ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ

3. ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ


Αριστοτέλης

Τι είναι η Ρητορική;
Το πείθειν εγωγ΄ οιον τ΄ είναι τοις λόγοις και εν δικαστηρίω δικαστάς και εν βουλετηρίω βουλετάς και εν εκκλησίας εκκλησιαστάς και εν άλλω ξυλλόγω παντί, όστις αν πολιτικός ξύλλογος γίγνηται. Καιτοι εν ταυτη τη δυναμει δουλον μεν εξεις τον ιατρον, δουλον δε τον παιδοτριβην. ο δε χρηματιστης ουτος αλλω αναφανησεται χρηματιζομενος και ουχ αυτω, αλλα σοι τω δυναμενω λεγειν και πειθειν τα πληθη. Μετάφραση. Το αγαθό αυτό είναι η δυνατότητα να πείθει κανείς με τα λόγια και τους δικαστές στο δικαστήριο και τους βουλευτές στη Βουλή και τους πολίτες στην εκκλησία του δήμου και τους παριστάμενους σε κάθε άλλη συνέλευση, οποιαδήποτε πολιτική συνέλευση. Και βέβαια, με τη δυνατότητα αυτή θα έχεις δούλο το γιατρό, αφετέρου και το γυμναστή. Ο χρηματιστής αυτός θα φανεί ότι κερδίζει χρήματα για άλλον και όχι για τον εαυτό του, για σένα δηλαδή που μπορείς να μιλάς και να πείθεις τα πλήθη… Σωκράτης: Βούλει ουν δυο ειδη θωμεν πειθους, το μεν πίστιν παρεχομενον ανευ του ειδεναι, το δε επιστημην; Γοργίας: πανυ γε. Σωκρατης; ποτεραν ουν η ρητορικη πειθω ποιει εν δικαστηριοις τε και τοις αλλοις οχλοις περι των δικαιων τε και αδικων; εξ ης το πιστευειν γιγνεται ανευ του ειδεναι ή εξ ης το ειδεναι; Γοργίας: δηλον δηπου, ω Σωκρατες, οτι εξ ης το πιστευειν. Σωκράτης; η ρητορικη αρα, ως εοικεν, πειθους δημιουργος εστιν πιστευτικης, αλλ΄ ου διδασκαλικης περι το δικαιον τε και αδικον. Μετάφραση. Σωκράτης: Θέλεις λοιπόν να θεωρήσουμε πως υπάρχουν δυο είδη πειθούς, αυτό που παρέχει πίστη χωρίς γνώση και αυτό που παρέχει γνώση; Γοργίας; Μάλιστα. Σωκράτης: Ποια, λοιπόν, πειθώ παράγει η ρητορική στα δικαστήρια και στις άλλες συγκεντρώσεις σχετικά με τα δίκαια και τα άδικα; Αυτή από την οποία δημιουργείται πίστη χωρίς γνώση ή αυτή από την οποία πηγάζει γνώση; Γοργίας: Είναι φανερό, σωκράτη, ότι παράγει αυτή από την οποία δημιουργείται πίστη. Σωκράτης: Επομένως, όπως φαίνεται, η ρητορική δημιουργεί πειθώ που παράγει πίστη, και όχι αυτή που διδάσκει σχετικά με το δίκαιο και το άδικο [Πλάτωνος, Γοργίας]. Εστω δη ρητορικη δυναμις περι εκαστον του θεωρησαι το ενδεχομενον πιθανον. Τουτο γαρ ουδεμιας ετερας εστο τεχνης εργον. Μετάφραση. Ας είναι η ρητορική η ικανότητα της ανεύρεσης, σε κάθε ζήτημα, των επιχειρημάτων που είναι δυνατό να πιστευτούν σχετικά. Τούτο πράγματι δεν είναι έργο καμιάς άλλης τέχνης [Αριστοτέλους, Ρητορική1355 b. 32-34].
2. Θουκυδίδης.

Θουκυδίδης
Σχέση αποικίας-μητρόπολης.
Κάθε αποικία τιμά την μητρόπολιν, εάν αύτη την μεταχειρίζεται καλώς, αδικουμένη όμως, αποξενούται από αυτήν. Διότι οι άποικοι απομακρύνονται από το πάτριον έδαφος, όχι δια να είναι δούλοι εκείνων που μένουν οπίσω, αλλά δια να είναι ίσοι με αυτούς. [Βιβλίο Α’, § 34].
Για τη φιλία.
Φίλον μεν θεωρούν τον βοηθούντα αυτούς, και αν έτυχεν πριν να είναι εχθρός, πολέμιον δε τον εναντιωθέντα, και αν έτυχεν να είναι φίλος, αφού και τα ατομικά των συμφέροντα παραμελούν, ένεκα του επικρατούντος πυρετού της πάλης. [Βιβλίο Α’, § 41].
Συμπεριφορά κατακτητών.
Οσάκις νικήσουν τους εχθρούς των, ωθούν την εκμετάλλευσιν μέχρι του ακροτάτου δυνατού σημείου, και οσάκις νικηθούν υποχωρούν όσον το δυνατόν ολιγότερον. Μεταχειρίζονται τα σώματα των εις την υπηρεσίαν της πατρίδος, ως να ήσαν εντελώς ξένα και όχι ιδικά των, το πνεύμα των όμως θεωρούν ως το ασφαλέστερον εις την διάθεσιν των όργανον, όπως κατορθώσουν να επιτύχουν κάτι τι άξιον λόγου υπέρ αυτής. Η εκτέλεσις του καθήκοντος αποτελεί δι. αυτούς την μόνην εορτήν, και θεωρούν την ησυχίαν της απραξίας ως μεγαλυτέραν συμφοράν παρά την επίπονον δράσιν. Ώστε την αλήθειαν θα έλεγε κανείς, εάν συγκεφαλαιώνων ήθελεν είπει περί αυτών ότι εγεννήθησαν όπως ούτε οι ίδιοι μένουν ήσυχοι, ούτε τους άλλους αφίνουν ήσυχους [§ 70].
Για τους σώφρονες πολιτικούς.
Δια τούτο οφείλομεν να αρχίσωμεν ετοιμαζόμενοι πραγματικώς, ως να είχαμεν να κάμωμεν με ανθρώπους ορθοφρονούντας, και να μη εξαρτώμεν τας ελπίδας μας από ενδεχόμενα σφάλματα εκείνων, αλλ΄ από τα ασφαλή μέτρα, τα οποία ημείς θα λάβωμεν εγκαίρως. Ούτε πρέπει να νομίζετε ότι διαφέρει πολύ άνθρωπος από άνθρωπον, αλλά να θεωρεήτε άριστον εκείνον που έχει ανατραφεί εις την μεγαλυτέραν πειθαρχίαν [§84].
Σχέση βίας και δικαιοσύνης.
Ο δυνάμενος να μεταχειρισθεί βίαν καμμίαν ανάγκην δεν έχει να προσφεύγει εις το Δικαστήριον.
Για το συμφέρον.
Κανείς δεν μπορεί να κατηγορηθεί διότι ευρισκόμενος ενώπιον των μεγίστων κινδύνων ζητεί να εξασφαλίσει τα συμφέροντα του [§ 75]. Διασφάλιση ειρήνης.
Η ειρήνη είναι μακρότερον χρόνον εξησφαλισμένη δι΄ εκείνους οι οποίοι μεταχειρίζονται μεν την στρατιωτικήν δύναμιν των μόνον υπέρ δικαίας υποθέσεως, φαίνονται όμως συγχρόνως αποφασισμένοι να μη ανεχθούν να αδικούνται από άλλους [§ 71].
Συνέπειες εμφυλίου.
