Παρασκευή 15 Μαρτίου 2013

Οι χάριτες του Πολέμου!



Θουκυδίδης

Θουκυδίδης, Ιστορίαι, Βιβλίο Ζ', παράγραφοι 27-30. [Σε μετάφραση Ελευθερίου Βενιζέλου].
27.  Κατά το ίδιον θέρος, ήλθαν εις τάς Αθήνας χίλιοι τετρακόσιοι πελτασταί έκ τών μαχαιροφόρων Θρακών τής φυλής τών Δίων, οί όποιοι επρόκειτο νά συνοδεύσουν τόν Δημοσθένη είς Σικελίαν. Άλλ’ έπειδή έφθασαν πολύ αργά, οί Αθηναίοι έσκέπτοντο νά τους στείλουν οπίσω. Διότι, έκαστου πελταστού λαμβάνοντος ήμερήσιον μισθόν δραχμής μιας, η διατήρησις αυτών έφαίνετο δαπάνη υπερβολική, ένεκα ίδίως τής καταστάσεως, τήν οποίαν έδημιούργει ό έκ Δεκέλειας διεξαγόμενος κατ’ αυτών πόλεμος. Διότι, αφότου η Δεκέλεια, όχυρωθείσα κατά τάς αρχάς του θέρους τούτου ύπό ολοκλήρου τού στρατού, κατείχετο ώς διαρκής απειλή κατά τής χώρας, τό πρώτον μεν ύπ’ αυτού, έπειτα δέ ύπό φρουράς, τήν οποίαν παρείχαν κατά ώρισμένα χρονικά διαστήματα αί διάφοροι πόλεις άλληλοδιαδόχως, η κατοχή αυτής έπροξένει μεγάλας ζημίας είς τους Αθηναίους και διά τών οικονομικών καταστροφών και τών ανθρωπίνων απωλειών, τάς οποίας επέφερε, συνετέλεσεν υπέρ πάν άλλο εις τήν ήθικήν και ύλικήν έξάντλησιν τής πόλεως.
Καθόσον προηγουμένως αι εισβολαί ήσαν μικράς διαρκείας και επομένως δεν έμπόδιζαν τήν έκμετάλλευσιν του έδάφους κατά τό λοιπόν διάστημα του έτους. Τότε όμως η κατοχή ήτο συνεχής και η χώρα υφίστατο άπαύστους έπιδρομάς, ότέ μέν ύπό πολυαριθμοτέρων έχθρων, άλλοτε δέ πάλιν ύπό της συνήθους φρουράς, ή οποία άναγκαστικώς έζη έκ της λεηλασίας. Ό βασιλεύς τών Λακεδαιμονίων Αγις, παριστάμενος αυτοπροσώπως, κατηνάλισκεν όλην του τήν δραστηριότητα είς τήν διεξαγωγήν του πολέμου. Τά παθήματα τών Αθηναίων ήσαν άνεκδιήγητα. Διότι και τό έδαφός των όλόκληρον είχαν στερηθή, και πλέον τών είκοσι χιλιάλων δούλων, εκ τών οποίων πολλοί ήσαν τεχνίται, είχαν αυτομολήσει, και τά πρόβατα και τά υποζύγια είχαν καταστροφή, και έπειδή τό ίππικόν εύρίσκετο καθ” έκάστην έπί ποδός, είτε ενεργούν έπιδρομάς κατά της Δεκέλειας, είτε περιπολούν είς διάφορα σημεία τής χώρας, άλλοι μέν έκ τών ίππων έγίνοντο χωλοί ως έκ τών συνεχών ταλαιπωριών έπί τραχέος έλάφους και άλλοι έτραυματίσοντο.
