Γιώργος Οικονόμου |
Του κ. Γιώργου Οικονόμου [http://www.oikonomouyorgos.blogspot.gr/], Διδάκτορος Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης. Από το συλλογικό βιβλίο, υπό την εποπτεία και επιμέλεια του κ. Κώστα Λάμπου, Διδάκτορος στο Freie Universitaet Berlin, "Η Άμεση Δημοκρατία στον 21 ο αιώνα" [ εκδοτικό ΝΗΣΙΔΕΣ, έκδοση 2013, σελίδες 77-95].
Από τις 25 Μαΐου 2011, που άρχισαν οι συγκεντρώσεις και οι συνελεύσεις στις πλατείες της χώρας και ιδιαιτέρως στην πλατεία Συντάγματος με αίτημα την άμεση δημοκρατία, γράφτηκαν και ειπώθηκαν για την τελευταία τόσα, όσα δεν είχαν γραφεί από συστάσεως νεοελληνικού κράτους. Γέμισαν ξαφνικά τα Μ.Μ.Ε. και τα κοινωνικά μέσα δικτύωσης από «ειδήμονες» και «ερμηνευτές» της άμεσης δημοκρατίας. Οι περισσότεροι δεν είχαν γράψει πριν κάτι σχετικό ούτε τους είχε απασχολήσει ποτέ το ζήτημα ή είχαν εκφρασθεί αρνητικά, όμως επειδή η άμεση δημοκρατία βρέθηκε στην επικαιρότητα,αναγκάσθηκαν να γράψουν γι' αυτήν. Αρκετά από αυτά ήταν διαστρεβλωτικά, απαξιωτικά, γεμάτα παρερμηνείες, προέρχονταν δε και από τον αριστερό χώρο.
Περιεχόμενο της δημοκρατίας.
Μία μερίδα της Αριστεράς θεωρεί πως η αθηναϊκή πολιτεία του 5ου-4ου αιώνα π.Χ. δεν ήταν δημοκρατία, επειδή υπήρχαν τάξεις, επειδή ήταν ταξική κοινωνία. Η αλήθεια είναι πως μέχρι σήμερα όλες οι κοινωνίες ήταν ταξικές, όμως είχαν διαφοροποιήσεις στα πολιτεύματα τους, στις αξίες, στον πολιτισμό και στην αντιμετώπιση των μελών τους. Πράγματι, ταξικές κοινωνίες ήταν οι αρχαίες τυραννίδες, ολιγαρχίες, βασιλείες και αριστοκρατίες, οι φεουδαρχίες και οι απολυταρχίες, τα στρατιωτικά δικτατορικά καθεστώτα, τα σημερινά αντιπροσωπευτικά πολιτεύματα, τα δικτατορικά των ανατολικών «σοσιαλιστικών» κρατών, τα μουσουλμανικά αραβικά καθεστώτα και τα ολοκληρωτικά (φασισμός, ναζισμός, σταλινισμός). Όλα αυτά, όμως, δεν ταυτίζονται ούτε μπαίνουν στην ίδια κατηγορία, και φυσικά έχει μεγάλη σημασία και διαφορά αν ζεις υπό ολοκληρωτικό ή κοινοβουλευτικό καθεστώς. Αυτή η αριστερή αντίληψη ισοπεδώνει τα πολιτεύματα και τις κοινωνίες, δεν βλέπει τις μεγάλες ή ουσιαστικές διαφορές μεταξύ τους στο όνομα της, κατά τον Μαρξ, «αναπόφευκτης» αταξικής κοινωνίας.
Στο πλαίσιο αυτό θεωρείται πως η άμεση δημοκρατία δεν δύναται να υπάρξει, εάν δεν καταργηθεί η ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, εάν δεν καταργηθούν οι κεφαλαιοκρατικές σχέσεις παραγωγής, εάν δεν εγκαθιδρυθεί ο «σοσιαλισμός», ο «κομμουνισμός» και η αταξική κοινωνία. Έτσι,στην αντίληψη αυτή, η άμεση δημοκρατία ταυτίζεται με την «κατάργηση της εργατικής τάξης και της μισθωτής εργασίας», με τον «κομμουνισμό». Είναι εμφανές πως αυτά απηχούν μαρξιστικούς και κομμουνιστικούς χώρους, επαναλαμβάνουν τα παλαιά απαξιωμένα ιδεολογήματα, προσπαθώντας να τα ανανεώσουν με νέα μορφή, αυτή της άμεσης δημοκρατίας.
Μία πρώτη απάντηση στην άποψη αυτή είναι πως εκεί που η ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής αντικαταστάθηκε από την κρατική και κομματική ιδιοκτησία δημιουργήθηκαν δικτατορικά και ανελεύθερα καθεστώτα, ακριβώς για να εξασφαλίσουν τη μονοκομματική γραφειοκρατική εξουσία (πρώην ανατολικές δικτατορίες γνωστές με το όνομα «λαϊκές δημοκρατίες», «σοσιαλιστικά» ή «κομμουνιστικά» καθεστώτα που ακόμη και σήμερα διάφοροι αριστεροί αποκαλούν με τον άστοχο όρο «υπαρκτός σοσιαλισμός»). Δεν υπήρξε πουθενά και ποτέ, έστω για δείγμα, ένα σοσιαλιστικό ή κομμουνιστικό καθεστώς με ελευθερίες, δικαιώματα, εκλογές κ.λπ. Συνεπώς τα ζητήματα της κατάργησης της ατομικής ιδιοκτησίας και της εγκαθίδρυσης του «κομμουνισμού» δεν είναι τόσο απλά και αυτονόητα όσο θεωρούνται από ορισμένους, γι' αυτό ακριβώς χρειάζεται εξαντλητική και ουσιαστική ενημέρωση, ελεύθερη συζήτηση, δημόσια διαβούλευση και αβίαστη απόφαση του συνόλου της κοινωνίας. Ο σκοπός είναι η πειθώ και η αυξημένη πλειοψηφία. Αυτές οι προϋποθέσεις μπορούν να υπάρξουν μόνο σε μία αμεσοδημοκρατική κοινωνία.