§ 81. Ημπορούσε κανείς να ίδη τον θάνατον υπό όλας τα μορφάς του. Καμία από τας φρικαλεότητας που είναι συνήθεις εις τοιαύτας περιστάσεις δεν έλειψεν και χειρότεραι ακόμη έλαβον χώραν. Διότι πατέρες εφόνευαν τα τέκνα των, και ικέται απεσπώντο από τους ναούς και εφονεύοντο πλησίον. Μερικοί μάλιστα απέθαναν εντός του ναού του Διονύσου, του οποίου αι θύραι απεφράχθησαν δια τοίχου. § 82. Εις τοιαύτας υπερβολάς ωμότητος έφθασεν ο εμφύλιος σπαραγμός, ο οποίος εθεωρήθη ακόμη ωμότερος της πραγματικότητος, λόγω του ότι υπήρξεν ο πρώτος. Διότι βραδύτερον τουλάχιστον, όλος σχεδόν ο Ελληνικός κόσμος συνεταράχθη, καθόσον ο ανταγωνισμός των αρχηγών των δημοκρατικών και των ολιγαρχικών, εις τας διαφόρους πόλεις, αποτέλεσμα είχεν οι μεν πρώτοι να επικαλούνται την βοήθειαν των Αθηναίων, οι δε δεύτεροι των Λακεδαιμονίων. Και εν καιρώ μεν ειρήνης ούτε πρόφασιν είχαν, ούτε διάθεσιν να επικαλούνται την επέμβασιν των. Τώρα όμως που αι δυο αυταί πόλεις ευρίσκοντο εις πόλεμον, και οι δημοκρατικοί και οι ολιγαρχικοί των άλλων πόλεων επεδίωκον βιαίας πολιτικάς μεταβολάς, εύρισκαν ευκόλως την ευκαιρίαν να εξασφαλίζουν συγχρόνως την βοήθειαν των συμμάχων, δια να κατατροπώσουν τους αντιπάλους των, και με το ίδιον μέσον ενισχυθούν οι ίδιοι. Ένεκα τω όντι εμφυλίων σπαραγμών, ενέσκηψαν εις τας πόλεις πολλαί και μεγάλαι συμφοραί, αι οποίαι παρουσιάζονται και θα εξακολουθήσουν να παρουσιάζονται πάντοτε, εφόσον η ανθρωπίνη φύσις μένει η ιδία, φέρουν όμως βαρύτερον ή ελαφρότερον χαρακτήρα και διαφέρουν κατά την μορφήν, αναλόγως της μεταβολής των παρουσιαζομένων εκάστοτε περιστάσεων. Διότι εν καιρώ ειρήνης και ευημερίας και αι πόλεις και οι ιδιώται διαπνέονται από ευγενέστερα αισθήματα, καθόσον δεν περιπίπτουν υπό την πίεσιν αναποτρέπτων αναγκών. Αλλ’ ο πόλεμος, αφαιρών ολίγον κατ’ ολίγον από τους ανθρώπους την καθημερινήν ευμάρειαν, γίνεται διδάσκαλος βίαιος, και τείνει να αφομοιώσει τας διαθέσεις των πολλών προς την παρούσαν αυτών κατάστασιν. Αι πόλεις λοιπόν ήρχισαν μαστιζόμεναι απο στάσεις, και όσαι τυχόν περιέπιπταν εις αυτάς βραδύτερον, επειδή εμάνθαναν τα αλλαχού γινόμενα, εφιλοτιμούντο να υπερβάλλουν εις εξεύρεσιν νέων επινοήσεων, δια της πολυμηχάνου υπουλότητος των επιθέσεων των και του πρωτοφανούς των εκδικήσεων των. Και κατήντησαν να μεταβάλλουν αυθαιρέτως την καθιερωμένην σημασίαν των λέξεων, δια των οποίων δηλούνται τα πράγματα. Τωόντι, η μεν παράλογος τόλμη εθεωρήθη ως ανδρεία, ετοίμη εις θυσίαν χάριν των πολιτικών ομοφρόνων, η προνοητική διστακτικότης ως εύσχημος δειλία, η σωφροσύνη ως πρόσχημα ανανδρείας, η δια κάθε τι σύνεσις ως βραδυκινησία. Η τυφλή παραφορά εκρίθη ως ανδρική αρετή, ενώ η χάριν ασφαλείας περαιτέρω σκέψις ως εύσχημος πρόφασις υπεκφυγής. Ο τα πάντα επικρίνων και τους πάντας κακολογών εθεωρείτο άξιος εμπιστοσύνης εις κάθε περίστασιν, ενώ ο αντιτιθέμενος προς αυτόν, ύποπτος. Ο στήνων επιτυχή παγίδα εθεωρείτο άνθρωπος ευφυής, αλλά πολύ περισσότερον ικανός, ο οσφραινόμενος εγκαίρως αυτήν. Ενώ εκείνος που εφρόντιζε να μην ευρεθεί εις την ανάγκην να κάμη ούτε το εν ούτε το άλλο, εθεωρείτο διαλυτής του κόμματος και πανικόβλητος απέναντι των αντιπάλων. Με μιαν λέξιν, ο προτρέχων άλλου εις την διάπραξιν κακού εκρίνετο άξιος επαίνων, καθώς και ο παρακινών άλλον εις διάπραξιν κακού, το οποίον εκείνος δεν είχε διανοηθεί. Και ο ίδιος άλλως τε ο συγγενικός ακόμη δεσμός εθεωρήθη ολιγώτερον στενός του μεταξύ πολιτικώς ομοφρόνων δεσμού, διότι οι τελευταίοι ήσαν προθυμότεροι εις το να τολμήσουν κάθε τι χωρίς δισταγμόν. Καθόσον οι φατριαστικοί σύνδεσμοι δεν συνιστώντο χάριν αμοιβαίας βοήθειας, επί τη βάσει των κειμένων νόμων, αλλά χάριν ιδιοτελών σκοπών, αντιθέτων προς τους καθεστώτας νόμους. Και η προς αλλήλους εμπιστοσύνη ενισχύετο όχι τόσον δια των προς θεούς όρκων, όσον δια της από κοινού διαπράξεως εγκλημάτων. Οσάκις οι αντίπαλοι διετύπωναν ευλόγους προτάσεις, εκείνοι προς τους οποίους εγίνοντο αι προτάσεις, εάν ήσαν ισχυρότεροι, δεν τας απεδέχοντο με αίσθημα ειλικρινούς εμπιστοσύνης, αλλά λαμβάνοντες συγχρόνως τα αναγκαία εξασφαλιστικά μέτρα. Επροτίμων πολύ περισσότερον να αντεκδικηθούν δια κακόν, το οποίον έπαθαν, παρά να προλάβουν το κακόν. Και οσάκις υπό την πίεσιν των περιστάσεων αντηλλάσοντο τυχόν όρκοι προς ενίσχυσιν συνδιαλλαγής, οι όρκοι ίσχυαν μόνον προσωρινώς, εφόσον αμφότεροι οι ορκισθέντες δεν είχαν που αλλού να στηριχθούν. Αλλ’ εκείνος, ο οποίος δοθείσης ευκαιρίας, πρώτος ανέκτα το θάρρος του, εάν έβλεπεν τον αντίπαλον απροφύλακτον, εξεδικείτο με μαγαλυτέραν ευχαρίστησιν, λόγω του ότι εξηπάτα την προς τον όρκον εμπιστοσύνην του αντιπάλου του, παρά εάν εξεδικείτο παλληκαρίσια. Διότι υπελόγιζεν, ότι εκτός του πλεονεκτήματος της ασφαλείας, εκέρδιζε και το βραβείον της επιτηδειότητος, αφού επεκράτησε δι’ απάτης. Οι περισσότεροι τω όντι άνθρωποι προτιμούν να είναι αχρείοι και να ονομάζονται επιτήδειοι, παρά να είναι χρηστοί και να λέγωνται ευήθεις, και δια το τελευταίον τούτο μεν εντρέπονται, ενώ δια το πρώτον υπερηφανεύονται. Αιτία όλων αυτών ήτο η δίψα της εξουσίας, την οποίαν γεννά η πλεονεξία και η φιλαρχία, και το φατριαστικόν πνεύμα, το οποίον εκτρέφουν τα δυο αυτά πάθη, εις όσους περιπέσουν άπαξ εις φατριαστικάς έριδας. Διότι οι αρχηγοί των φατριών εις τας διαφόρους πόλεις, προβάλλοντες εκατέρωθεν εύηχα συνθήματα, οι δημοκρατικοί την πολιτικήν ενώπιον του νόμου ισότητα του πλήθους, οι ολιγαρχικοί την σώφρονα αριστοκρατίαν, λόγω μεν υπηρέτουν τα κοινά, πράγματι όμως καθίστων αυτά βραβείον του προσωπικού των ανταγωνισμού. Αγωνιζόμενοι, εξ άλλου, να υποσκελίσουν αλλήλους με κάθε μέσον. ετόλμησαν τα τερατωδέστερα πράγματα. Αλλά και ταύτα ακόμη υπερέβαιναν αι εκδικήσεις των, τας οποίας και αι δυο μερίδες ώθουν όχι απλώς μέχρι των ορίων, τα οποία θα επέβαλλε το δίκαιον και το κοινόν συμφέρον, αλλά μέχρι του σημείου, το οποίον ανταπεκρίνετο εκάστοτε εις την ικανοποίησιν της φατρίας των. Και ήσαν έτοιμοι να κορέσουν τον πόθον της αμέσου εκδικήσεως, είτε δι’ αδίκων καταδικών, είτε επιβαλλόμενοι δια της βίας. Και ενώ καμμία από τας δυο μερίδας δεν ενεπνέετο από αισθήματα ευσεβείας, εκείνοι που κατόρθωναν να συγκαλύψουν απεχθείς πράξεις υπό ωραίους λόγους επηνούντο πολύ περισσότερον. Οι πολίται, εξ άλλου, όσοι δεν ανήκαν εις καμμίαν από τας δυο μερίδας, έπιπταν θύματα και των δυο, είτε διότι ηρνούντο να αγωνισθούν παρά το πλευρόν των, είτε διότι τους εφθόνουν δια την ακίνδυνον και ήσυχον ζωήν που εζούσαν. [Βιβλίο Γ’, §§ 81, 82].
Για την υποδούλωση ενός λαού.
Διότι ο καθαυτό ένοχος της υποδουλώσεως άλλου λαού δεν είναι εκείνος που τον υποβάλλει αμέσως υπό τον ζυγόν του, αλλ’ εκείνος, ο οποίος ενώ ημπορεί να εμποδίσει την υποδούλωσιν του, αδιαφορεί δι’ αυτήν, και αν ακόμη αυτός απολαμβάνει γενικής αναγνωρίσεως της γεναιοφροσύνης του ως ελευθερωτού της Ελλάδος [Βιβλίο Α, § 69].
Για την ανοχή.
Οι γνωρίζοντες τω όντι να ενεργούν, βαδίζουν αποφασιστικώς και άνευ ενδοιασμού εναντίον εχθρού αναποφασίστου ακόμη. Γνωρίζομεν άλλως τε πολύ καλά την οδόν που ακολουθούν οι Αθηναίοι, καταπατούντες ολίγον κατ’ ολίγον τα συμφέροντα των άλλων. Εφόσον πιστεύουν ότι τυφλώττετε και δεν τους αντιλαμβάνεσθε, είναι ολιγώτερον θρασείς. Όταν όμως εννοήσουν, ότι εν γνώσει τους ανέχεσθε, θα σας πιέζουν ισχυρότερον. Διότι, ακολουθούντες πολιτικήν αδρανείας, μόνοι εσείς, ω Λακεδαιμόνιοι, εξ όλων των Ελλήνων αμύνεσθε εναντίον εκείνων που σας επιτίθενται, όχι δια της χρήσεως της δυνάμεως σας, αλλά δια της αναβλητικότητας σας, και μόνοι εσείς κινείσθε δια να συντρίψετε την ισχύν των εχθρών σας, όχι εις την αρχήν της, αλλά όταν έχει ήδη διπλασιασθεί [Βιλίο Α, § 69].
Καταπάτηση των συνθηκών
Διότι τας συνθήκας αθετούν όχι εκείνοι, οι οποίοι εγκαταλειπόμενοι στρέφονται προς άλλους συμμάχους, αλλ’ οι εγκαταλείποντες συμμάχους, τους οποίους ωρκίσθησαν να βοηθούν [Βιβλίον Α § 71].