28. Καί η εισαγωγή τών τροφίμων έξ Ευβοίας, η οποία έγίνετο προηγουμένως ταχύτερον διά του Ωρωπού καί του έδάφους της Δεκελείας, έγίνετο ήδη λαπανηροτέρα διά θαλάσσης, λιότι ήναγκάζοντο νά τήν κάμνουν, κάμπτοντες τό Σούνιον. Αλλωστε, η πόλις ήτο υποχρεωμένη νά είσάγη κάθε τι έξωθεν καί αί Αθήναι αντί πόλεως κατέστησαν φρούριον. Καθόσον οί Αθηναίοι, τήν μέν ήμέραν έφρούρουν έπί τών επάλξεων κατά σειράν, τήν νύκτα όμως, έκτος τών Ιππέων, όλοι ανεξαιρέτως οί άλλοι ήσαν υποχρεωμένοι νά φρουρούν συγχρόνως, άλλοι μέν είς τά λιάφορα φυλακεία, καί άλλοι έπί τού τείχους, καί θέρος καί χειμώνα, καί ώς έκ τούτου κατεπονούντο. Άλλ’ ό, τι προ πάντων έπίεζεν αυτούς, ήτον η ανάγκη τής διεξαγωγής δύο συγχρόνως πολέμων, τους
οποίους άλλωστε διεξήγαν μέ τοιαύτην ίσχυρογνωμοσύνην, τήν οποίαν, αν ήκουε κανείς ότι έπελείχθη είς παρελθούσαν έποχήν, θά έθεώρει άπίστευτον. Διότι απίστευτον τωόντι ήτο ότι και αυτός ό αποκλεισμός των διά τής όχυρώσεως τής Δεκελείας ύπό τών Πελοποννησίων δέν τους ήνάγκασε νά εκκενώσουν τήν Σικελίαν, άλλ’ έξηκολούθουν ν’ αποκλείουν έκεί δι’ ομοίου τρόπου τάς Συρακούσας, πόλιν αυτήν καθ’ έαυτήν όχι μικροτέραν τών Αθηνών, και ότι θά διέψευδαν διά τής δυνάμεως καί τής τόλμης των τόσον πολύ τους υπολογισμούς τών Ελλήνων, έκ τών οποίων, κατά τάς αρχάς του πολέμου, άλλοι μέν ένόμιζαν, ότι, αν οί Πελοποννήσιοι εισβάλλουν είς τήν Άττικήν, οί Αθηναίοι δέν θ’ άνθέξουν ενός έτους, άλλοι πλέον τών δύο καί άλλοι πλέον τών τριών, κανείς όμως δέν ύπέθετεν, ότι θ’ άνθέξουν περισσότερον, ώστε δέκα επτά όλα έτη μετά τήν πρώτην είσβολήν, ένώ ήδη ήσαν καθ’ όλα έξηντλημένοι έκ του πολέμου, νά έλθουν είς Σικελίαν καί αναλάβουν νέον πόλεμον, ούδαμώς μικρότερον άπό τον πόλεμον κατά τών Πελοποννησίων, είς τόν όποιον ήσαν ήδη περιπεπλεγμένοι. Ενεκα τών λόγων τούτων καί τών μεγάλων ζημιών, τάς οποίας ύφίσταντο τότε έκ τής Δεκελείας, καί τών άλλων δαπανών, αί όποίαι έπέπεσαν βαρείαι επάνω των, περιήλθαν είς μεγίστην οίκονομικήν στενοχωρίαν. Κατά τήν αυτήν συγχρόνως έποχήν, επέβαλαν είς τους υπηκόους συμμάχους καί τόν δασμόν πέντε τοις εκατόν έπί τής αξίας τών διά τών συμμαχικών λιμένων είσαγομένων καί εξαγομένων εμπορευμάτων, είς άντικατάστασιν του κατ’ άποκοπήν φόρου, νομίζοντες, ότι θά εισπράττουν τοιουτοτρόπως μεγαλήτερα ποσά. Διότι, ένώ αί δαπάναι δέν έμειναν είς τό πρώην έπίπεδον, άλλ’ ύψώθησαν κατά πολύ, εφόσον καί ό πόλεμος απέβη μεγαλήτερος, αί πρόσοδοι καθ’ έκάστην έστείρευαν.
29. Θέλοντες λοιπόν, ένεκα τής επικρατούσης χρηματικής απορίας, νά επιτύχουν οικονομίας, απέστειλαν ευθύς οπίσω τους Θράκας, οί όποιοι, καθυστερήσαντες, έφθασαν μετά τήν άναχώρησιν του Δημοσθένους, τάξαντες έπί κεφαλής αυτών τόν Διειτρέφην, όπως τους όδηγήση, καί παραγγείλαντες είς αυτόν, έπειδή επρόκειτο νά λιέλθουν διά του Ευρίπου, νά τους χρησιμοποίηση, όπως προξενήση κατά τήν διέλευσίν των, ό,τι βλάβας ήμπορούσεν είς τους εχθρούς. Ό Διειτρέφης άπεβίβασεν αυτούς είς τό έδαφος τής Τανάγρας, όπου προέβη είς έσπευσμένην λεηλασίαν. Τό εσπέρας τής αυτής ημέρας άνεχώρησεν έκ Χαλκίδος τής Ευβοίας καί διελθών τόν Εύριπον, άπεβιβάσθη