χλομό, καταβεβλημένο, με τα μάτια βαθουλωμένα, με τα γένια μακριά και βρόμικα, γεμάτο σκουλήκια που τον είχαν καταφάει στη φυλακή. Είναι σωστή απόλαυση γι' αυτόν να τον υποβάλει στο μικρό και το μεγάλο μαρτύριο, παρουσία ενός χειρούργου που του παίρνει το σφυγμό, μέχρι του σημείου να κινδυνεύει να πεθάνει, και μετά πάλι από την αρχή· και όπως το λέει πολύ καλά η κωμωδία των Συνηγόρων, «μ' αυτά και μ' αυτά περνάνε κάνα δυο ώρες». Ο βαρύγδουπος δικαστής, που αγόρασε για λίγα χρήματα το δικαίωμα να κάνει στον πλησίον του αυτά τα πειράματα, πηγαίνει να διηγηθεί στη γυναίκα του, την ώρα του φαγητού, τι έγινε το πρωί. Την πρώτη φορά η κυρία επαναστάτησε, τη δεύτερη άρχισε να της αρέσει, επειδή στο κάτω κάτω οι γυναίκες, είναι περίεργες, κι έπειτα το πρώτο πράγμα που του λέει όταν γυρίζει σπίτι με την τήβεννο είναι: «Καρδούλα μου, δεν ανακρίνατε κανέναν σήμερα;»
Οι Γάλλοι, που θεωρούνται, αγνοώ γιατί, ένας λαός εξαιρετικά ανθρωπιστής, παραξενεύονται που οι Άγγλοι, οι οποίοι είχαν την ανθρωπιά να μας πάρουν ολόκληρο τον Καναδά, παραιτήθηκαν από την απόλαυση των ανακρίσεων. Όταν πιστοποιήθηκε ότι ο Ιππότης ντε Λα Μπαρ, εγγονός ενός αντιστρατήγου, νέος άνδρας με πολύ πνεύμα και μεγάλες προσδοκίες, αλλά που είχε την απερισκεψία μιας ξέφρενης νιότης, όχι μόνο τραγούδησε άσεμνα τραγούδια, αλλά και πέρασε μπροστά από μια λιτανεία καπουτσίνων μοναχών χωρίς να βγάλει το καπέλο του, οι δικαστές της Αμπεβίλ, άνθρωποι που μπορούμε να τους συγκρίνουμε με τους Ρωμαίους συγκλητικούς, διέταξαν όχι μόνο να του ξεριζώσουν τη γλώσσα, να του κόψουν το χέρι, να τον κάψουν σε σιγανή φωτιά, αλλά και να τον υποβάλουν σε βασανιστήρια για να μάθουν με ακρίβεια πόσα τραγούδια τραγούδησε και πόσες λιτανείες παρακολούθησε με το καπέλο στο κεφάλι. Αυτή η περιπέτεια δεν συνέβη ούτε στον 12 ο ούτε στο 13 ο αιώνα, αλλά στο 18 ο. Οι ξένοι λαοί κρίνουν τη Γαλλία από τα θεάματα της, από τα μυθιστορήματα της, από τους ωραίους στίχους της, από τα κορίτσια της Όπερας, που έχουν πολύ ελαφρά ήθη, από τους χορευτές της Όπερας, που είναι τόσο χαριτωμένοι, από τη δεσποινίδα Κλερόν, που απαγγέλλει ποιήματα με μεγάλη χάρη. Δεν ξέρουν πως στο βάθος δεν υπάρχει λαός πιο σκληρός από τους Γάλλους.
Το 1700 θεωρούσαν τους Ρώσους βάρβαρους, είμαστε μόλις στο 1769· μια αυτοκράτειρα μόλις τώρα θέσπισε τέτοιους νόμους σ' αυτό το απέραντο κράτος, που θα τιμούσαν τον Μίνωα, τον Νουμά, τον Σόλωνα, αν είχαν αρκετό μυαλό για να τους επινοήσουν. Ο πλέον αξιοσημείωτος νόμος είναι η οικουμενική ανοχή, ο δεύτερος είναι η κατάργηση των βασανιστηρίων. Το αίσθημα της δικαιοσύνης και ο ανθρωπισμός οδήγησαν την πένα της· αναθεώρησε τα πάντα. Τι δυστυχία για ένα λαό που, ενώ εδώ και χρόνια είναι πολιτισμένος, καθοδηγείται ακόμα από παλιές απάνθρωπες συνήθειες! «Γιατί ν' αλλάξουμε τη νομοθεσία μας;» διερωτάται ο λαός αυτός: «Η Ευρώπη χρησιμοποιεί τους μαγείρους μας, τους ράφτες μας, τους κομμωτές μας· άρα οι νόμοι μας είναι καλοί».