Διεξαγωγή πολέμου
Ο πόλεμος διεξάγεται ολιγώτερον δια των όπλων και περισσότερον δια των χρημάτων, τα οποία καθιστούν τα όπλα τελεσφόρα, προ πάντων όταν γίνεται εκ μέρους χερσαίας δυνάμεως εναντίον ναυτικής. [Βιβλίον Α § 83]. Αι νίκαι εις τον πόλεμον κερδίζονται ως επί το πλείστον με σώφρωνα πολιτικήν και αφθονία χρημάτων [Βιβλίον Β § 13]. Διότι έχουν [οι Καρχηδόνιοι] αφθονίαν χρυσού και αργύρου, παρέχουσαν τα μέσα, δια των οποίων ο πόλεμος, καθώς και κάθε άλλο πράγμα, φέρεται εις αίσιον πέρας [Βιβλίον Σ, § 34].
Για τον συνετό πολιτικό
Εάν κανείς προσπαθεί δι επαίνων να μας εξωθήσει εναντίον της γνώμης μας εις κινδυνώδεις επιχειρήσεις, δεν παρασυρόμεθα από την γοητείαν των λόγων του. Εάν τυχόν όμως ζητεί κανείς να μας εξωθήσει δια μομφών, ούτε οργιζόμεθα, ούτε μεταβάλλωμεν δια τούτο ευκολώτερα γνώμην. Η νηφαλιότης, εξ άλλου, μας καθιστά γεναίους εις τον πόλεμον και συνετούς εις τα συμβούλια. Γεναίους μεν, διότι εκ της νηφαλιότητος απορρέει η σύνεσις και εκ ταύτης πάλιν η ευψυχία. Συνετούς δε, καθόσον ανατρεφόμεθα αφ’ ενός μεν όχι τόσον τελείως, ώστε να περιφρονούμεν τους νόμους, αφ’ ετέρου δε τόσον αυστηράν πειθαρχίαν, ώστε να μη παρακούωμεν αυτούς. Δια τούτο οφείλομεν ν’ αρχίσωμεν ετοιμαζόμενοι πραγματικώς, ως να είχαμεν να κάμωμεν με ανθρώπους ορθοφρονούντας, και να μη εξαρτώμεν τας ελπίδας μας από ενδεχόμενα σφάλματα εκείνων, αλλ’ από τ’ ασφαλή μέτρα, τα οποία ημείς θα λάβωμεν εγκαίρως. Ούτε πρέπει να νομίζετε, ότι διαφέρει πολύ άνθρωπος από άνθρωπον, αλλά να θεωρείτε άριστον εκείνον που έχει ανατραφεί εις την μεγαλυτέραν πειθαρχίαν [Βιβλίον Α § 84]
Για τους φρόνιμους.
Διότι, εάν είναι αληθές, ότι εις τους φρονίμους ανθρώπους αρμόζει να μένουν ήσυχοι, εφόσον δεν αδικούνται, είναι εξ ίσου αληθές, ότι εις τους γεναίους επιβάλλεται, όταν αδικούνται, να εγκαταλείψουν την ειρήνην δια ν’ αναλάβουν τον πόλεμον, και πάλιν να επανέρχωνται από τον πόλεμον εις την ειρήνην, ευθύς ως κρίνουν εύθετον την περίστασιν προς τούτο. Και ούτε να παρασύρονται από τας κατά τον πόλεμον επιτυχίας, ούτε, επιδιδόμενοι εις την τέρψιν, την οποίαν παρέχει η ησυχία της ειρήνης, ν’ ανέχωνται ν’ αδικούνται από άλλους. Διότι και εκείνος που ενδοιάζει δι αυτόν τον λόγον ν’ αναλάβει τον πόλεμον, ημπορεί να στερηθεί πολύ γρήγορα την τέρψιν της αναπαύσεως, την οποίαν διστάζει να διακινδυνεύσει, και εκείνος που επαίρεται κατά την διάρκειαν του πολέμου δια τας επιτυχίας του, δεν αντιλαμβάνεται πόσον επισφαλής είναι η αυτοπεποίθησις, από την οποίαν παρασύρεται. Καθόσον πολλαί επιχειρήσεις που κακώς εσχεδιάσθησαν επέτυχαν, διότι ευρήκαν αντιμέτωπους εχθρούς ακόμη ανοητώτερους, και ακόμη περισσότεραι, αι οποίαι εφαίνοντο καλώς μελετημέναι, απέληξαν τουναντίον εις οικτράν αποτυχίαν. Διότι κανείς ποτέ δεν δεικνύει κατά την εκτέλεσιν ενός σχεδίου την ιδίαν εμπιστοσύνην την οποίαν και κατά την σύλληψιν του. Αλλά συλλαμβάνομεν μεν σχέδια με το αίσθημα της ασφάλειας, υπολειπόμεθα όμως κατά την εκτέλεσιν ένεκα φόβου [Βιβλίον Α § 120].
Σχέση πολέμου και ειρήνης.
Διότι με τον πόλεμον ημπορεί να εξασφαλισθεί μονιμοτέρα ειρήνη, ενώ το να μη εγκαταλείπει κανείς την ειρήνην, δια ν’ αναλάβει τον πόλεμον, όταν απέβη αναπόφευκτος, είναι επικίνδυνον ως επί το πλείστον [Βιβλίον Α § 124].
Διάλογος Μηλίων και Αθηναίων [Η πεμπτουσία της φιλοσοφίας του Θουκυδίδη]
§ 89. Αθηναίοι. Ημείς, εν τούτοις, δεν θα κάμωμεν χρήσιν ωραίων φράσεων, υποστηρίζοντες δια πολλών λόγων, οι οποίοι δεν πρόκειται να πείσουν κανένα, ή ότι την ηγεμονίαν μας απεκτήσαμεν δικαίως, λόγω του ότι ενικήσαμεν τους Πέρσας ή ότι επιδιώκομεν την επανόρθωσιν αδικημάτων τα οποία υπέστημεν. Ζητούμεν όμως και από σας να μη νομίσετε ότι θα μας πείσετε ισχυριζόμενοι ή ότι ως άποικοιτων Λακεδαιμονίων δεν ελάβατε μέρος εις τον πόλεμον παρά το πλευρόν μας ή ότι δεν μας επροξενήσατε κανέν κακόν. Νομίζομεν, τουναντίον, ότι επιβάλλεται να επιδιώξωμεν και ημείς και σεις ό,τι θεωρούμεν αληθώς κατορθωτόν αφού εξίσου γνωρίζομεν και οι δυο, ότι κατά τη συζήτησιν των ανθρωπίνων πραγμάτων το επιχείρημα του δικαίου αξίαν έχει, όπου ίση υπάρχει δύναμις προς επιβολήν αυτού, ότι όμως ο ισχυρός επιβάλλει ό,τι του επιτρέπει η δύναμις του και ο ασθενής παραχωρεί ό,τι του επιβάλλει η αδυναμία του.
§ 90. Μήλιοι. Αλλ′ αφού αναγκαζόμεθα να ομιλήσωμεν περί του συμφέροντος, το οποίον ούτως εθέσατε ως βάσιν της συζητήσεως, παραμερίσαντες το δίκαιον, νομίζομεν ημείς τουλάχιστον χρήσιμον να μη παραγνωρίσετε το κοινόν συμφέρον, αλλά ν′ αναγνωρισθεί ότι δια τον εκάστοτε κινδυνεύοντα το εύλογον είναι και δίκαιον, και να επιτραπεί εις αυτόν να επιδιώξει δια της πειθούς ωφελήματα τινα και πέραν του αυστηρού δικαίου. Τούτο, άλλωστε, συμφέρει και εις σας εξ ίσου, καθόσον, εάν ποτε ηθέλατε ηττηθεί, η τιμωρία υμών θα ήτο τόσον μεγάλη, ώστε να δύναται να χρησιμεύσει εις τους άλλους ως παράδειγμα.
§ 91. Αθηναίοι. Αλλ′ ημείς δεν ανησυχούμεν δι′ ενδεχομένην κατάλυσιν της ηγεμονίας μας. Διότι επίφοβοι δια τους ηττηθέντας δεν είναι εκείνοι οι οποίοι, όπως οι Λακεδαιμονιοι, είναι συνειθισμένοι να ασκούν ηγεμονίαν επί άλλων [άλλωστε δεν έχομεν να κάμωμεν με τους Λακεδαιμονίους σήμερον], αλλ′ ο αληθής κίνδυνος προέρχεται από ενδεχομένην εναντίον των ασκούντων την ηγεμονίαν εξέγερσιν και επικράτησιν αυτών των υπηκόων των. Και την φροντίδα μεν της αντιμετωπίσεως τοιούτου κινδύνου ημπορείτε να αφίσετε εις ημάς. Αλλά θέλομεν να αποδείξομεν ακριβώς, ότι ήλθαμεν εδώ δια το συμφέρον της ηγεμονίας μας και ότι σκοπός των όσων θα είπωμεν είναι η σωτηρία της πόλεως σας. Διότι επιθυμούμεν να επιτύχωμεν την εφ′ υμών ηγεμονίαν ακόπως και να μη καταστραφήτε, προς το κοινόν αμφοτέρων συμφέρον.
§ 92. Μήλιοι. Αλλά πως ημπορεί να συμβή ώστε να είναι εξ ίσου συμφέρον δι′ ημάς να γίνωμεν δούοι, όπως είναι ιδικόν σας συμφέρον να γίνετε κυρίαρχοι μας;
§ 93. Αθηναίοι. Διότι σας παρέχεται η ευιακρία να υποταχθήτε, αποφεύγοντες τα έσχατα δεινά, ημείς δε να ωφεληθώμεν μη καταστρέφοντες υμάς.
