Πέμπτη 14 Μαρτίου 2013

Διαζύγιο Πολιτικής και Λογικής.

ο κ. Χρήστος Γιανναράς

Του καθηγητή κ. Χρήστου Γιανναρά. ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 6-5-2001.

Είναι περισσότερο από φανερό εδώ και μερικές δεκαετίες, όχι μόνο στον τόπο μας: η πολιτική έχει πάρει διαζύγιο από την λογική. Δουλεύει για τις εντυπώσεις, γι′ αυτό και δεσμεύεται στον ανορθολογισμό. Η δυναμική των εντυπώσεων δεν είναι δυναμική του επιχειρήματος, ούτε της συνέπειας ή των ιεραρχημένων επιδιώξεων. Οι εντυπώσεις κερδίζονται με σαφή παράκαμψη της λογικής σε ασυνείδητα υποστρώματα της επιθυμίας. Η κοινωνία αδιαφορεί για τον ανορθολογισμό της πολιτικής επειδή όλο και λιγότερο απασχολεί την κοινωνία η κοινωνικότητα. Μοιάζει αυτονόητο να εκδεχόμαστε τη συλλογικότητα σαν συνθήκη ωφελιμότητας για το άτομο: οι νόμοι, οι θεσμοί, οι λειτουργίες να υπηρετούν και να θωρακίζουν το άτομο, τα δικαιώματα του ατόμου. Δεν πρωτεύει η σχέση, η κοινωνία των πολιτών. Συρρικνώνεται συνεχώς η επίγνωση του “ανήκειν”, ο αυτοπροσδιορισμός μέσω κοινών “αξιών”, “παραδόσεων”, “ιστορικών καταβολών”. Μέσα σε τέτοιες συνθήκες υποβάθμισης του κοινωνικού γεγονότος, η πολιτική επιβιώνει ως επιμέρους επάγγελμα με τη δική του ωφελιμιστική λογική–ασύμπτωτη με την κοινή λογική.

