![]() |
Χρήστος Γιανναράς |
Χρήστος Γιανναράς, ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 15-2-1998.
Κοινότοπη
διαπίστωση: τα πολιτικά κόμματα στην
Ελλάδα σήμερα δεν έχουν πολιτικό λόγο. Αντιλαμβάνονται την πολιτική σαν
τεχνική διαχείρησης [ή διεκδίκησης] της εξουσίας. Διαφοροποιούνται
με κριτήρια επάρκειας ή ανεπάρκειας των στελεχών τους [“ποιοι θα τα
καταφέρουν καλύτερα”]. Ερώτημα πρώτο και ουσιώδες: Θέλουν τα κόμματα να έχουν πολιτικό λόγο; Ερώτημα δεύτερο,
προϋποθετικό του πρώτου: Ξέρουν τι
σημαίνει πολιτικός λόγος; Την
κοινότοπη αρχική διαπίστωση τη βεβαιώνουν με πληθωρικές επαναλήψεις οι ίδιοι οι
πολιτικοί: είναι το στερεότυπο επιχείρημα που χρησιμοποιεί κάθε εσωκομματική
αντιπολίτευση προκειμένου να αμφισβητήσει την κομματική της ηγεσία. Τα δυο
ερωτήματα που ακολουθούν τη διαπίστωση, συνάγονται με την απλή λογική: [από τον
τρόπο με τον οποίο οι εσωκομματικές αντιπολιτεύσεις καταλογίζουν και οι
κομματικές ηγεσίες αρνούνται την ανυπαρξία πολιτικού λόγου].
Η αντιπαράθεση
αποκαλύπτει δυο διαφορετικές εκφάνσεις μιας ενιαίας σύγχυσης: πολλοί νομίζουν
ότι πολιτικός λόγος είναι η εμπεριστατωμένη και τεκμηριωμένη κριτική των διαχειριστικών
απόψεων ή ενεργειών του κομματικού αντιπάλου, μαζί με τη διαμόρφωση συγκεκριμμένων
αντιπροτάσεων διαχείρισης επίκαιρων ή χρόνιων προβλημάτων
της χώρας. Άλλοι [η δεύτερη έκφανση της σύγχυσης] ταυτίζουν τον πολιτικό λόγο
με την “ιδεολογική ταυτότητα” του κόμματος, που την αντιλαμβάνονται με
παιδαριώδεις γενικολογίες, όπως: πίστη στον “φιλελευθερισμό” και στις αρχές της
“ελεύθερης αγοράς” ή πίστη
στο “κοινωνικό κράτος” και στη “μείωση των οικονομικών ανισοτήτων”.
Θα μπορούσε να
μελετήσει κανείς και τις δυο εκφάνσεις της σύγχυσης ως τυπικά συμπτώματα
ψυχολογικής άμυνας απέναντι στις απαιτήσεις της πραγματικότητας. Ό,τι στην
καθημερινή γλώσσα ονομάζουμε “στρουθοκαμιλισμό” είναι προϊόν ή
συμπαθούς μικρόνοιας ή ψυχολογικής ατολμίας και φυγής από την
πραγματικότητα, εξωραϊσμένης με ρητορικές και ιδεολογικές επικαλύψεις. Η
διάκριση ισχύει και για το χώρο των επαγγελματιών της πολιτικής. Η διάκριση
ισχύει και για το χώρο των επαγγελματιών της πολιτικής. Ίσως με πλεονάζουσα [σε
σύγκριση με άλλους επαγγελματικούς χώρους] τη μικρόνοια. Στις δημόσεις
συζητήσεις που μας προσφέρονται ως τηλεοπτικό θέαμα τυχαίνει [σπανιότατα] να
εμφανίζονται ως συνομιλητές πολιτικών ανδρών ή και κομματικών
αρχηγών κάποιοι πραγματικοί ειδήμονες [συνήθως πανεπιστημιακοί ερευνητές ή έμπειροι της πρακτικής] του συζητούμενου θέματος. Ο λόγος τους κομίζει στιβαρή
γνώση, σοβαρότητα, δημιουργική φαντασία–ανοίγει απρόβλεπτους ορίζοντες,
εντοπίζει καίριες λύσεις προβλημάτων. Τέτοιους ειδήμονες γνωρίζουν οι πολιτικοί
και στις κοινωνικές τους αναστροφές ή συναντούν τα κείμενα
τους στον ημερήσιο και περιοδικό τύπο. Μιλώ για έμπειρους αναλυτές
συγκεκριμένων προβλημάτων [εθνικής στρατηγικής, διπλωματικής τακτικής,
λειτουργίας της οικονομίας, εκπαιδευτικής πρακτικής] όχι για ελεύθερους
στοχαστές επιφυλιδογράφους. Θα υπέθετε κανείς ότι τέτοια σπάνια συναπαντήματα
θα τα αξιοποιούσαν αμέσως και με αγαθή απληστία οι πολιτικοί. Την άλλη κιόλας
μέρα θα επιδίωκαν να συνατηθούν με αυτούς τους ανθρώπους, να συζητήσουν άνετα
μαζί τους, να διευρύνουν την ενημέρωση και τον προβληματισμό τους, να
μαθητεύουν διακριτικά στην ποιότητα της κατάρτισης και της σκέψης του άλλου. Να