§ 94. Μήλιοι. Ώστε δεν θα μας δεχθείτε να είμεθα μεν φίλοι σας αντί εχθρών, αλλά να διατηρήσωμεν την ειρήνην και την ουδετερότητα μας;
§ 95. Αθηναίοι. Όχι. Διότι η έχθρα σας μας βλάπτει πολύ ολιγότερον από την φιλίαν σας. Καθόσον εις τα όμματα των υπηκόων μας αύτη μεν είναι τεκμήριον αδυναμίας, ενώ το μίσος σας είναι τεκμήριον δυνάμεως.
§ 96. Μήλιοι. Τοιαύτην λοιπόν αντίληψιν του πρέποντος έχουν οι υπήκοοι σας, ώστε να θέτουν εις ίσην μοίραν εκείνους οι οποίοι δεν συνδέονται προς υμάς με κανένα δεσμόν, και εκείνους οι οποίοι, είτε είναι άποικοι σας–ως συμβαίνει με τους περισσοτέρους–είτε αποστατήσαντες μετέπεσαν εις την τάξιν υπηκόων;
§ 97. Αθηναίοι. Όσον αφορά τα επί του δικαίου στηριζόμενα επιχειρήματα, θεωρούν ότι, και οι μεν και οι δε δεν στερούνται τοιούτων, νομίζουν όμως ότι όσοι διατηρούν την ελευθερίαν των οφείλουν τούτο εις την δύναμιν των και ότι ημείς δεν επιτιθέμεθα κατ′ αυτών ένεκα φόβου. Ώστε η υποταγή υμών, οι οποίοι άλλωστε και νησιώται είσθε και ασθενέστεροι από άλλους, όχι μόνον θα επεξέτεινεν την ηγεμονίαν μας, αλλά και θα απεδείκνυε ότι δεν είσθε υπέρτεροι ημών, οι οποίοι είμεθα κυρίαρχοι της θαλάσσης.
§ 98. Μήλιοι. Αλλά δεν νομίζετε ότι τοιαύτην ασφάλειαν παρέχει η πολιτική την οποίαν προτείνομεν; Διότι οφείλομεν και πάλιν, αφού μας εξωθείτε από το έδαφος των επί του δικαίου στηριζομένων επιχειρημάτων και μας επιβάλλετε να υποταχθώμεν εις το συμφέρον σας, να σας εξηγησωμεν ποιον είναι το ιδικόν μας συμφέρον και προσπαθήσωμεν να σας πείσωμεν να το αποδεχθείτε, εάν τούτο συμπίπτει να είναι συγχρόνως και ιδικόν σας. Διότι πως είναι δυνατόν να μη καταστήσετε εχθρούς σας, όσοι τυχόν σήμερον είναι ουδέτεροι, όταν βλέποντες ούτοι την τύχην μας, αντιληφθούν ότι θα έλθη ημέρα κατά την οποίαν θα επιτεθείτε και κατ′ αυτών; Και δια της πολιτικής σας αυτής, τι άλλο κατορθώνετε παρά να ενισχύσετε τους υφιστάμενους ήδη εχθρούς σας και να στρέψετε εναντίον σας, παρά την θέλησιν των, εκείνους οι οποίοι ούτε εσκέφθησαν ποτέ να γίνουν τοιούτοι;
§ 99. Αθηναίοι. Καθόλου. Διότι επικίνδυνοι εχθροί μας δεν είναι κυρίως όσοι, κατοικούντες επί της στεριάς, απολαύουν ασφαλώς την ελευθερίαν των και ως εκ τούτου πολύ θα το σκεφθούν πριν λάβουν προφυλακτικά εναντίον μας μέτρα, αλλ′ οι νησιώται, και όσοι τυχόν είναι ανεξάρτητοι όπως εσείς, και όσοι ήδη είναι ερεθισμένοι ως εκ της ακουσίας υποταγής των υπό την κυριαρχίαν μας. Διότι ούτοι, παρασυρόμενοι συνήθως από απερισκεψίαν, δύνανται να περιαγάγουν και εαυτούς και ημάς εις προφανή κίνδυνον.
§ 100. Μήλιοι. Αλλ′ εάν μεγάλους κινδύνους αντιμετωπίζετε και σεις, δια να μη στερηθείτε της ηγεμονίας σας, και οι ήδη υπήκοοι σας, δια να απαλλαγούν αυτής, είναι προφανές ότι ημείς που είμεθα ακόμη ελεύθεροι θα απεδεικνύαμεν πολλήν ταπεινότητα και ανανδρίαν, εάν δεν εδοκιμάζαμεν τα πάντα προτού γίνομεν δούλοι.
§ 101. Αθηναίοι. Όχι, εάν θελήσετε μόνον να σκεφθείτε νηφαλίως. Διότι δεν ανταγωνίζεσθε προς ίσους περί ανδερίας ωστε η υποχώρησις σας να συνεπιφέρει καταισχύνην, αλλά πρόκειται να σκεφθείτε μάλλον περί της σωτηρίας σας, αποφεύγοντες να αντιταχθείτε προς τους πολύ ισχυρότερους.
§ 102. Μήλιοι. Γνωρίζομεν, εν τούτοις, ότι κάποτε αι τύχαι του πολέμου επιμερίζονται με περισσοτέραν ισότητα μεταξύ των ανταγωνιζομένων, παρ′ όσον ηδύνατο τις να περιμένει, αποβλέπων εις την διάφορον δύναμιν αυτών. Και δι′ ημάς η μεν άμεσος υποχώρησις σημαίνε απώλειαν πάσης ελπίδος, ενώ αν πολεμήσωμεν υπάρχει ακόμη ελπίς να μείνωμεν σώοι.
§ 103. Αθηναίοι. Η ελπίς είναι τω όντι, παραμυθία εις ώραν κινδύνου, και οσάκις κανείς, στηριζόμενος εις αυτήν, διακινδυνεύει μόνον ό,τι έχει ως περίσευμα, τότε φέρει μεν αύτη βλάβην, όχι όμως και πλήρη καταστροφήν. Αλλ’ οσάκις η άκρατος φύσις της ελπίδος παρασύρει κανένα εις το ν’ απορρίψει τον περί των όλων κύβον, τότε μόνον αντιλαμβάνεται ούτος την αληθή φύσιν της, όταν η καταστροφή έχει ήδη επέλθει, και τίποτε δεν έχει πλέον απομείνει, δια να προφυλαχθεί εναντίον της, όταν ο παθών έλαβε πείραν αυτής. Μη θελήσετε να πάθετε τούτο εσείς, οι οποίοι είσθε ασθενείς και των οποίων η ύπαρξις εξαρτάται από μιαν ροπήν της πλάστιγγος. Και μη κάμετε όπως οι πολλοί, οι οποίοι, ενώ ημπορούν ακόμη να σωθούν δι’ ανθρωπίνων μέσων, μόλις περιέλθουν εις αμηχανίαν και εγκαταλειφθούν από τας φανεράς ελπίδας, καταφεύγουν εις χιμαιρικάς τοιαύτας, την μαντικήν και τους χρησμούς, και άλλα παρόμοια, όσα, διεγείροντα ελπίδας, οδηγούν εις τον όλεθρον.
§ 104. Μήλιοι. Εστέ βέβαιοι ότι και ημείς αντιλαμβανόμεθα πόσον δύσκολον είναι ν αγωνισθώμεν κατά της δυνάμεως σας συγχρόνως και κατά της τύχης, εάν αύτη δεν είναι αμερόληπτος. Πιστεύομεν όμως, ως προς μεν την τύχην ότι δεν θα τεθώμεν υπό των θεών εις θέσιν υποδεή, αφού ευσεβείς όντες αντιμετωπίζομεν αδίκους, ως προς δε την ανεπάρκειαν των δυνάμεων μας ότι ταύτην θα συμπληρώση η ομοσπονδία των Λακεδαιμονίων η οποία είναι υποχρεωμένη να μας βοηθήσει και αν όχι δι′ άλλον λόγον, τουλάχιστον, και χάριν της προς αυτούς συγγενείας και εξ εντροπής. Και δια τούτο το θάρρος ημών δεν είναι τόσον παράλογον, όσον ίσως υποθέτετε.
§ 105. Αθηναίοι. Αλλά και ημείς νομίζομεν ότι δεν θα μας λείψει η ευμένεια των θεών. Διότι εις ό,τι ζητούμεν και πράττομεν ουδαμώς απομακρυνόμεθα από ό,τι οι άνθρωποι πιστεύουν εν σχέσει προς τας θρησκευτικάς των πεποιθήσεις ή από τας ανθρωπίνας αυτών επιθυμίας και σκοπούς. Ως προς τους ανθρώπους καλώς γνωρίζομεν, ότι ωθούμενοι ανέκαθεν υπό ακαθέκτου φυσικής ορμής, άρχουν παντού, όπου η δύναμις των είναι επικρατεστέρα. Τον νόμον τούτον ούτε εθέσαμεν, ούτε ισχύοντα ήδη πρώτοι εμείς εφηρμόσαμεν. Τον ευρήκαμεν ισχύοντα και θα τον κληροδοτήσομεν ισχύοντα αιωνίως, γνωρίζοντες, ότι και σεις επίσης και κάθε άλλος, εάν είχατε όσην ημείς δύναμιν, θα επράττατε το αυτό. Και ως προς μεν την ευμένειαν των θεών έχομεν ούτω πάντα λόγον να μη φοβούμεθα ότι θα ευρεθώμεν εις θέσιν μειονεκτικήν. Όσον αφορά όμως τας προσδοκίας σας περί των Λακεδαιμονίων, επί τη βάσει των οποίων πιστεύετε ότι ούτοι θα σας βοηθήσουν, ωθούμενοι από το αίσθημα της ιδίας αυτών τιμής, εάν μακαρίζωμεν την απλότητα σας, δεν ζηλεύομεν όμως την ανοησίαν σας. Διότι αναγνωρίζωμεν αληθώς, ότι οι Λακεδαιμόνιοι, απέναντι εαυτών και των εγχωρίων θεσμών των, δεικνύονται κατ’ εξοχήν ευάρεστοι, ως προς την συμπεριφοράν των όμως απέναντι των άλλων, μολονότι πολλά θα είχε κανείς να είπη, δύναται κάλλιστα να τα συγκεφαλαιώσει λέγων ότι, διακρίνονται περισσότερον από όλους τους ανθρώπους τους οποίους γνωρίζομεν, ως ταυτίζοντες το ευχάριστον με το έντιμον και το συμφέρον με το δίκαιον. Και τοιαύτη αντίληψις ήκιστα, μα την αλήθειαν, ανταποκρίνεται προς τας παρούσας ανοήτους υμών ελπίδας σωτηρίας.