Έτσι ερχόμαστε στο επόμενο επιχείρημα κατά της ταύτισης άμεσης δημοκρατίας και κομμουνισμού, που έχει σχέση με το θέμα της προτεραιότητας μεταξύ των δύο. Το περιεχόμενο της άμεσης δημοκρατίας δεν μπορεί να καθορισθεί εκ των προτέρων, από αυθαίρετες προσωπικές προθέσεις και επιθυμίες, διότι ο προκαθορισμός αυτός αντίκειται προς τη βασική αρχή του αυτοκαθορισμού. Επί πλέον, η άμεση δημοκρατία δεν προκύπτει από κάποια ιστορική, οικονομική, φυσική ή ανθρωπολογική αναγκαιότητα, δεν απορρέει από κάποιους αντικειμενικούς νόμους, ιστορικούς ή κοινωνικούς, ή από κάποια άλλη τελεολογία, δεν είναι εγγεγραμμένη στα ανθρώπινα γονίδια ούτε στη φύση. Είναι ανθρώπινο δημιούργημα και κοινωνική δυνατότητα. Οπότε και η πολιτική συμμετοχή δεν είναι αποτέλεσμα κάποιου φυσικού ενστίκτου ή ειδολογικού χαρακτηριστικού, αλλά κάτι που αποκτάται με θέληση και αγώνα, κάτι στο οποίο (αυτο)εκπαιδεύεται κανείς.
Όπως το ιστορικό και εννοιολογικό της πλαίσιο υποδηλώνει, η δημοκρατία είναι πρωτίστως η αυτοκυβέρνηση των ανθρώπων, η κατάργηση του διαχωρισμού τους σε κυβερνήτες και υπηκόους, σε εξουσιαστές και εξουσιαζόμενους, σε αυτούς που αποφασίζουν και σε αυτούς που εκτελούν. Είναι η άμεση συμμετοχή όλων των πολιτών σε όλες τις μορφές εξουσίας χωρίς αντιπροσώπους και κόμματα, συμμετοχή στη λήψη των αποφάσεων, στη θέσπιση των νόμων, στην απονομή του δικαίου και στον έλεγχο της εξουσίας. Στην άμεση δημοκρατία όλα τα ζητήματα είναι αντικείμενα δημόσιας διαβούλευσης και συλλογικής απόφασης από την κοινωνία. Προαπαιτούμενο για τη συζήτηση τους είναι η συγκρότηση ενός ουσιαστικού δημοσίου χώρου, όπου οι πολίτες με ανοικτές συνελεύσεις θα ενημερώνονται, θα συζητούν και θα αποφασίζουν για το μέλλον τους.
Προηγείται, λοιπόν, η εγκαθίδρυση της άμεσης δημοκρατίας, η πολιτική ισότητα, και έπεται η συζήτηση περί οικονομικής ή κοινωνικής ισότητας. Η άμεση δημοκρατία δεν είναι οικονομικό και κοινωνικό καθεστώς, αλλά πρωτίστως πολιτικό και βεβαίως ανοικτό σε μετέπειτα προτάσεις. Η προτεραιότητα ανήκει στην πολιτική και όχι στην οικονομία. Το αντίστροφο οδηγεί στον μαρξιστικό οικονομισμό στον οποίο είναι εγκλωβισμένη η Αριστερά. Έτσι, ο «κομμουνισμός» και η «κατάργηση της εργατικής τάξης και της μισθωτής εργασίας» δεν μπορεί να είναι προαποφασισμένα θεωρητικά ζητήματα από διανοουμένους, «ειδικούς» και κομματικές μειοψηφίες, που θα θελήσουν να τα επιβάλουν με τον οποιονδήποτε βίαιο τρόπο, χωρίς τη συγκατάθεση της κοινωνίας, όπως έγινε στο παρελθόν στις πρώην ολοκληρωτικές «σοσιαλιστικές» και «κομμουνιστικές» χώρες με τα γνωστά οικτρά αποτελέσματα. Είναι μεταδημοκρατικά ζητήματα και, όπως όλα, εκφράζονται και υλοποιούνται σε ένα πλαίσιο θεσμών και νόμων, με τους οποίους λειτουργεί και τους οποίους εγκαθιδρύει η ίδια η αμεσοδημοκρατική κοινωνία [Αναλυτικά για τις αρχές, τους θεσμούς και τα επιχειρήματα της άμεσης δημοκρατίας, βλ. Οικονόμου Γ.Ν., Η άμεση δημοκρατία και η κριτική του Αριστοτέλη, Αθήνα, 2007].
Η άμεση δημοκρατία δεν έχει κανένα πρότυπο και μοντέλο ούτε οποιοδήποτε συγκεκριμένο, καθορισμένο και δεσμευτικό εκ των προτέρων περιεχόμενο, άρα ούτε τον «σοσιαλισμό», τον «κομμουνισμό» ή την «αταξική κοινωνία». Πολύ περισσότερο ουδεμία σχέση έχει με την περιβόητη «δικτατορία του προλεταριάτου» (ή τη δικτατορία του «προλεταριακού κόμματος») που ήταν και είναι καταστατική αρχή του μαρξισμού, του κομμουνισμού, του λενινισμού, του σταλινισμού, του μαοϊσμού. Αυτές οι διακηρύξεις βρίσκονται στον αντίποδα της άμεσης δημοκρατίας και της αυτοκυβέρνησης, διότι ευνοούν την αντιπροσώπευση, το κόμμα, τη γραφειοκρατία, την κάθετη ιεραρχική οργάνωση, τον διαχωρισμό σε «ειδικούς» και μη ειδικούς, σε αυτούς «που ξέρουν» και αυτούς που «δεν ξέρουν», σε κομματικούς γραφειοκράτες και εκτελεστές. Γι' αυτό οι διακηρύξεις περί «σοσιαλισμού» και «κομμουνισμού» αποτελούν συνθήματα των αποτυχημένων σοσιαλιστικών και κομμουνιστικών κομμάτων, των τροτσκιστικών, σταλινικών, μαοϊκών αποκομμάτων και κάποιων μαρξιστών διανοουμένων.