είς τήν παραλίαν τής Βοιωτίας, οπόθεν έπί κεφαλής αυτών προήλασε κατά τής Μυκαλησσού. Καταυλισθείς δ’ απαρατήρητος τήν νύκτα πλησίον του ναού του Έρμου, απέχοντος δέκα έξ περίπου σταδίους τής Μυκαλησσού, επετέθη κατά τά έξημερώματα εναντίον τής πόλεως, η οποία δέν είναι μεγάλη καί κατέλαβεν αυτήν άφρούρητον. Καθόσον οί κάτοικοι δέν έφαντάζοντο ποτέ, ότι ημπορούσε κανείς νά προέλαση τόσον πολύ έκ τής Θαλάσσης προς τό έσωτερικόν, διά νά τους έπιτεθή. Αλλωστε το τείχος ήτο ασθενές και εις μερικά μέρη είχε καταπέσει, ένώ εις άλλα ήτο χαμηλόν και έκτός τούτου μερικαί άπό τάς πύλας αύτού ήσαν άνοικταί, λόγω τού αισθήματος της ασφαλείας, ύπό τού οποίου κατείχοντο οί κάτοικοι. Οί θράκες, είσορμήσαντες εντός της πόλεως, ήρχισαν λεηλατούντες τάς οικίας και τους ναούς και φονεύοντες τους κατοίκους. Δέν έφείδοντο ούδενός, ούτε των γερόντων, ούτε τών νεωτέρων, άλλ’ έσφαζαν κατά σειράν πάντας όσους συνήντων, και αυτά τά γυναικόπαιδα και αυτά ακόμη τά υποζύγια και κάθε έμψυχον πράγμα πού έβλεπαν. Διότι οι θράκες, καθώς όλοι οί πλέον βάρβαροι λαοί, είναι αιμοδιψείς, οσάκις δέν φοβούνται. Και εις την περίστασιν αυτήν, ό πανικός υπήρξε μέγας και ό όλεθρος ένέσκηψεν ύπό μυρίας μορφάς. Είσορμήσαντες οί εισβολείς μεταξύ άλλων και εντός ευρύχωρου σχολείου, οί νεαροί μαθηταί του οποίου πρό μικρού μόλις είχαν εισέλθει εις αυτό, κατέσφαξαν αυτούς μέχρις ενός. Ουδέποτε μεγαλητέρα συμφορά έπέπεσεν έπί ολοκλήρου πόλεως, ουδέποτε πλέον απροσδόκητος καί τρομερά άπό αυτήν.
30. Οί Θηβαίοι, μαθόντες τά γενόμενα, έσπευσαν εις βοήθειαν καί καταφθάσαντες τους Θράκας, πριν απομακρυνθούν πολύ από την πόλιν, τους άφήρεσαν τήν λείαν, τους έτρεψαν εις φυγήν καί τους κατεδίωκαν μέχρι του Εύρίπου, όπου ανέμεναν αυτούς αγκυροβολημένα τά πλοία, πού τους είχαν μεταφέρει. Καί οί πλείστοι τών πεσόντων έξ αυτών έφονεύθησαν, καθ’ ήν ώραν έπεχείρουν νά επιβιβασθούν, καθόσον καί νά κολυμβούν δέν έγνώριζαν καί οί έπί τών πλοίων, βλέποντες τά γινόμενα εις τήν παραλίαν, ήγκυροβόλησαν αυτά εις άπόστασιν, όπου δέν έφθαναν τά βέλη. Ένώ αντιθέτως, κατά τήν λοιπήν ύποχώρησιν, οί θράκες ήμύνοντο επιτυχώς κατά του θηβαϊκού ίππικού, το οποίον πρώτον τους επετέθη, έξορμώντες κατ’ αύτού καί πάλιν συμπυκνούντες τάς τάξεις των, κατά τήν έπιχώριον τακτικήν των, καί ως έκ τούτου αί άπώλειαί των κατά τήν διάρκειαν αυτής υπήρξαν μικραί. Άλλά μέρος έξ αυτών, το όποιον, τραπέν εις διαρπαγήν, συνελήφθη εντός τής πόλεως, έφονεύθη. Έκ τών χιλίων τριακοσίων θρακών, διακόσιοι πενήντα έν συνόλω έφονεύθησαν. Αί άπώλειαί, έξ άλλου, τών Θηβαίων καί τών άλλων, όσοι έσπευσαν συγχρόνως εις βοήθειαν, ανήλθαν εις είκοσι περίπου ιππείς καί όπλίτας όμού καί μεταξύ τών πεσόντων ήτο καί ό Βοιωτάρχης Θηβαίος Σκιρφώνδας, ένώ έκ τών Μυκαλησσίων μέγα μέρος έξωλοθρεύθησαν. Τοιαύτη ύπήρξεν η τύχη τής Μυκαλησσού, υπόστασης καταστροφήν, η οποία, έν συγκρίσει προς τό μέγεθος τής πόλεως, δεν ύπήρξεν όλιγώτερον αξιοθρήνητος άπό καμμίαν άλλην, όσαι συνέβησαν κατά τον πόλεμον αυτόν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Υβριστικά σχόλια θα διαγράφονται αμέσως!