§ 106. Μήλιοι. Αλλ′ εμείς ένεκα ακριβώς του λόγου τούτου πιστεύομεν, προ πάντων, ότι οι Λακεδαιμόνιοι χάριν του ιδίου αυτών συμφέροντος δεν θα θελήσουν να εγκαταλείψουν τους Μγλίους, οι οποίοι είναι άποικοι των και να καταστούν τοιουτοτρόπως προς μεν τους φίλους των Έλληνας ύποπτοι, προς δε τους εχθρούς των ωφέλιμοι.
§ 107. Αθηναίοι. Αλλά δεν νομίζετε ότι το συμφέρον συμβαδίζει με την ασφάλειαν, ανώ η άσκησις της δικαιοσύνης και της τιμής συνεπάγεται κινδύνους, τους οποίους ακριβώς οι Λακεδαιμόνιοι αποφεύγουν ως επί το πλείστον να αντιμετωπίζουν;
§ 108. Μήλιοι. Αλλά και τους κινδύνους τούτους φρονούμεν ότι θα αναλάβουν οι Λακεδαιμόνιοι προθυμ΄τερον χάριν ημών, και ότι θα θεωρήσουν αυτούς ολιγότερον επισφαλείς, παρά αν επρόκειτο να αναληφθούν χάριν άλλων, καθόσον, εάν λάβωμεν ανάγκην της συνδρομής των ευρισκόμεθα πλησίον της Πελοποννήσου και ένεκα της κοινότητος των πολιτικών φρονημάτων, είμεθα άξιοι περισσοτέρας εμπιστοσύνης από άλλους.
§ 109. Αθηναίοι. Αλλ′ εκείνο εις το οποίον εμπιστε΄λυεται ο προσκαλούμενος να συναγωνισθεί με′ άλλου, δεν είναι η εύνοια του προσκαλούντος, αλλ′ η τυχόν υπεροχή αυτού εις πραγματικήν δύναμιν. Εις την υπεροχήν ταύτην αποβλέπουν, πολύ περισσότερον μάλιστα από κάθε άλλον, οι Λακεδαιμόνιοι, οι οποίοι τόσον ολίγον εμπιστεύονται εις τα ίδια αυτών μέσα ώστε μόνον μετά πολλών συμμάχων εκστρατεύουν εναντίον των γειτόνων των. Και δια τούτο δεν είναι πιαθνόν ότι θα διαπεραιωθούν εις νήσον, εφόσν ημείς κυριαρχούμεν της θαλάσσης. [Βιβλίο Ε΄].
Για την τιμή.
Δεν ημπορούμεν να υποθέσωμεν ότι θα τείνετε το ους προς το ψευδές εκείνο αίσθημα τιμής, το οποίον καταστρέφει πλειστάκις τους ανθρώπους, όταν αντιμετωπίζουν κινδύνους προφανείς και δια τούτο ατιμωτικούς. Διότι, πολλούς. μολονότι ημπορούν ακόμη να ιδούν εγκαίρως που φέρονται, παρασύρει η καλουμένη τιμή δια του δελεαστικού αυτής ονόματος, ώστε γινόμενοι θύματα μιας λέξεως, να περιπέσουν πράγματι εκουσίως εις ανηκέστους συμφοράς και να επισύρουν επί πλέον εφ’ εαυτών αίσχος τόσο μάλλον ατιμωτικόν, όσον είναι αποτέλεσμα μωρίας και όχι ατυχίας. [Βιβλίον Ε’, § 111].
Θέση απέναντι στις μεγάλες δυνάμεις.
Ούτε θα θεωρήσετε εξευτελιστικόν να υποκύψετε εις μεγάλην δύναμιν, η οποία σας προτείνει όρους επιεικείς, προσφέρουσα εις υμάς να γίνετε σύμμαχοι της και διατηρήσετε την χώραν σας, καταβάλλοντες φόρον υποτελείας. Και όταν σας δίδεται η εκλογή μεταξύ πολέμου και ασφαλείας, δεν θα θεωρήσετε, ότι η αξιοπρέπεια σας επιβάλλει να επιμείνετε ισχυρογνωμόνως εις την χειροτέραν λύσιν. Καθόσον εκείνοι συνήθως ευδοκιμούν, όσοι απέναντι μεν των ίσων δεν υποκύπτουν, προς δε τους ανωτέρους συμπεριφέρονται καλώς και προς τους υποδεεστέρους δεικνύονται επιεικείς [Βιβλίον Ε’, § 111].
Για την υπεροχή και την κακοτυχία.
Δεν είναι άδικον, εάν ο τοιούτος, έχων συναίσθησιν της προσωπικής υπεροχής του, αρνείται να θεωρεί τους άλλους ίσους του, αφού ο κακοτυχών δεν συμμερίζεται με άλλους την κακοτυχίαν του. Αλλ’ όπως, όταν δυστυχούμεν, ουδείς μας απευθύνει τον λόγον και πάντες αποφεύγουν την συναναστροφήν μας, πρέπει επίσης ν’ ανέχεται τις την υπεροψίαν των ευτυχούντων. Άλλως, οφείλει να συμπεριφέρεται προς τους άλλους ως ίσους του, δια να έχη το δικαίωμα να απαιτεί το αυτό εκ μέρους των. Γνωρίζω ότι οι τοιούτοι και όσοι άλλοι διεκρίθησαν δια της υπεροχής των εις κάτι τι, εφόσον μεν ευρίσκονται εις την ζωήν, είναι οχληροί εις τους ομοίους των προ πάντων και κατά δεύτερον λόγον εις τους άλλους, με τους οποίους έρχονται εις επαφήν. Αλλ’ ότι μετά θάνατον αφίνουν οπίσω των τοιούτον όνομα, ώστε τινές διεκδικούν αυτούς, ψευδώς πολλάκις, ως συγγενείς των, και γίνονται καύχημα δια την πατρίδαν των, η οποία τους θεωρεί όχι ως ξένους, ουδέ ως διαπράξαντας σφάλματα, αλλ’ ως ίδια αυτής τέκνα και ως κατορθώσαντας έργα μεγάλα [Βιβλίο Σ’, § 16].
Πως δημιουργείται μια ηγεμονία.
Την ηγεμονίαν μας απεκτήσαμεν [όπως και κάθε άλλος που απέκτησεν ηγεμονίαν] σπεύδοντες προθύμως εις βοήθειαν παντός, είτε Έλληνος είτε βαρβάρου, ο οποίος εκάστοτε επεκαλείτο αυτήν. Ενώ αντιθέτως, εάν εμέναμεν αδρανείς ή καθιερώναμεν φυλετικάς διακρίσεις δια να εξακριβώσωμεν ποίους πρέπει να βοηθήσωμεν, πολύ ολίγα θα ημπορούσαμεν να προσθέσωμεν εις την ηγεμονίαν μας και θα εκθέταμεν μάλλον αυτήν ολόκληρον εις κίνδυνον. Διότι τους υπερέχοντας εις δύναμιν δεν αποκρούομεν μόνον επιτιθεμένους, αλλά και λαμβάνομεν προφυλακτικά μέτρα δια να μη μας επιτεθούν. Ούτε ημπορούμεν να υπολογίζομεν μετ’ ακριβείας τα όρια, πέραν των οποίων δεν θα ηθέλαμεν να εκταθεί η ηγεμονία μας, αλλ’ είμεθα υποχρεωμένοι, αφού άπαξ εφθάσαμεν εις το σημείον που ευρισκόμεθα σήμερον, να συγκρατούμεν τους μεν και να επιδιώκομεν ευκαιρίαν, όπως επιτεθώμεν κατά των δε, διότι θα εκινδυνεύαμεν να γίνωμεν ημείς οι ίδιοι υποτελείς, εάν επάυαμεν να κυριαρχούμεν άλλων [Βιβλίον Σ’, § 18].
Για την αδράνεια και την ενεργητικότητα.
Η πόλις υπέρ παν άλλο πράγμα, εάν μένει αδρανούσα, θα κατατριβεί εφ’ εαυτής και η επιτηδειότης εις κάθε τι θα τείνει να καταπέσει, ενώ εάν αγωνίζεται, το κεφάλαιον της εμπειρίας της διαρκώς θα αυξάνει και θα συνηθείσει να υπερασπίζει εαυτήν δι’ έργων μάλλον παρά δια λόγων. Εν συντόμω, αποφαίνομαι, ότι κατά την γνώμην μου, πόλις συνειθισμένη εις την δραστηριότητα θα καταστραφεί ταχέως δια μεταπτώσεως εις την αδράνειαν, και ότι εκείνοι οι λαοί είναι ασφαλέστατοι, όσοι πολιτεύονται κατά τρόπον όσον το δυνατόν ολιγώτερον απομακρυνόμενον από τα κρατούντα ήθη και τους ισχύοντας νόμους, έστω και εάν είναι ούτοι ατελείς [Βιβλίον Σ’, § 18].
Εγκώμιο στη Δημοκρατία.