Τρίτο επιχείρημα: ο μαρξισμός και ο κομμουνισμός δεν είχαν ποτέ καλές σχέσεις με την άμεση δημοκρατία, όχι μόνο στο πρακτικό επίπεδο των θεσμών αλλά και στο θεωρητικό. Η αδυναμία ή η άρνηση να ενσωματωθεί η άμεση δημοκρατία στη σκέψη της Αριστεράς έχει τις ρίζες στους ιδρυτές του κομμουνισμού, τον Μαρξ και τον Ένγκελς, οι οποίοι στο καταγωγικό ιδεολογικό κείμενο τους, στο Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος (1848), ουδόλως ασχολούνται με τη δημοκρατία, ούτε άλλωστε και στα μεταγενέστερα έργα τους [Βλ. Οικονόμου Γ.Ν., Από την κρίση του κοινοβουλευτισμού στη δημοκρατία, Αθήνα, 2009, σ. 77-78. Κάποιες γενικές θεωρητικές σκέψεις εκφράζει ο Μαρξ μόνο στην Κριτική της εγελιανής φιλοσοφίας του κράτους και του δικαίου (1843-44)]. Αλλά και οι μετέπειτα μαρξιστές συγγραφείς, όπως ο Λούκατς, ο Γκράμσι ή οι στοχαστές της Σχολής της Φραγκφούρτης, δεν μπόρεσαν να διατυπώσουν μία θεωρία δημοκρατίας [Ο Α. Γκράμσι, αν και υποστήριξε τα εργοστασιακά συμβούλια στη διαμάχη του με τα Συνδικάτα στην Ιταλία τη διετία 1919-1920, παρέμεινε λενινιστής και τελικώς συντάχθηκε, όχι χωρίς επιφυλάξεις, με τη σταλινική πλειοψηφία, τόσο ως προς τα οργανωτικά προβλήματα (μπολσεβικοποίηση και πόλεμος εναντίον των τάσεων) όσο και ως προς τα στρατηγικά (δικτατορία του προλεταριάτου, οικοδόμηση του σοσιαλισμού σε μία χώρα)]. Μάλιστα ο Habermas, νεότερος απόγονος της τελευταίας, κατέληξε υποστηρικτής του φιλελευθερισμού και του αντιπροσωπευτικού πολιτεύματος το οποίο εκλαμβάνει ως δημοκρατία [Βλ. Καβουλάκος Κ., «Κράτος δικαίου και δημοκρατία στον .). Ηαοβιτηαβ», Αξιολογικά, αρ. 13, Απρίλιος 2000]. Η ίδια απουσία της δημοκρατίας διαπιστώνεται και στους στοχαστές της γαλλικής μαρξιστικής σχολής του Αλτουσέρ, στην οποία ανήκαν ο Μπαλιμπάρ και ο Ρανσιέρ, που, ανανήψαντες εν μέρει, προσπαθούν τελευταίως να συλλαβίσουν με δυσκολία το εγχειρίδιο της δημοκρατίας. Από την πλευρά τους ο Μπαντιού και ο Ζίζεκ είναι μίλια μακριά, γοητευμένοι από τα ιδεώδη του κομμουνισμού και του σταλινισμού. Το αρνητικό των σημερινών υποστηρικτών της κομμουνιστικής ιδεολογίας είναι το ότι δεν διευκρινίζουν πώς θα πραγματοποιηθούν ο «σοσιαλισμός», ο «κομμουνισμός» και η «αταξική κοινωνία». Τουλάχιστον τα παραδοσιακά κομμουνιστικά κόμματα εξηγούσαν πώς θα γίνουν αυτά: με την «προλεταριακή επανάσταση» υπό την καθοδήγηση της «επαναστατικής πρωτοπορίας» που εκφράζεται από το Κομμουνιστικό Κόμμα, με την εγκαθίδρυση σε πρώτο στάδιο της «δικτατορίας του προλεταριάτου», του «σοσιαλισμού», με απώτερο στόχο τον «κομμουνισμό» και την «αταξική κοινωνία». Οι σχετικές συνταγές αποτυχίας υπάρχουν στα βιβλία του Λένιν, του Τρότσκι, του Μάο κ. ά. Αυτά όλα, όμως, σήμαιναν την πρωτοκαθεδρία του κόμματος και της δογματικής θεωρίας, άρα την απουσία της πολιτικής και της κοινωνίας, τα οποία είναι οι πυλώνες του δημοκρατικού προτάγματος. Ένα άλλο επιχείρημα είναι πως ο κομμουνισμός και ο σοσιαλισμός δεν υπήρξαν προτάγματα της κοινωνίας, αλλά κοινωνικών και πολιτικών μειοψηφιών που εκφράζονταν συνήθως από τα Κομμουνιστικά Κόμματα. Ως μειοψηφίες κατέλαβαν στρατιωτικώς με εμφύλιο ή πραξικοπηματικούς την εξουσία, δίνοντας διά της προπαγάνδας την εντύπωση πως ήταν πλειοψηφίες. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν οι πρώην ανατολικοευρωπαϊκές και ασιατικές δικτατορίες των Κομμουνιστικών Κομμάτων, οι λεγόμενες «λαϊκές δημοκρατίες», βασισμένες στην ανελευθερία, στην ανισότητα και σε αντιδημοκρατικές πρακτικές. Επειδή ακριβώς ήταν μειοψηφίες, επέβαλαν τις δικτατορίες για να επιβιώσουν και να συντηρηθούν. Εναπομείναντα δείγματα είναι η Κούβα, η Κίνα και η Β. Κορέα. Όπως, λοιπόν, έδειξε η Ιστορία και οι εμπράγματες μορφές τους, τα προτάγματα του μαρξιστικού σοσιαλισμού και κομμουνισμού συνεισέφεραν στην εγκαθίδρυση και εδραίωση του αυταρχισμού και της ετερονομίας. Συνεπώς δεν μπορούν να συνεισφέρουν στην ανάδυση του προτάγματος της αυτονομίας.