Το παράδοξο είναι πως στα εβραϊκά βιβλία δεν γίνεται ποτέ λόγος για ανάκριση, για βασανιστήρια. Είναι κρίμα που ένας λαός τόσο πράος, τόσο έντιμος, τόσο συμπονετικός, δεν γνώρισε ποτέ έναν τέτοιο τρόπο για να μαθαίνει την αλήθεια. Κατά τη γνώμη μου η αιτία είναι ότι δεν την είχαν ανάγκη. Ο θεός τους τη γνωστοποιούσε πάντοτε, αφού ήταν ο περιούσιος λαός του. Άλλοτε έπαιζαν την αλήθεια στα ζάρια και αυτός που είχαν υποψίες ότι ήταν ο ένοχος έριχνε πάντα εξάρες. Άλλοτε πήγαιναν στον Αρχιερέα, που συμβουλευόταν αμέσως το Θεό με το urim και το thummin. Άλλοτε απευθύνοντον στο μάντη, στον προφήτη, και καταλαβαίνετε ότι ο μάντης και ο προφήτης ανακάλυπταν και τα πιο απόκρυφα πράγματα, όπως ακριβώς και το urim και το thummin του Αρχιερέα. Ο λαός του Θεού δεν κατέληγε ποτέ όπως εμείς να ανακρίνει και να εικάζει· γι' αυτό και δεν χρειάστηκε να χρησιμοποιεί τα βασανιστήρια. Ήταν το μόνο πράγμα που έλειπε από τα ήθη του περιούσιου αυτού λαού. Οι Ρωμαίοι υπέβαλλαν σε βασανιστήρια μόνο τους σκλάβους, αλλά δεν υπολόγιζαν τους σκλάβους για ανθρώπους. Κατά τα φαινόμενα, ούτε και κάποιος σύμβουλος της Τουρνέλ μπορούσε να δη σαν όμοιο του έναν άνθρωπο που του τον έφερναν, αδύνατο, χλομό, καταβεβλημένο, με τα μάτια βαθουλωμένα, με τα γένια μακριά και βρόμικα, γεμάτο σκουλήκια που τον είχαν καταφάει στη φυλακή. Είναι σωστή απόλαυση γι' αυτόν να τον υποβάλει στο μικρό και το μεγάλο μαρτύριο, παρουσία ενός χειρούργου που του παίρνει το σφυγμό, μέχρι του σημείου να κινδυνεύει να πεθάνει, και μετά πάλι από την αρχή· και όπως το λέει πολύ καλά η κωμωδία των Συνηγόρων, «μ' αυτά και μ' αυτά περνάνε κάνα δυο ώρες». Ο βαρύγδουπος δικαστής, που αγόρασε για λίγα χρήματα το δικαίωμα να κάνει στον πλησίον του αυτά τα πειράματα, πηγαίνει να διηγηθεί στη γυναίκα του, την ώρα του φαγητού, τι έγινε το πρωί. Την πρώτη φορά η κυρία επαναστάτησε, τη δεύτερη άρχισε να της αρέσει, επειδή στο κάτω κάτω οι γυναίκες, είναι περίεργες, κι έπειτα το πρώτο πράγμα που του λέει όταν γυρίζει σπίτι με την τήβεννο είναι: «Καρδούλα μου, δεν ανακρίνατε κανέναν σήμερα;»
Οι Γάλλοι, που θεωρούνται, αγνοώ γιατί, ένας λαός εξαιρετικά ανθρωπιστής, παραξενεύονται που οι Άγγλοι, οι οποίοι είχαν την ανθρωπιά να μας πάρουν ολόκληρο τον Καναδά, παραιτήθηκαν από την απόλαυση των ανακρίσεων. Όταν πιστοποιήθηκε ότι ο Ιππότης ντε Λα Μπαρ, εγγονός ενός αντιστρατήγου, νέος άνδρας με πολύ πνεύμα και μεγάλες προσδοκίες, αλλά που είχε την απερισκεψία μιας ξέφρενης νιότης, όχι μόνο τραγούδησε άσεμνα τραγούδια, αλλά και πέρασε μπροστά από μια λιτανεία καπουτσίνων μοναχών χωρίς να βγάλει το καπέλο του, οι δικαστές της Αμπεβίλ, άνθρωποι που μπορούμε να τους συγκρίνουμε με τους Ρωμαίους συγκλητικούς, διέταξαν όχι μόνο να του ξεριζώσουν τη γλώσσα, να του κόψουν το χέρι, να τον κάψουν σε σιγανή φωτιά, αλλά και να τον υποβάλουν σε βασανιστήρια για να μάθουν με ακρίβεια πόσα τραγούδια τραγούδησε και πόσες λιτανείες παρακολούθησε με το καπέλο στο κεφάλι. Αυτή η περιπέτεια δεν συνέβη ούτε στον 12 ο ούτε στο 13 ο αιώνα, αλλά στο 18 ο. Οι ξένοι λαοί κρίνουν τη Γαλλία από τα θεάματα της, από τα μυθιστορήματα της, από τους ωραίους στίχους της, από τα κορίτσια της Όπερας, που έχουν πολύ ελαφρά ήθη, από τους χορευτές της Όπερας, που είναι τόσο χαριτωμένοι, από τη δεσποινίδα Κλερόν, που απαγγέλλει ποιήματα με μεγάλη χάρη. Δεν ξέρουν πως στο βάθος δεν υπάρχει λαός πιο σκληρός από τους Γάλλους.
Το 1700 θεωρούσαν τους Ρώσους βάρβαρους, είμαστε μόλις στο 1769· μια αυτοκράτειρα μόλις τώρα θέσπισε τέτοιους νόμους σ' αυτό το απέραντο κράτος, που θα τιμούσαν τον Μίνωα, τον Νουμά, τον Σόλωνα, αν είχαν αρκετό μυαλό για να τους επινοήσουν. Ο πλέον αξιοσημείωτος νόμος είναι η οικουμενική ανοχή, ο δεύτερος είναι η κατάργηση των βασανιστηρίων. Το αίσθημα της δικαιοσύνης και ο ανθρωπισμός οδήγησαν την πένα της· αναθεώρησε τα πάντα. Τι δυστυχία για ένα λαό που, ενώ εδώ και χρόνια είναι πολιτισμένος, καθοδηγείται ακόμα από παλιές απάνθρωπες συνήθειες! «Γιατί ν' αλλάξουμε τη νομοθεσία μας;» διερωτάται ο λαός αυτός: «Η Ευρώπη χρησιμοποιεί τους μαγείρους μας, τους ράφτες μας, τους κομμωτές μας· άρα οι νόμοι μας είναι καλοί».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Υβριστικά σχόλια θα διαγράφονται αμέσως!