Θα είπουν τινές ότι, η Δημοκρατία ούτε συνετόν ούτε δίκαιον πολίτευμα είναι, και ότι οι έχοντες τα χρήματα είναι ικανώτεροι όπως κυβερνούν άριστα. Αλλ’ εγώ ισχυρίζομαι πρώτον μεν ότι το όνομα Δημοκρατία περιλαμβάνει το σύνολον του λαού ενώ η Ολιγαρχία μέρος μόνον αυτού και δεύτερον, ότι οι μεν πλούσιοι είναι άριστοι φύλακες του δημόσιου ταμείου, οι συνετοί άριστοι σύμβουλοι και οι πολλοί, αφού ακούσουν συζητούμενον ζήτημα τι, άριστοι κριταί, και ότι εκάστη των τάξεων τούτων και όλαι ομού απολαύουν ίσων δικαιωμάτων υπό δημοκρατικόν πολίτευμα. Ενώ η Ολιγαρχία διαμοιράζει μεν τους κινδύνους εις τους πολλούς, ως προς τα ωφελήματα όμως, δεν αρκείται καν εις την μερίδα του λέοντος, αλλά σφετερίζεται και κρατεί δι’ εαυτήν το όλον [Βιβλίον Σ’, § 39].
Αρχέγονος μακιαβελισμός.
Δι ένα τύραννον ή δια πόλιν ασκούσαν ηγεμονίαν, τίποτε δεν είναι ανακόλουθον, εφόσον είναι συμφέρον, ούτε δύναται να θεωρηθεί τις ως όμαιμος, εφόσον δεν δύναται να εμπιστευθεί τις αυτόν. Ο καθείς πρέπει να είναι εχθρός ή φίλος αναλόγως των περιστάσεων. Και το ιδικόν μας συμφέρον ενταύθα εξυπηρετείται, όχι εάν εξασθενίσωμεν τους φίλους μας, αλλ’ εάν οι εχθροί μας καταστούν ανίσχυροι δια της δυνάμεως των φίλων μας. Ούτε πρέπει να δεικνύεσθε δύσπιστοι. Διότι τους εκεί συμμάχους μας μεταχειριζόμεθα όπως έκαστος ημπορεί να μας χρησιμεύσει καλλίτερον [Βιβλίον Σ΄ § 85].
Για την υποχωρητικότητα
§ 140 Α. Δεν πρέπει να υποχωρήσομεν απέναντι των Πελοπονησίων, μολονότι γνωρίζω ότι οτι άνθρωποι δεν εμπνέονται κατά την διεξαγωγήν του πολέμου από την ιδίαν ζέσιν, με την οποίαν πείθονται τελικώς να τον αναλάβουν, αλλά μεταβάλλουν γνώμας αναλόγως των εκάστοτε περιστάσεων … Οι Λακεδαιμόνιοι και πριν ήτο φανερόν ότι μας επιβουλεύοντο, και τώρα περισσότερον παρά πριν. Διότι, ενώ η Τριακονταετής συνθήκη ορίζει ότι αι αμοιβαίαι διαφοραί πρέπει να υποβάλλονται εις διατησίαν, διατηρουμένου, εν τω μεταξύ, του εδαφικού καθεστώτος, ούτε αυτοί εζήτησαν ποτέ διαιτησίαν, ούτε προτεινομένην από σας την δέχονται, αλλά θέλουν να επιδιώξουν την επανόρθωσιν των αιτιάσεων των δια πολέμου μάλλον παρά δια συζητήσεως, παρίστανται δε ήδη επιτάσσοντες, και όχι πλέον διατυπώνοντας αιτιάσεις. Διότι απαιτούν και την πολιορκίαν της Ποτειδαίας να λύσωμεν και το περί Μεγαρέων Ψήφισμα να ανακαλέσωμεν. Αυτοί μάλιστα που ήλθαν τελευταίοι, διακηρύττουν φανερά ότι πρέπει να αποδώσωμεν εις τους Έλληνας την ανεξαρτησίαν των. Κανείς όμως από σας ας μη νομίσει ότι ο πόλεμος θα γίνει δι΄ ασήμαντον αφορμήν, εάν ηθέλαμεν αρνηθή να ανακαλέσωμεν το περί Μεγαρέων Ψήφισμα, εις το οποίον φαίνονται ότι αποδίδουν τόσην σπουδαιότητα, ώστε ισχυρίζονται ότι αν αυτό ανακληθή, ο πόλεμος θα αποσοβηθή. Ούτε πρέπει να αφήσετε υφισταμένην εις την συνείδησιν σας την μομφήν ότι επολεμήσατε δι΄ ασήμαντον αιτίαν, διότι το ασήμαντον αυτό αποτελεί την λυδίαν λίθον, προς εξακρίβωσιν και δοκιμασίαν των προθέσεων σας. Καθόσον, εάν υποχωρήσετε απέναντι των, θα ευρεθήτε ενώπιον νέας και επαχθεστέρας απαιτήσεως, διότι θα νομίσουν ότι και εις τούτο θα υποκύψετε ένεκα φόβου. Ενώ, εάν αρνηθήτε αποφασιστικώς, θα τους δώσετε να εννοήσουν καθαρά ότι οφείλουν να συμπεριφέρονται απέναντι σας ως ίσοι προς ίσους μάλλον. [§ 141 Α]. Η μεγαλυτέρα και η μικροτέρα απαίτησις, η οποία στηρίζεται εις αξιούμενα δικαιώματα, όταν, αντί να επιδωχθεί δια της δικαστικής οδού, επιβάλλεται εις άλλους αναγκαστικώς εκ μέρους ομοίων των, σημαίνει υποδούλωσιν του ιδίου βαθμού.
Δεύτερη Δημηγορία του Περικλή.
§ 60. Και τας εκδηλώσεις της εναντίον μου αγανακτήσεως σας είχα προίδει [διότι καλώς αντιλαμβάνομαι τας αιτίας αυτής], και την συνέλευσιν συνεκάλεσα ένεκα τούτου, δια να απευθύνω μερικάς υπομνήσεις και παρατηρήσεις, εφόσον αδίκως δυσφορείτε εναντίον μου ή δεικνύετε έλλειψιν καρτερίας απέναντι των ατυχιών. Εγώ τουλάχιστον πιστεύω ότι η Πόλις η οποία ακμάζει ως σύνολον, ωφελεί περισσότερον τους ιδιώτας παρά εάν, ενώ καθείς από τους πολίτας ευτυχή, εκείνη ως σύνολον αποτυγχάνη. Διότι άνθρωπος που ευδοκιμεί εις τας ιδιωτικάς υποθέσεις του, εάν η Πατρίς του κακαστραφή, χάνεται και αυτός μαζί της, ενώ είναι πολύ μάλλον πιθανόν ότι θα σωθή εάν κακοτυχή μεν ο ίδιος, η Πατρίας του όμως ευτυχή. Αφού λοιπόν η μεν πόλις είναι ικανή να βαστά τας ατυχίας των ιδιωτών, αλλ’ εις έκαστος από αυτούς ανίκανος να βαστά τας ιδικάς της, οφείλομεν όλοι να την υποστηρίξωμεν και όχι να συμπεριφερόμεθα όπως σεις τώρα, οι οποίοι, τρομαγμένοι από τας ιδιατέρας σας δυστυχίας, παραμελείτε το έργον της σωτηρίας της πόλεως, και κατηγορήτε όχι μόνον εμέ, ο οποίος συνεβούλευσα τον πόλεμον, αλλ’ επίσης τους ιδίους εαυτούς, οι οποίοι τον συναποφασίσατε με εμέ. Και οργίζεσθε εναντίον ανδρός τοιούτου όπως εγώ, ο οποίος νομίζω ότι είμαι ο ικανότερος από κάθε άλλον όχι μόνον να διαγνώσω τα δέοντα, αλλά και να διαφωτίσω περί αυτών τους άλλους, και επί πλέον φιλόπατρις και ανώτερος χρημάτων. Διότι ο δυνάμενος να διαγνώση τα δέοντα, αλλά παραλείπει να διαφωτίσει περί αυτών τους άλλους, είναι το ίδιον ως να μη αντελήφθη το πρέπον ορθώς. Όστις πάλιν νέχει και τα δυο αυτά προσόντα, αλλά δεν έχει φιλοπατρίαν, δεν ημπορεί να ομιλήσει με την ιδίαν αφιλοκερδή αφοσίωσιν δια το κοινόν συμφέρον. Αλλ’ εάν και φιλοπατρίαν, είναι όμως κατώτερος χρημάτων, τα πάντα ημπορούν να θυσιαστούν χάριν αυτών. Ώστε εάν επείσθητε να αναλάβετε τον πόλεμον, διότι επιστεύσατε ότι έχω τα προσόντα αυτά εις βαθμόν ανώτερον οπωσδήποτε από άλλους, δεν νομίζω ότι είναι ορθόν να κατηγορούμαι σήμερον ως πταίστης.
§ 61. Διότι αναγνωρίζω βέβαια ότι είναι καθαρά ανοησία να αποφασίζη κανείς να πολεμήση, όταν, ενώ γενικώς αι υποθέσεις του βαίνουν κατ’ ευχήν, έχη συγχρόνως την ελευθερίαν της εκλογής μεταξύ πολέμου και ειρήνης. Όταν όμως κανείς ευρίσκεται εις την ανάγκην που ευρέθημεν ημείς, είτε να υποταχθή και υποχωρήση αμέσως εις ξένας διαταγάς, είτε ν εκτεθή εις τον κίνδυνον του πολέμου, δια να σώση την ανεξαρτησίαν του, ουδεμία αμφιβολία ότι ο αποφεύγων τον κίνδυνον είναι πλέον αξιοκατάκριτος από εκείνον που τον αντιμετωπίζει. Και εγώ μεν είμαι ο ίδιος πάντοτε και δεν μετέβαλα γνώμην, σεις όμως ηλλάξατε, καθόσον συνέβη να συμφωνήσετε μεν μαζί μου πριν πάθετε, να μετανοήτε δε τώρα που υποφέρετε, και ως εκ της αδυναμίας της παρούσης ψυχικής σας διαθέσεως, νομίζετε εσφαλμένην την πολιτικήν, την οποία υπεστήριξα. Αιτία τούτου είναι, ότι αι μεν δυσάρεστοι συνέπειαι της πολιτικής μου είναι ήδη αισθηταί εις τον καθένα, ενώ η ωφέλεια δεν είναι καταφανής εις όλους, και ότι το πνεύμα σας είναι τόσον καταβεβλημένον, ώστε δυσκόλως ημπορεί να εγκαρτερήσει εις τας ληφθείσας αποφάσεις, τώρα που επήλθε τόσον μεγάλη μεταβολή και, μάλιστα, απροόπτως. Διότι το αιφνίδιον και το απροσδόκητον και το παρά πάντα υπολογισμόν επερχόμενον καταβάλλει το φρόνημα, πράγμα που συνέβη και με σας, και ένεκα άλλων αιτιών και προ πάντων ένεκα της νόσου. Εφόσον εν τούτοις είσθε πολίται πόλεως μεγάλης και ανετράφητε με αισθήματα ανάλογα προς το μεγαλείον της, καθήκον έχετε να υπομένετε προθύμως και τας μεγαλητέρας ακόμη συμφοράς και να μη καταστρέφετε την αγαθήν γνώμην, την οποίαν οι άλλοι έχουν δια σας. [Διότι οι άνθρωποι κρίνουν εξ ίσου αξιοκατάκριτον εκείνον που από μικροψυχίαν δεικνύεται κατώτερος της εκτιμήσεως, την οποίαν απολαμβάνει, όσον μισητόν εκείνον, ο οποίος από αλαζονείαν προβάλλει αξιώσεις επί εκτιμήσεως η οποία δεν του ανήκει` Οφείλετε τουναντίον να λησμονήσετε τας ιδιωτικάς σας λύπας και να προσπαθήσετε να σώσετε την Πόλιν.