Αυτό μας οδηγεί στο πέμπτο επιχείρημα εναντίον της ταύτισης άμεσης δημοκρατίας και κομμουνισμού. Το πρόταγμα της αυτονομίας, όταν αναδύθηκε, δεν είχε ως πρόταση τον κομμουνισμό και την αταξική κοινωνία. Είχε πρωτίστως την απελευθέρωση από κατεστημένες αυταρχικές κοσμικές και θρησκευτικές εξουσίες, την κατοχύρωση ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ατομικών ελευθεριών, την απαίτηση ελευθερίας, δικαιοσύνης, ισότητας και δημοκρατίας, και οδήγησε σε πολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές κατακτήσεις. Όλες σχεδόν οι γνήσιες εξεγέρσεις και επαναστάσεις που έγιναν στην Ιστορία στηρίχθηκαν στην άμεση συμμετοχή των ανθρώπων, στον αυτοκαθορισμό και στην αυτοοργάνωσή τους: αγγλική επανάσταση του 1688, συνελεύσεις πολιτών στην αμερικανική επανάσταση του 1776, sections de Paris στη γαλλική επανάσταση του 1789, τα σοβιέτ το 1905 και το 1917 (πριν την εξουδετέρωση τους από τον Λένιν και τους μπολσεβίκους), τα εργατικά συμβούλια στην Ισπανία του 1936, η ουγγρική εξέγερση το 1956, τα κινήματα αμφισβήτησης της δεκαετίας του 1960 σε όλο σχεδόν τον δυτικό κόσμο και κυρίως ο Μάης του 1968 στη Γαλλία [Περισσότερα για τα κινήματα αυτά βλ. Λάμπος Κ., Άμεση δημοκρατία και αταξική κοινωνία. Η μεγάλη πορεία της ανθρωπότητας προς την κοινωνική ισότητα και τον Ουμανισμό, Θεσσαλονίκη, 2012]. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το εργατικό κίνημα στις απαρχές του, που είχε ως στόχους τις ιδέες του μετασχηματισμού της κοινωνίας και της αυτοκυβέρνησης των παραγωγών, όπως συναντώνται λ.χ. στις εφημερίδες και στην οργάνωση των Άγγλων εργατών από το 1810 έως το 1840, δηλαδή πολύ πριν από την εμφάνιση του Μαρξ και της ιδέας του κομμουνισμού.
Όσον αφορά στην Ελλάδα, μπορούμε να πούμε πως το πρόταγμα της αυτονομίας ανεφάνη δύο μόνο φορές: την πρώτη με το αντιδικτατορικό φοιτητικό κίνημα της περιόδου 1972-1973 με κορύφωση την εξέγερση και την κατάληψη του Πολυτεχνείου τον Νοέμβριο του 1973 [Βλ. Οικονόμου Γ.Ν., Πολυτεχνείο: Αυτοοργάνωση και αυτονομία (1993), στο Παπαχρήστος Δ., (επιμ.), Το Πολυτεχνείο ζει; Όνειρα - Μύθοι - Αλήθειες, Αθήνα, 2004. Επίσης Οικονόμου Γ.Ν., Αυτοσυγκράτηση και αυτονομία του αντιδικτατορικού φοιτητικού κινήματος, Η Αυγή, 16.11.2003] και τη δεύτερη με το κίνημα στις πλατείες το 2011 για την άμεση δημοκρατία [Βλ. Γ.Ν. Οικονόμου, Ο δρόμος προς την άμεση δημοκρατία, Η Εποχή, 31.7.2011. Και Γ.Ν. Οικονόμου, Αμεση δημοκρατία στο Σύνταγμα, Ελευθεροτυπία, 19.8.2011. Διαθέσιμα, όπως και τα προηγούμενα, στο site oikonomouyorgos.blogspot.com.]. Και στις δύο περιπτώσεις αυτό που διακατείχε τα άτομα που συμμετείχαν ήταν η επιδίωξη της ελευθερίας, της λαϊκής κυριαρχίας και της δημοκρατίας. Σε καμία περίπτωση δεν τέθηκε το θέμα του σοσιαλισμού, του κομμουνισμού και της αταξικής κοινωνίας. Αντιθέτως, το εμπνεόμενο από το Κ.Κ.Ε. και άλλες παρεμφερείς οργανώσεις κίνημα του Ε.Α.Μ. και του Ε.ΛΑ.Σ. (1942-1945), δεν είχε καμία σχέση με την αυτονομία και τη δημοκρατία. Από την αρχή μέχρι το τέλος ήταν ένα γραφειοκρατικό, ελεγχόμενο από τα πάνω κίνημα που είχε ως στόχο, εκτός βεβαίως του αγώνα κατά των ναζί κατακτητών, την εγκαθίδρυση ανελεύθερου καθεστώτος παρόμοιου με αυτό των ανατολικών κομμουνιστικών δικτατοριών («λαοκρατία»), υπό την καθοδήγηση του Κ.Κ.Ε., όπως απέδειξε και η πραξικοπηματική προσπάθεια κατάληψης της εξουσίας τον Δεκέμβριο του 1944 και ο μετέπειτα εμφύλιος του 1946-1949 [Βλ. Α. Στίνας, Αναμνήσεις, Αθήνα, 1985. Και Α. Στίνας, Ε Α ΜΕΛΑΣ ΟΠΛΑ, Αθήνα, 1984. Επίσης Κ. Καστοριάδης, Ακυβέρνητη κοινωνία, Αθήνα, 2010, σ. 39-40. Και Κ. Καστοριάδης, Η άνοδος της ασημαντότητας, Αθήνα, 2000, σ. 112].
Εκλεκτό παράδειγμα άμεσης δημοκρατίας είναι η αθηναϊκή του 5ου-4ου π.Χ. αιώνα, χωρίς αυτό να σημαίνει πως αυτή εκλαμβάνεται ως πρότυπο ή μοντέλο, ως ιδανική και παραδείσια κατάσταση. Αναφέρεται για το γεγονός πως ήταν το μόνο «παράδειγμα» άμεσης δημοκρατίας που είχε ζωή δύο περίπου αιώνων και έδωσε θεσμούς, έννοιες, επιχειρήματα και σημαντικό πολιτισμό, τα οποία αποτελούν σημαντική παρακαταθήκη για την ανθρωπότητα. Ο αθηναϊκός δήμος δεν κατάργησε το οικονομικοκοινωνικό σύστημα της εποχής, έλαβε όμως σημαντικά οικονομικά και κοινωνικά μέτρα για τα κατώτερα στρώματα, φορολογώντας μόνο τα ανώτερα.Όλες σχεδόν οι άλλες προσπάθειες απέτυχαν να εγκαθιδρύσουν καθεστώς άμεσης δημοκρατίας, είτε από δικές τους αδυναμίες, είτε από την άγρια καταστολή της εξουσίας, είτε και από τα δύο μαζί. Αποτελούν εν τούτοις συμβολές στο πρόταγμα της αυτονομίας, αφού ανέδειξαν τον αμεσοδημοκρατικό αντιγραφειοκρατικό τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας και έδωσαν μορφές που συνέβαλαν στην εξέλιξη της ανθρώπινης αυτογνωσίας και ελευθερίας. Ταυτοχρόνως, όμως, συνιστούν και αρνητικά παραδείγματα για τον τρόπο εφαρμογής των ιδεών τους, άρα η μελέτη τους είναι απαραίτητη για μελλοντικ;eς κινήσεις .