εξασφαλίσουν τη συχνή συναναστροφή με αυτό το ανθρώπινο δυναμικό, να
επωφεληθούν προσωπικά από τέτοιες γνωριμίες και επαφές. Μια εξειδικευμένη
έρευνα θα μπορούσε να αποδείξει, ό,τι εδώ μόνο ως αφοριστική πιστοποίηση μπορεί
να εκτεθεί: μπροστά στην ανθρώπινη
ποιότητα οι επαγγελματίες της πολιτικής σήμερα τρέπονται ευγενικά σε φυγή. Θα
κολακέψουν με επαίνους τον ταλαντούχο συνομιλητή τους, θα επιδείξουν έκτακτο
ενδιαφέρον για τις απόψεις του και θα φροντίσουν η συνάντηση να μην
επαναληφθεί. Θα ξαναγυρίσουν την άλλη μέρα στο οικείο κομματικό περιβάλλον με
τους παγιωμένους κλειστούς προβληματισμούς, τις στερεότυπες συζητήσεις, τη
χιλιοφθαρμένη γλώσσα. Στην καλύτερη περίπτωση, ένας ευφυής πολιτικός θα θυμηθεί
μια τέτοια ευκαιριακή γνωριμία για να ζητήσει από τον συνομιλητή, που εφ΄ άπαξ
τον εντυπωσίασε, να του γράψει ένα λόγο προς εκφώνηση ή ένα άρθρο για
να δημοσιευτεί με την υπογραφή του πολιτικού. Δικαιολογείται βάσιμη υποψία ότι
ο θεσμοποιημένος [εδώ και δεκάξι χρόνια] ευτελισμός του πανεπιστημιακού λειτουργήματος
[η νομοθετημένη εξομοίωση αρμοδιοτήτων και ευθυνών ανεξάρτητα από την ακαδημαϊκή
ιεράρχηση, η προκλητική υποβάθμιση των τυπικών προσόντων για την “προαγωγή”
στις πανεπιστημιακές βαθμίδες, η ταπεινωτική εξάρτηση του πρυτανικού αξιώματος
από το κομματικό παρασκήνιο, κ..α.] σηματοδοτεί μια θελημένη ρήξη της πολιτικής
με τα πανεπιστήμια, καθόλου άσχετη με την απίσχναση ή την ανυπαρξία
πολιτικού λόγου. Μοιάζει σαν οι κομματικές ηγεσίες να αισθάνονται [ή
να επιδιώκουν] μια στεγανή αυτάρκεια που τροφοδοτείται μόνο από την εμπειρία
της καθημερινής τριβής με την πολιτική πρακτική. Ωσάν να αρνούνται ή
να φοβούνται τον συγχρωτισμό και την άμεση σύνδεση με ιδέες, προβληματισμούς
και προτάσεις ανθρώπων με έγκυρη καλλιέργεια, δοκιμασμένη ποιότητα και
δημιουργική φαντασία. Σε αυτή την εντύπωση θα μπορούσε να αντιταχθεί το γεγονός
ότι κάποιος αριθμός πανεπιστημιακών στελεχώνει τα πολιτικά μας κόμματα ή
περιφέρεται [άλλοτε διακριτικά και άλλοτε όχι] στις αυλές των κομμάτων και
χρησιμοποιείται σε πολλές κρατικές θέσεις. Όμως ένα τέτοιο γεγονός θα αναιρούσε
την εντύπωση της θελημένης ρήξης πανεπιστημίων και πολιτικής, αν αποδεικνύονταν
ότι η παρουσία στα κόμματα προήλθε από την ανάγκη των πολιτικών και όχι από
μικροφιλοδοξίες των ακαδημαϊκών δασκάλων. Αν είχαμε τεκμήρια ότι αυτή η
παρουσία δηλώνει ανανέωση του πολιτικού λόγου [τουλάχιστον] και όχι αλλοτριωτική
αφομοίωση των πανεπιστημιακών στην εμπορευματοποίημένη επαγγελματική πολιτική.
Το σίγουρο είναι
ότι ο πολιτικός λόγος δεν μπορεί να υπάρξει όταν η πολιτική απομονώνεται από το
κοινωνικό σώμα και το αντιμετωπίζει μόνο σαν πεδίο καλλιέργειας τεχνητών εντυπώσεων.
Πολιτικός λόγος γεννιέται μόνο όταν η ουσιαστική ποιότητα μιας κοινωνίας
εκβάλει [άμεσα ή έμμεσα] στην πολιτική. Γιατί πολιτικός λόγος είναι η διασάφηση εκείνων των πρωταρχικών
κοινωνικών στόχων που συναρθρώνουν τις επιμέρους πολιτικές σκοπεύσεις, ενοποιούν
και νοηματοδοτούν ένα πολιτικό πρόγραμμα, επικεντρώνουν και γ΄ αυτό συνεγείρουν
την κοινωνική δυναμική. Όταν πίσω από την πολιτική δεν υπάρχει μια αφιλόκερδη
και γρηγορούσα διανόηση, πολιτικός λόγος είναι αδύνατο να αρθρωθεί. Ειδικά
σήμερα που η πολιτική καλείται να αναμετρηθεί με τις συνέπειες ενός παγιωμένου
ανθρωπολογικού και κοινωνικού μηδενισμού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Υβριστικά σχόλια θα διαγράφονται αμέσως!