§ 62. Ως προς τας ταλαιπωρίας του πολέμου και την ανησυχίαν σας μήπως αποδειχθούν μεγάλαι και επομένως δεν επικρατήσωμεν τελικώς, ας είναι αρκετά τα επιχειρήματα εκείνα με τα οποία, όπως γνωρίζετε, πολλάκις άλλοτε απέδειξα ότι αι ανησυχίαι σας δεν είναι βάσιμοι, θα περιορισθώ δε σήμερον να εξάρω το επόμενον πλεονέκτημα, το οποίον έχετε εν σχέσει προς την ηγεμονίαν σας και το μεγαλείον αυτής, και το οποίον ούτε σεις νομίζω εσυλλογίσθητε ποτέ έως τώρα, ούτε εγώ εμνημόνευσα εις τους προηγουμένους λόγους μου. Ούτε τώρα, άλλωστε, θα το εμνημόνευα, διότι περιέχει αξίωσιν, η οποία ημπορεί να φανή κομπαστική μάλλον, εάν δεν σας έβλεπα παραλόγως αποτεθαρρημένους. Νομίζετε δηλαδή ότι η ηγεμονία σας εκετείνεται μόνον επί των συμμάχων, ενώ εγώ υποστηρίζω ότι εκ των δυο διαιρέσεων της γης, των προσιτών εις τον άνθρωπον, της ξηράς δηλαδή και της θαλάσσης, της τελευταίας αυτής είσθε κυρίαρχοι, όχι μόνον ως προς το μέρος αυτής το οποίον ήδη πραγματικώς νέμεσθε, αλλά και ως προς εκείνο το οποίον θα ηθέλατε να εκμεταλλευθήτε προσθέτως, και με την ναυτικήν δύναμιν, την οποίαν διαθέτετε, κανείς, ούτε βασιλεύς, ούτε οιονδήποτε κράτος εκ των συγχρόνων, θα σας εμποδίση να πλεύσετε όπου θέλετε. Δι εκείνον, επομένως, που κρίνει ορθώς, η ναυτικά σας δύναμις δεν ισοφαρίζει απλώς την ωφέλειαν των οικιών και αγρών, των οποίων η στέρησις σας φαίνεται μεγάλη, αλλ’ είναι πολύ ανωτέρα. Ούτε πρέπει να δυσανασχτήτε δι’ αυτά, αλλά μάλλον να αδιαφορήτε, κρίνοντας αυτά εν συγκρίσει προς την δύναμιν εκείνην ως απλούν ανθοκήπιον και στόλισμα πλούτου, και να είσθε βέβαιοι ότι, η ελευθερία, εάν την προασπίσωμεν και την σώσωμεν, ευκόλως θα ανακτήση αυτά, ενώ εάν κανείς υποβληθή εις ξένην κυριαρχίαν, και τα προηγουμένως αποκτηθέντα συνήθως ελαττούνται. Ούτε πρέπει να φανώμεν διττώς κατώτεροι των πατεράδων μας, οι οποίοι δεν εκληρονόμησαν από άλλους, αλλά δια των ιδίων κόπων απέκτησαν την ηγεμονίαν, και αφού την διετήρησαν, την παρέδωσαν εις ημάς [είναι δε αισχρότερον να αφήση κανείς να του αφαιρέσουν ό,τι έχει, παρά να αποτύχη, ενώ επιδιώκει να αποκτήσει κάτι τι]. Κασι καθήκον σας είναι να αντιμετωπίσετε τους εχθρούς όχι μόνον με αυτοπεποίθησιν, αλλά και με καταφρόνησιν αυτών. Διότι και δειλός ακόμη και τυχηρός ανόητος ημπορούν να έχουν αλαζονικήν πεποίθησιν εις εαυτούς, καταφρόνησιν όμως εκείνος μόνος, του οποίου η πεποίθησις περί της απέναντι των άλλων υπεροχής στηρίζεται επί γνώσεως θετικής, όπως συμβαίνει με σας. Αποτέλεσμα άλλωστε της οξυτέρας αντιλήψεως, η οποία πηγάζει από την συναίσθησιν της υπεροχής, είναι ότι επί ίσης τύχης καθιστά την τόλμην αποτελεσματικοτέραν, καθόσον εμπιστεύεται ολιγότερον εις την τυφλήν ελπίδα, η οποία αποτελεί το έρεισμα των μη εχόντων  που να στηριχθούν, και περισσότερον εις την γνώσιν της πραγματικής καταστάσεως, η οποία παρέχει ασφαλεστέραν πρόβλεψιν του μέλλοντος.
§ 63. Οφείλετε άλλωστε να υπερασπίσετε την περίοπτον θέσιν, εις την οποίαν ανήλθεν η πόλις ως εκ της ηγεμονίας της, και δια την οποίαν πάντες υπερηφανεύσετε, και να μην αποφεύγετε τα βάρη αυτής, ειδεμή μήτε τας τιμάς να επιδιώκετε. Ούτε πρέπει να νομίσετε ότι αγωνίζεσθε υπέρ ενός μόνον πράγματος, αν μη γίνετε δηλαδή υποτελείς αντί ελευθέρων, αλλά και περί διατηρήσεως ή στερήσεως της ηγεμονίας, και κατά του κινδύνου του μίσους εις το οποίον σας έχει εκθέσει η άσκησις αυτής. Της ηγεμονίας όμως αυτής εν είναι πλέον καιρός να παραιτηθήτε, και εάν ακόμη μερικοί, κατά την παρούσαν κρίσιν, εκ φόβου και της επιθυμίας της αποφυγής φροντίδων, είναι διατεθειμένοι και την θυσίαν αυτήν να στέρξουν, δια να επιδειχθούν, ότι επιδιώκουν ειρηνόφιλον πολιτικήν. Διότι η ηγεμονία σας κατήντησεν εξουσία δεσποτική, της οποίας ημπορεί μεν να φαίνεται άδικος η απόκτησις, αλλ’ η από της οποίας παραίτησις είναι επικίνδυνος. Άλλωστε, οι τοιούτοι ήθελαν καταστρέψει τάχιστα εν κράτος, είτε εάν κατόρθωναν να πείσουν τους συμπολίτας των να αποδεχθούν την γνώμην των, είτε εάν μεταναστεύοντες εξ Αθηνών ίδρυαν αλλού ίδιον ανεξάρτητον κράτος. Διότι οι ποθούντες υπέρ παν άλλο την ησυχίαν δεν είναι ασφαλείς, εφόσον δεν παραστρατούνται από ανθρώπους δράσεως, και μόνον εις κράτος υπήκοον συμφέρει η άνευ κινδύνων υποτέλεια, όχι ποτέ εις κράτος το οποίον ασκεί ηγεμονία.