Τέλος, οι στοχαστές που ασχολήθηκαν με την άμεση δημοκρατία και ανέδειξαν τις αρχές της δεν έθεσαν ποτέ ως περιεχόμενο της τον «σοσιαλισμό» ή τον «κομμουνισμό»: από την αρχαία εποχή οι φιλόσοφοι Πρωταγόρας, Δημόκριτος και Αριστοτέλης, πολιτικοί όπως ο Περικλής, ο Δημοσθένης, ο Λυκούργος, έως τη νεότερη εποχή ο Σπινόζα και ο Ρουσσώ, και τη σύγχρονη η Άρεντ και ο Καστοριάδης.
Συνεπώς η αντίληψη που ταυτίζει την άμεση δημοκρατία και τον «κομμουνισμό» είναι πολύ προβληματική. Εκφράζεται δε από μία Αριστερά η οποία, υπό το βάρος τόσο της παταγώδους αποτυχίας των κομμουνιστικών καθεστώτων και των μαρξιστικών ιδεολογιών όσο και του ρεύματος εσχάτως υπέρ της άμεσης δημοκρατίας, αναγκάζεται να επιχειρήσει την οικειοποίηση του ρεύματος αυτού για λογαριασμό της. Προσπαθεί, έτσι, να βρίσκεται στην επικαιρότητα ή στη μόδα, να προσελκύσει ψηφοφόρους και επί πλέον να καλύψει το μεγάλο κενό της θεωρητικής της ένδειας. Πρόκειται, δηλαδή, για παλαιά δοκιμασμένη τακτική, και με χεγκελιανή ορολογία, για «πανουργία του αριστερού λόγου».
Εάν, όμως, η συζήτηση απογαλακτισθεί από κομματικούς, μαρξιστικούς ιδεολογικούς και τελεολογικούς όρους, μπορεί να βρει το σωστό πολιτικό της πλαίσιο. Η πολιτική ισότητα εξαρτάται οπωσδήποτε από την οικονομική, η οποία δεν μπορεί να υπάρξει παρά με την κοινωνικοποίηση των σημαντικών τουλάχιστον τομέων της παραγωγής. Εν προκειμένω κοινωνικοποίηση σημαίνει τη συλλογική διαχείριση της παραγωγής από τους ίδιους τους παραγωγούς, όχι από κόμματα, συνδικαλιστές και γραφειοκράτες. Το πώς, όμως, θα γίνει αυτό μένει να διερευνηθεί. Περαιτέρω μπορούν να προταθούν η αύξηση του ελεύθερου χρόνου, η υπέρβαση του καταναλωτισμού και της καταναλωτικής ιδεολογίας, η αποανάπτυξη, η ανατροπή της κυρίαρχης σημασίας της διαρκούς οικονομικής μεγέθυνσης, της προτεραιότητας της οικονομίας και του κέρδους. Αυτά σχετίζονται με την οικονομική ισότητα, την ισότητα μισθών, εισοδημάτων, τα οποία, όμως, προϋποθέτουν μία δημοκρατική κοινωνία για τη συζήτηση τους, όπως προανέφερα.
Τα παραπάνω εκτεθέντα δεν σημαίνουν καθ' οιονδήποτε τρόπο ότι συνηγορούν υπέρ μιας φορμαλιστικής ή διαδικασιοκρατικής αντίληψης περί δημοκρατίας. Δεν αγνοούν, δηλαδή, το θετικό ή ουσιαστικό περιεχόμενο της, όπως τουλάχιστον εκτίθεται από την πλευρά της ίδιας της αθηναϊκής δημοκρατίας στον εξαίρετο «Επιτάφιο» του Περικλή: Φιλοκαλούμεν τε γαρ μετ'ευτέλειας και φιλοσοφούμεν άνευ μαλακίας (ζούμε εμφορούμενοι από τον έρωτα του κάλλους και της σοφίας). Συμπληρώνεται δε με τον έρωτα της ελευθερίας και του κοινού αγαθού, του δημοσίου συμφέροντος. Το περιεχόμενο αυτό καθορίζει και οριοθετεί επίσης το αντικείμενο της πολιτικής θέσμισης στη δημοκρατική πολιτεία [Κ. Καστοριάδης, Η ελληνική ιδιαιτερότητα, τόμ. Β' (Αθήνα 2008), σ. 248-249 και τόμ. Γ' (Αθήνα 2011), σ. 209]. Περιεχόμενο της άμεσης δημοκρατίας είναι επίσης η ισότητα, η δικαιοσύνη, τα δικαιώματα, οι ατομικές ελευθερίες, η εξατομίκευση, η αυτοδιαχείριση, η αλληλεγγύη. Επίσης, ο ενδελεχής και ουσιαστικός έλεγχος κάθε εξουσίας από τον δήμο, ο απολογισμός των αξιωματούχων και η ανά πάσα στιγμή ανακλητότητά τους, είναι η απαραίτητη προϋπόθεση για την πάταξη της διαφθοράς, άρα για τη συνύπαρξη πολιτικής και ηθικής που τόσο διατυμπανίζεται από τους σύγχρονους ηθικολόγους και ηθικούς φιλοσόφους. Ιδού λοιπόν τα ηθικά, πολιτικά και ανθρωπιστικά περιεχόμενα της άμεσης δημοκρατίας-το αξιακό περιεχόμενο της, το οποίο δύναται να εξασφαλισθεί μόνο από τη μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία.
Λένιν και Κομμουνιστικό Κόμμα κατά της δημοκρατίας.