Επαγγέλλεται η πολιτική παροχές υπηρεσιών, αλλά πρώτιστος στόχος της [όπως σε κάθε ανάλογο επάγγελμα σήμερα] είναι το συμφέρον του παρέχοντος όχι του δεχόμενου τις υπηρεσίες. Και ακριβώς επειδή η πολιτική επαγγέλλεται παροχή υπηρεσιών από επαγγελματικές ομάδες, αν όχι διαφορετικές πάντως ανταγωνιζόμενες, είναι αναπόφευκτο να χρησιμοποιεί τις μεθόδους και τις πρακτικές κάθε αγοραίου ανταγωνισμού: μεθόδους και πρακτικές για το ποια ομάδα συνασπισμένων συμφερόντων θα κερδίσει τις εντυπώσεις.
Οι εντυπώσεις δεν κερδίζονται με ορθολογικά επιχειρήματα, κριτική σκέψη, προγραμματική συνέπεια. Κερδίζονται με τεχνικές ψυχολογικής υποβολής, τεχνικές της εμπορικής διαφήμισης: με παραπειστικά συνθήματα, έντεχνο ψεύδος, πλασματικά προσωπεία. Γι′ αυτό και στον στίχο του πολιτικού ανταγωνισμού δεν αναμετρώνται ιδεολογίες ή προγράμματα [οι επαγγελματικές συσπειρώσεις καυχώνται ότι είναι “πολυσυλλεκτικές” όχι ομοιογενείς] αναμετρώνται εξειδικευμένες εταιρείες “επικοινωνίας και μεγέθη κεφαλαίων που διατίθενται για διαφήμιση. Τα πολιτικά οράματα της Νεωτερικότητας έχουν τελειώσει ιστορικά από τη στιγμή που ακόμα και ένας κρετίνος μπορεί να εκλεγεί βουλευτής, αν ξοδέψει για την προβολή του κεφάλαια απρόσιτα στους συνυποψηφίους του. Όμως η ευρύτερη αφομοίωση ουσιωδών επιγνώσεων χρειάζεται χρόνο, μακρότερον από τη διάρκεια του ατομικού βίου. Θα περάσουν κάποιες ακόμα γενιές για να εγκαταλειφθεί το πολιτικό “παράδειγμα” της Νεωτερικότητας, να υποκατασταθεί [οργανικά και αυτονόητα] από άγνωστο σήμερα άλλο. Ως τότε θα διασώζεται ένα παράδοξο και ανορθόλογο μείγμα εγκατάλειψης, αλλά και συντήρησης του νεωτερικού τρόπου της πολιτικής: θα κερδίζει συνεχώς έδαφος η αδιαφορία, θα μεγαλώνουν τα ποσοστά αποχής από τις εκλογές [ήδη θεωρείται επιτυχία αν ψηφίσει στην Ελβετία το 30 % και στις ΗΠΑ το 45 % των ψηφοφόρων]. Θα διασώζονται επιλεκτικές μόνο ενεργοποιήσεις του πολιτικού ενδιαφέροντος, όταν η καταλήστευση των πολιτών από τους πολιτικούς οδηγεί σε απόγνωση μεγάλες πληθυσμιακές ομάδες. Όπως συνέβη στην Ελλάδα τις τελευταίες ημέρες με αφορμή το ασφαλιστικό: όπου φάνηκε για μια ακόμη φορά το διαζύγιο της πολιτικής από τη λογική, αλλά και η παρατεινόμενη παγίδευση του λαού στο παιγνίδι των εντυπώσεων που παίζουν οι επαγγελματίες της πολιτικής. Υποτίθεται ότι αναγκάσαμε οι πολίτες την κυβέρνηση να “παγώσει” το σχετικό νομοσχέδιο, να ξαναρχίσει τον “διάλογο” από μηδενική βάση. Δεν τολμάμε να πούμε ή δεν θέλουμε να δούμε ότι οι πολιτικοί απλώς αναδιπλώθηκαν για επιτυχέστερη οργάνωση των εντυπώσεων. Ότι ο “διάλογος” έτσι κι αλλιώς είναι μόνο ενδοκυβερνητικός. Οι πρώην συνδικαλιστές που έχουν προαχθεί σε υπουργούς, διαλέγονται με τους μέλλοντες υπουργούς που τώρα δοκιμάζονται ως συνδικαλιστές στο καλοστημένο παιγνίδι των εντυπώσεων. Δεν τολμάμε να δούμε ή δεν θέλουμε να πούμε το τέλος της πολιτικής. Άκουγε κανείς τις μέρες αυτές στην τηλεόραση ανθρώπους του μόχθου, τίμιες,, καθαρές μορφές, να παίρνουν στα σοβαρά [προφανώς από απόγνωση] τον “διάλογο” με τους αυτουργούς της καταλήστευσης τους. Ανέλυαν με γνώση και τεκμηρίωση την ωμή κλοπή της ασφαλιστικής τους αποταμίευσης όχι [γενικά] από το κράτος, αλλά [συγκεκριμένα] από το κυβερνών κόμμα για τις προεκλογικές [οργάνωσης εντυπώσεων] ανάγκες του. Κι όμως είναι περισσότερο από σίγουρο ότι αυτά τα ίδια θύματα της κομματικής ληστείας είναι που ψήφισαν και θα συνεχίζουν να ψηφίζουν τους ίδιους σφετεριστές του αποταμιευμένου μόχθου τους. Όταν μας πνίγει η αγανάκτηση διαδηλώνουμε απερίφραστα την ανυποληψία μας για τους πολιτικούς, όμως δεν παύουμε παράλληλα να εθελοτυφλούμε, να επιμένουμε σε κομματικούς φανατισμούς, να ελπίζουμε σε στυγνούς επαγγελματίες. Η αφομοίωση των ουσιωδών επιγνώσεων αργεί τραγικά. Και επειδή όταν μιλάμε για κλοπή και καταλήστευση του μόχθου, ο νους μας πηγαίνει μάλλον σε αρχαιτυπικές εικόνες χειρωναξίας θέλω να θυμίσω ότι το προλεταριάτο σήμερα είναι πραγματικότητα εξαιρετικά διευρυμένη. Ένας πανεπιστημιακός δάσκαλος με αναγνωρισμένα 30 συντάξιμα χρόνια και τελευταίο μισθό [καθαρό] 690.000 δρχ παίρνει σύνταξη [καθαρό ποσό] 236.451 δραχμές.
Το διαζύγιο της πολιτικής από τη λογική δεν είναι πρόβλημα μόνο φιλοσοφικό, πρόβλημα κοινωνιολογικής ανάλυσης. Είναι για πάμπολλους ανθρώπους μια εμπράγματη βιοτική τραγωδία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Υβριστικά σχόλια θα διαγράφονται αμέσως!