Μία άλλη σύγχυση που υπήρξε αφορά στην υποτιθέμενη σχέση άμεσης δημοκρατίας και ολοκληρωτισμού. Μερικοί έφθασαν μέχρι του σημείου να υποστηρίξουν πως η άμεση δημοκρατία οδηγεί στον ολοκληρωτισμό. Η επιχειρηματολογία τους δεν είναι σοβαρή για πολλούς λόγους, μεταξύ των οποίων επειδή ταυτίζουν λανθασμένα την άμεση δημοκρατία με τα δημοψηφίσματα και το αστικό «κράτος δικαίου». Επί πλέον, δεν ανέφεραν ιστορικά παραδείγματα, παρά μόνο τα σοβιέτ και το κομμουνιστικό καθεστώς στη Ρωσία. Όμως εδώ γίνεται μία λαθροχειρία. Το γεγονός πως η χώρα που προέκυψε μετά τον Οκτώβριο 1917, με κορμό τη Ρωσία, είχε την ονομασία «Ένωση Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Πολιτειών» ή απλώς «Σοβιετική Ένωση» ουδόλως σήμαινε πως αυτή ήταν άμεση δημοκρατία ή πως τα σοβιέτ είχαν κάποια ουσιαστική εξουσία. Αντιθέτως, όπως εξηγώ συνοπτικώς στα επόμενα, η ουσιαστική εξουσία ανήκε εξ ολοκλήρου στο Κομμουνιστικό Κόμμα και στον κρατικό μηχανισμό, ήταν δε καθαρή δικτατορία.
Μετά τον Οκτώβριο του 1917 ο Λένιν και οι Μπολσεβίκοι κατάφεραν να σφετερισθούν την εξουσία των πολλών (σοβιέτ) με χειραγώγηση και ποδηγέτηση, και να επιβάλουν με βία και τρομοκρατία την κομματική γραφειοκρατία και δικτατορία, την οποία ονόμασαν «λαϊκή δημοκρατία», «σοσιαλισμό» ή «κομμουνισμό». Η αποδυνάμωση και εξαφάνιση των σοβιέτ δεν οφείλεται σε καμία ιστορική και πολιτική αναγκαιότητα, όπως υποστηρίζουν οι αμετανόητοι λενινιστές, αλλά στις λενινιστικές μεθοδεύσεις και στις μπολσεβίκικες μηχανορραφίες. Η αντιδημοκρατική συμπεριφορά του λενινισμού-μπολσεβικισμού εκδηλώθηκε σε πολλές περιπτώσεις: ανατροπή της προσωρινής κυβέρνησης, πραξικοπηματική κατάληψη της εξουσίας, κατάργηση της Συντακτικής Συνέλευσης και των γενικών εκλογών, κατάργηση των ατομικών ελευθεριών και ανθρωπίνων δικαιωμάτων, εξόντωση των αντιφρονούντων και όλων των διαφορετικών πολιτικών δυνάμεων (Μενσεβίκοι, Σοσιαλεσέροι, Εργατική Αντιπολίτευση), καθώς και των κοινωνικών-πολιτικών κινημάτων (Κομμούνα της Κρονστάνδης, κίνημα του Μάχνο).
Οι εξοντώσεις και οι εκκαθαρίσεις οφείλονταν στην έμμονη ιδέα του Λένιν ότι κατείχε την «επιστημονική αλήθεια» και ότι αυτή ήταν ο μοναδικός δρόμος για την εγκαθίδρυση του σοσιαλισμού. Άλλωστε στην αρχή που εμφανίσθηκαν τα σοβιέτ (1905) ο Λένιν δεν μπορούσε να τα καταλάβει, διότι υπερέβαιναν και ανέτρεπαν το σχήμα που είχε στο μυαλό του: την «επαναστατική πρωτοπορία», δηλαδή το κόμμα, που θα εισήγε την «επαναστατική συνείδηση» στους εργάτες και θα οδηγούσε την «επανάσταση» στον νικηφόρο «σοσιαλισμό». Για τον ιδρυτή του ρωσικού Κομμουνιστικού Κόμματος, η αυτοοργάνωση, η αυτενέργεια και η αυτόνομη δυναμική των εργατών και των άλλων κοινωνικών στρωμάτων ήταν εντελώς αδιανόητη. Οι λενινιστές, βεβαίως, επικαλούνται το Κράτος και επανάσταση (1917) στο οποίο ο Λένιν αναφέρεται με ευνοϊκό τρόπο στη βάση και στην αποδυνάμωση του κράτους. Είναι, άλλωστε, το μόνο έργο στο οποίο έχουμε τέτοιες ενδείξεις, αλλά παρέμεινε στο στάδιο των θεωρητικών διερευνήσεων, διότι μετά επικράτησε η κομματική, γραφειοκρατική και αυταρχική αντίληψη που οδήγησε σε βίαιη καταστολή. Αξίζει να αναφερθεί ενδεικτικώς η περίπτωση της Κρονστάνδης (1921) κατά την οποία οι εξεγερμένοι είχαν ως σύνθημα το «Όλες οι εξουσίες στα σοβιέτ και όχι στο Κόμμα» και απαιτούσαν την εφαρμογή του Συντάγματος του 1918 που διεκήρυττε πως όλη η εξουσία ανήκε στα σοβιέτ. Είναι εμφανές πως η Κρονστάνδη αποτελούσε εμπόδιο στα αυταρχικά γραφειοκρατικά σχέδια του Λένιν και γι' αυτό διέταξε την ολοσχερή καταστολή της από τον Κόκκινο Στρατό. Ο απολογισμός ήταν πολλές χιλιάδες νεκροί και τραυματίες, 8.000 πρόσφυγες στη γειτονική Φινλανδία και εκκαθαρίσεις 15.000 ναυτών από τον στόλο [Βλ. Ida Mett, Κομμούνα της Κρονστάνδης, Αθήνα, 1972, σ. 61-62]. Από την πλευρά των αριστερών προβάλλεται ένα επιχείρημα που υποστηρίζει ότι τα σοβιέτ δεν μπορούσαν να λάβουν γρήγορες αποφάσεις για όλη την κοινωνία και γι' αυτό χρειαζόταν προς τούτο επειγόντως μία εκτελεστική εξουσία και ενδιάμεσα όργανα, δηλαδή η γραφειοκρατία του κομμουνιστικού κόμματος. Το ερώτημα εν προκειμένω είναι: πώς δικαιολογούνται τα λενινιστικής και μπολσεβίκικης αποδοχής συνθήματα: «Όλη η εξουσία στα σοβιέτ» και «Σοσιαλισμός σημαίνει σοβιέτ συν εξηλεκτρισμός»; Τα συνθήματα αυτά δύο πράγματα ενδέχεται να σημαίνουν: είτε ότι πιστεύεις πραγματικά και εργάζεσαι εντός των σοβιέτ για να τα καταστήσεις την ουσιαστική εξουσία, είτε ότι πιστεύεις πως το κόμμα έχει την αλήθεια και την πρωτοκαθεδρία, οπότε τα σοβιέτ πρέπει να αποτελέσουν τα εργαλεία του. Ο Λένιν και οι μπολσεβίκοι πίστευαν το δεύτερο: αντί να εμπιστευθούν τα σοβιέτ και να προσπαθήσουν να τα κάνουν όργανα αποφάσεων και θέσπισης νόμων, προσπάθησαν να τα αποδυναμώσουν και να μεταφέρουν τα κέντρα της εξουσίας και των αποφάσεων στο κόμμα και στο κράτος. Επιχείρησαν, δηλαδή, να ελέγξουν τα σοβιέτ και να τα χρησιμοποιήσουν ως κομματικά όργανα, ως εργαλεία των σκοπών τους, πράγμα που στο τέλος κατάφεραν, με αποτέλεσμα την αποδυνάμωση και τη γραφειοκρατικοποίησή τους, καθώς και τη γραφειοκρατικοποίηση όλου του κοινωνικοπολιτικού βίου [Ο Α. Πάνεκουκ, (Τα εργατικά συμβούλια, Αθήνα, 1996, σ. 104-105) γράφει: «Όταν το κόμμα σχημάτισε κυβέρνηση, τα σοβιέτ εξαλείφθηκαν βαθμιαίως και από όργανα αυτοδιεύθυνσης περιορίσθηκαν σε ρόλο βοηθητικών οργάνων του κυβερνητικού μηχανισμού [...] Οι εργάτες δεν είναι περισσότερο κύριοι των μέσων παραγωγής από όσο στον δυτικό καπιταλισμό. Εκείνος που τους δίνει μισθό και τους εκμεταλλεύεται είναι το κράτος, ο μοναδικός καπιταλιστής, ένας καπιταλιστής μαμούθ». Ο Πάνεκουκ είχε δηλώσει (Proletarier 7-8, 1927) πως «από το 1918 μέχρι σήμερα κάθε κεφάλαιο της ευρωπαϊκής ιστορίας μπορεί να τιτλοφορείται: Η ήττα της επανάστασης»].
Οι αυταρχικές και αντιδημοκρατικές ενέργειες του Λένιν και των μπολσεβίκων, η παραγκώνιση των σοβιέτ και των άλλων πολιτικών δυνάμεων, ο σφετερισμός της εξουσίας προς όφελος της ολιγαρχίας του μπολσεβίκικου κόμματος, είχαν ολέθρια αποτελέσματα. Κατ' αρχάς προκάλεσαν τον εμφύλιο πόλεμο και επέβαλαν κατάσταση εκτάκτου ανάγκης. Στη συνέχεια, οδήγησαν στο ανελεύθερο αυταρχικό καθεστώς της κομματικής γραφειοκρατίας, που με τη σειρά του αποτέλεσε τη βάση και την προϋπόθεση για την εγκαθίδρυση του σταλινικού ολοκληρωτισμού. Τη μετεξέλιξη των πολιτικών γεγονότων του Οκτωβρίου 1917 σε αυτά τα αντιδημοκρατικά αποτελέσματα, με ευθύνη του Λένιν και των μπολσεβίκων, είχε προβλέψει από πολύ νωρίς η Ρόζα Λούξεμπουργκ -επίσης μαρξίστρια κομμουνίστρια- σε δύο οξυδερκή κείμενα της [Ρ. Λούξεμπουργκ, Οργανωτικά ζητήματα της ρωσικής σοσιαλδημοκρατίας (1904) και Κριτική της ρωσικής επανάστασης (1918). Επίσης ο Καρλ Κάουτσκι, θεωρητικός της Β' Διεθνούς, εξέφρασε τις επιφυλάξεις και την κριτική του σε τρία κείμενα του: Η δικτατορία του προλεταριάτου (1918), Τρομοκρατία και κομμουνισμός (1919), Από τη δημοκρατία στη σκλαβιά του κράτους (1921). Ήδη από το 1918 έγραφε πως ο βολονταρισμός των Ρώσων μπολσεβίκων, που πίστευαν πως η θέληση και η αποφασιστικότητα του κόμματος αρκούσαν για όλα, δεν μπορεί παρά να οδηγήσει στην καταστροφή. Ο Λεόν Μπλουμ το 1920 είχε προειδοποιήσει για τον δεσποτικό μηχανισμό που τέθηκε σε εφαρμογή από τον Λένιν. Η αναρχική Έμμα Γκόλντμαν, Η απογοήτευση μου στη Ρωσία, Αθήνα 2009, ζώντας τα γεγονότα από κοντά στη Ρωσία επί δύο έτη (1920-1921)κατήγγειλε τα εγκλήματα του καθεστώτος, γράφοντας πως «οι Μπολσεβίκοι είναι οι ιησουίτες της σοσιαλιστικής επανάστασης: πιστεύουν στο απόφθεγμα ότι ο σκοπός δικαιώνει τα μέσα»]. Έτσι, το μεγάλο έλλειμμα στη Ρωσία μετά τον Οκτώβριο του 1917 ήταν η ελευθερία και η άμεση δημοκρατία, και όχι, όπως λέγεται από τους αριστερούς, τα «ενδιάμεσα σώματα», τα απαραίτητα δήθεν για να λαμβάνουν γρήγορες αποφάσεις τις οποίες επέβαλε η συγκυρία. Άλλωστε και στις άλλες χώρες του ανατολικού και ασιατικού στρατοπέδου, στις οποίες δεν υπήρξαν σοβιέτ, ο ολοκληρωτισμός επιβλήθηκε και λειτούργησε με τον ίδιο τρόπο κατάληψης της υπάρχουσας εξουσίας από τα αντίστοιχα Κομμουνιστικά Κόμματα, τα οποία δεν είχαν καμία σχέση με την άμεση δημοκρατία.
Συνεπώς, αυτό που οδήγησε στον αυταρχισμό, στη δικτατορία του Κομμουνιστικού Κόμματος και, τέλος, στον σταλινικό ολοκληρωτισμό δεν ήταν τα σοβιέτ, αλλά αντιθέτως η αδυναμία τους να αποσοβήσουν τη γραφειοκρατικοποίηση και τον λενινισμό. Ο Λένιν και ο μπολσεβικισμός ήταν η αιτία της αποδυνάμωσης των σοβιέτ, της εξαφάνισης της άμεσης δημοκρατίας, της διόγκωσης της κρατικής και κομματικής γραφειοκρατίας και της επιβολής τους επί της κοινωνίας. Ο Λένιν ήταν ο αληθινός δημιουργός του ολοκληρωτισμού [Κ. Καστοριάδης, Μαρξισμός-Λενινισμός: Η κονιορτοποίηση (1990), στο Η άνοδος της ασημαντότητας, Αθήνα, 2000, σ. 58. Βλ. επίσης A. Arendt, Το ολοκληρωτικό σύστημα, Αθήνα 1988. Κ. Παπαϊωάννου, Η γένεση του ολοκληρωτισμού (1959), Αθήνα, 1991].
Τα οράματα του σοσιαλισμού, του κομμουνισμού και της αταξικής κοινωνίας ενταφιάσθηκαν στα ερείπια των ολοκληρωτικών κομμουνιστικών καθεστώτων το 1989. Αυτό που κυρίως ενταφιάσθηκε ήταν η ελπίδα πως υπήρχε η δυνατότητα τα καθεστώτα αυτά να μεταρρυθμισθούν και να γίνουν ελεύθερα με ένα άλλο είδος «δημοκρατικού σοσιαλισμού», που να είναι ελκυστικός σε Δύση και Ανατολή. Χάθηκε, δηλαδή, η προοπτική ότι το μέλλον θα είναι σοσιαλιστικό και κομμουνιστικό. Έκτοτε είναι αδύνατον να τεθεί το μέλλον υπό οποιαδήποτε κομματική, ιδεολογική ή μεσσιανική αιγίδα. δεν μπορούμε να το σκεφθούμε με τα εργαλεία του μαρξισμού-λενινισμού.Κατέρρευσε, επομένως, και ένα είδος σκέψης που έδινε το πλαίσιο σε ορισμένους να σκέπτονται την ιστορία, την κοινωνία, τον άνθρωπο και τον ίδιο τον εαυτό τους. Μάλιστα ο μαρξικός «ιστορικός υλισμός» είχε θεωρηθεί επιστήμη που θα αντικαθιστούσε τον στοχασμό για την ιστορία και την κοινωνία - «η επιστημολογική τομή» του Αλτουσέρ. Διαλύθηκαν σημασίες όπως η παραδοσιακή έννοια της επανάστασης με σκοπό την κατάληψη της εξουσίας, η γραμμική εξέλιξη της ιστορίας προς μία αταξική κοινωνία, η «πρόοδος» και οι «προοδευτικές δυνάμεις», οι «οικονομικοί και κοινωνικοί νόμοι», ο «επαναστατικός προορισμός» της εργατικής τάξης, ο «επιστημονικός σοσιαλισμός». Με άλλα λόγια κατέρρευσε μία κοσμοθεωρητική αντίληψη -κομμουνισμός και μαρξισμός-λενινισμός- που μετρούσε πάνω από έναν αιώνα ζωής [Για κριτική του μαρξισμού βλ. τα σχετικά κείμενα του Κ. Παπαϊωάννου και Κ. Καστοριάδη. Του τελευταίου βλ. «Μαρξισμός και επαναστατική θεωρία» (1965), στο Η φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας, Αθήνα, 1981]. Έκτοτε η Αριστερά έχει μεγάλο πρόβλημα να συλλάβει και να φαντασθεί το μέλλον - μαζί της και ένα σημαντικό μέρος της κοινωνίας. Όμως, όπως σημειώνει ο Karl Mannheim αν δεν μπορούμε να φαντασθούμε το μέλλον, δεν μπορούμε να ερμηνεύσουμε το παρελθόν. Αυτό έχει πάθει και η Αριστερά: δεν δύναται να ερμηνεύσει κριτικά το παρελθόν, να δει τα αίτια για τα τερατώδη συστήματα του κομμουνιστικού ολοκληρωτισμού, να απαλλαγεί από τα φαντάσματα του παρελθόντος και να ενταχθεί στο πρόταγμα της δημοκρατίας. Δεν προβληματίζεται για ποιο λόγο όλα τα καθεστώτα που κατέλαβαν την εξουσία στο όνομα του Μαρξ, του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού δεν μπόρεσαν να εγκαθιδρύσουν ένα δημοκρατικό ανθρώπινο πολίτευμα. Ούτε ένα. Δεν αναρωτιέται αν υπάρχουν θανάσιμα λάθη στη θεωρία, άρα και στους στόχους, ώστε να τα δει και να τα διερευνήσει. Η Αριστερά αρνείται να καταλάβει άτι η κριτική στον καπιταλισμό δεν σημαίνει αναγκαστικώς γραφειοκρατικό «σοσιαλισμό» ή μαρξικό «κομμουνισμό». Επιμένει σε σοσιαλιστικές φαντασιώσεις και κομμουνιστικά ιδεολογήματα κλισέ που νομίζει ότι θα επενδύσει με νέο περιεχόμενο.
Όμως δεν υπάρχει κάποιο άλλο αγνό νόημα του σοσιαλισμού ή του κομμουνισμού που οι μεταγενέστερες γενεές μαρξιστών-λενινιστών να ανακαλύψουν, κρυμμένο στα γραπτά του Μαρξ, του Ένγκελς, του Λένιν, του Τρότσκι ή οποιουδήποτε άλλου. Οι όροι αυτοί είναι «γυμνά ονόματα», κελύφη κενά περιεχομένου. Δυστυχώς, το μόνο νόημα τους ήταν αυτό που υπήρξε και έλαβε θεσμική μορφή στις ανατολικές χώρες - είναι αυτό που μεταφέρεται από τα αποτυχημένα κομμουνιστικά κόμματα. Το δημιουργικό όραμα που μπορεί να δοθεί στο μέλλον από το σκεπτόμενο κοινωνικό πράττειν είναι η άμεση δημοκρατία, απαραίτητη προϋπόθεση για οποιονδήποτε άλλον στόχο, για οικονομική και κοινωνική ισότητα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Υβριστικά σχόλια θα διαγράφονται αμέσως!