§ 64. Αλλ’ ούτε από τους τοιούτους πολίτας οφείλετε να παρασύρεσθε, ούτε, αφού εψηφίσατε μαζί μου τον πόλεμον, να οργίζεσθε εναντίον μου, διότιο εχθρός, αφού ηρνήθητε να υποταχθήτε, επετέθη και έπραξεν ό,τι ακριβώς ήτο φυσικόν να πράξη, και διότι προσθέτως έχει ενσκήσει όλως απροσδοκήτως η νόσος αυτή, το μόνον πράγματι κακόν, το οποίον υπερέβη τας προβλέψεις μας. Και γνωρίζω ότι εξ αιτίας αυτής ιδίως ηύξησεν έτι μάλλον το κατ’ εμού μίσος σας, το οποίον ευρίσκω άδικον, εκτός εάν είστε διατεθειμένοι, εις περίστασιν κατά την οποίαν σας συμβή καμμία απροσδόκητος επιτυχία, να αποδώσετε και αυτήν εις εμέ. Οφείλομεν, άλλωστε, και τα πλήγματα της τύχης να υποφέρωμεν αγογγύστως ως αναπότρεπτα και τα πλήγματα των εχθρών ανδρικώς. Διότι τοιούτο ήτο μέχρι τούδε το πνεύμα της πόλεως αυτής, και πρέπει να προσέξετε μήπως εξ αιτίας σας υποστή τούτο μείωσιν. Οφείλετε τουναντίον να γνωρίζετε ότι η Πόλις μας έχει μέγιστον όνομα εις όλον τον κόσμον, διότι ουδέποτε υπέκυψεν εις τας συμφοράς, αλλά έχει θυσιάσει άφθονον αίμα και υποστή πλείστας ταλαιπωρίας εις πολέμους, και ακόμη ότι έχει τωόντι μέχρι τούδε δύναμιν μεγίστην, της οποίας η ανάμνησις, και αν τυχόν ίσως ηθέλαμεν καμφθή ολίγον σήμερον [διότι φυσικός νόμος είναι η ακμή και παρακμή των πάντων], θα παραδοθή αλώβητος εις τους μεταγενεστέρους, λόγω του ότι Έλληνες όντες, ησκήσαμεν ηγεμονίαν επί πλείστων Ελλήνων, και ημπορέσαμεν να αντισταθώμεν εις μεγίστους πολέμους εναντίον εχθρών, άλλοτε ηνωμένων και άλλοτε χωρισμένων, και τέλος, υπήρξαμεν πολίτες πόλεως μεγίστης και διαθετούσης αφθονίαν πόρων παντός είδους. Και αληθώς, ο μεν επιδιώκων προ παντός την ατομικήν του ησυχίαν ημπορεί να κατακρίνη, αλλ’ ο φιλοδοξών ομοίαν με ημάς δράσιν θα επιζητήση να γίνη συνάμιλλος ημών, εκείνος δε όστις δεν κατέχη τοιάτα πλεονεκτήματα, θα μας φθονήση. Το να μισούμεθα και να είμεθα απεχθείς, υπό τας παρούσας περιστάσεις, υπήρξεν ο κλήρος όλων ανεξαιρέτως όσοι επεδίωξαν να ηγεμονεύσουν επί άλλων, ο εκτιθέμενος όμως εις απέχθειαν, χάριν υψηλών σκοπών, ακολουθεί πολιτικήν ορθήν. Διότι το μίσος δεν διαρκεί πολύ, ενώ ό,τι αποτελεί την λαμπρότητα του παρόντος παραμένει και ως αείμνηστος δόξα του μέλλοντος. Προνοούντες λοιπόν εξ ίσου δια την δόξαν του μέλλοντος, όσον και δια την αποφυγήν της καταισχύνης του παρόντος, εξασφαλίσατε αμφότερα, καταβάλλοντες σήμερον την αναγκαίαν προσπάθειαν. Μη στέλλετε πρέσβεις προς τους Λακεδαιμονίους δια να υποβάλλετε προτ΄σεις ειρήνης, μήτε αφήσετε αυτούς να εννοήσουν ότι αι σημεριναί ταλαιπωρίαι καταβάλλουν το ηθικόν σας, καθόσον και Πόλεις και ιδιώται εκείνοι είναι άριστοι, όσοι, ενώ ελάχιστα ταράττονται ψυχικώς ενώπιον των ατυχημάτων, δεικνύουν την μεγαλητέραν κατά την δράσιν αντοχήν.
3.Μακιαβέλλι.

Μακιαβέλλι
Το στήριγμα μιας εξουσίας.
Όλες οι πολιτείες, που κάποτε κυβερνηθήκανε για κάμποσον καιρό από ηγεμόνα απόλυτο, από αριστοκρατία ή από το λαό, είχανε γι αντιστύλι τους τη δύναμη ανάκατη με τη φρόνηση• γιατί μοναχή της η δεύτερη δε φτουράει κι η πρώτη πάλι ή δεν φέρνει τα πράματα εκεί που τα θέλεις ή άμα τυχόν και τα φέρει, δεν τα βαστάει. Τα δυο αυτά λοιπόν είναι το νεύρο σ’ όλες τις εξουσίες, όσες φανήκανε στον κόσμο κι όσες θα φανούνε: κι όποιος καλοπρόσεξε τις ανατροπές των βασίλειων και τους αφανισμούς των χωρών και των πολιτειών, άλλην αιτίαν δεν βρήκε που γινήκανε, παρεκτός ότι λείψανε τάρματα ή το μυαλό [για τον πορισμό των χρημάτων, Α σελ• 201].
Ποιοι είναι οι εχθροί ενός κράτους.
Γνώμη πιο ασυλόγιστη από τούτη δε μπορεί να γίνει, αφού η κάθε πολιτεία και το κάθε κράτος πρέπει να περνάει για εχθρούς του όλους που μπορούνε να ελπίζουνε πως ίσως θα το βάλουνε στο χέρι και που απ’ αυτούς δεν είναι δυνατό να φυλαχτεί. Και ποτέ δεν είδε κανένας ηγεμονία ή δημοκρατία γνωστική που ν’ αφήνεται στη διάκριση του αλλου-νού ή που, αν τυχόν κι αφήνεται, να θαρρεί αποπάνω πως είναι και σίγουρη [Για τον πορισμό των χρημάτων, Α σελ• 202].
Για τις διεθνείς σχέσεις.
Φίλοι σας θα γίνουνε όσοι δε θα μπορούνε να σας χτυπήσουν, και σας λέω το ίδιο ακόμα μια φορά• γιατί τους ιδιώτες τους κάνουνε να κρατούν τις συμφωνίες οι νόμοι, τα γραμμένα και τα συμφωνητικά, όμως ανάμεσα στους ηγεμόνες αυτό γίνεται μονάχα με τάρματα. Κι αν μου λέγατε: “εμείς θα βρούμε προστασία στο βασιλιά”– μου φαίνεται ότι ο βασιλιάς δεν έχει όρεξη να διαφεντεύει εσάς, γιατί οι καιροί αλλάξανε για τα καλά• και δε μπορείς συνέχεια να κρύ-βεσαι πίσω από το σπαθί του αλλουνού, γι αυτό είναι καλά να το κρατείς μονάχος σου στο πλευρό και τόχεις ζωσμέ-νο ακόμα κι όταν ο εχθρός βρίσκεται μακριά, γιατί αλλιώς στερνά δεν έχεις τον καιρό και σωτηρία δε βρίσκεις [Για τον πορισμό των χρημάτων, Α σελ• 204].
Για την ιστορία.
Ξέρω πως η ιστορία είναι η δασκάλα στις πράξεις μας [και πιο πολύ για τους ηγεμόνες] κι ότι πάντοτε ο κόσμος κα-τοικούντανε από ανθρώπους, που είχανε πάντα τα ίδια πάθη, και πάντοτε άλλοι υπηρετούσανε κι άλλοι διατάζανε. Άλλοι υπηρετούνε θεληματικά κι άλλοι χωρίς να το θέλουν• άλλοι πάλι ξεσηκώνονται κι άλλοι σωφρονίζονται. Αν είναι αλήθεια πως η ιστορία στέκει δασκάλα στις πράξεις μας, δε θάκανε κακό σε κείνον που έχει να τιμωρήσει και να κρίνει τις χώρες της Βαλ ντι Κιάνα, να πάρει παράδειγμα και να μιμηθεί τα κράτη που γενήκανε αφεντάδες του κόσμου, και προπαντός σε μια περίπτωση που σας δείχνουνε ακριβώς πως πρέπει να κυβερνήσετε• μιας όμως κι εκεί-νοι βγάλανε κρίση αλλιώτικη, αφού αλλιώτικο ήταν και το κρίμα του κάθε λαού, το ίδιο πρέπει να κάμετε και σεις, κοιτάζοντας να βρείτε σε τι διαφέρει το κρίμα του καθενός απ’ όσους ξεσηκώθηκαν ενάντια σας [Πως να φερθούμε στο λαό της Βαλ ντι Κιάνα που ξεσηκώθηκε, Α σελ• 211].
Ο φρόνιμος άνθρωπος.
Αφού σχεδόν πάντα οι άνθρωποι βαδίζουνε πάνω σε δρόμους που πάτησαν άλλοι και πορεύονται στις πράξεις τους μιμητικά, μη μπορώντας όμως ούτε να σταθούνε στο δρόμο των άλλων ούτε και να φτάσουν στην αξιοσύνη όποιων μιμούνται, για τούτο κι ένας άνθρωπος φρόνιμος πρέπει πάντα να ακολουθεί το δρόμο που πάτησαν μεγάλοι άντρες και να μιμείται όσους σταθήκανε περιφανέστεροι. Έτσι που, αν η αξιοσύνη του δε φτάσει εκείνους, τουλάχιστο κά-πως ν’ αναδώσει το άρωμα τους• και να κάνει και κείνος καθώς οι γνωστικοί τοξότες που, θαρρώντας το στόχο τους πολύ μακρινό και ξέροντας ίσαμε που πάει το τόξο τους, σημαδεύουνε πολύ ψηλότερα απ’ το στόχο, όχι για να φτά-σουν εκεί πάνω με το βέλος τους, παρά για να μπορέσουν, με τη βοήθεια τόσο αψηλού σημαδιού, να βρουν το στόχο τους [Ο Ηγεμόνας, Α σελ• 251].
Οι δυσκολίες ενός Ηγεμόνα.
Όσοι κι όποιοι γίνονται ηγεμόνες ακολουθώντας παρόμοια το δρόμο της αξιοσύνης, αυτοί δύσκολα αποχτούν την ηγεμονία μα εύκολα την κρατούνε• κι οι δυσκολίες που βρσικουν στην απόχτηση της ηγεμονίας κομμάτι γεννιούνται απ’ τους καινούργιους θεσμούς και τρόπους που αναγκάζονται να μπάσουν για να στερισωουν το κράτος και τη σιγουριά τους. Και πρέπει να στοχαζόμαστε πως δεν υπάρχει πράμα δυσκολώτερο στο χειρισμό, ούτε πιο αμφίβολο στην επιτυχία, ούτε και πιο επικίνδυνο στην εφαρμογή, απ’ το να γίνεις αρχηγός και να βάνεις καινούργιους θεσμούς• γιατί ο εισηγητής τους έχει εχθρούς όλους, όσοι έχουν διάφορο απ’ τους παλιούς θεσμούς, ενώ πάλι τον υπερασπίζουνε χλιαρά όσοι θα ευεργετούνταν απ’ τους θεσμούς τους καινούργιους. Τούτη τους η χλιαρότητα γεννιέται, κομ-μάτι από φόβο των αντιπάλων, πούχουν τους νόμους με το μέρος τους, κομμάτι απ’ τη δυσπιστία των ανθρώπων, που δεν πιστεύουνε στ’ αλήθεια τα καινούργια πράγματα, αν δε τα δούνε δικομασμένα στα σίγουρα• γι αυτό κι όποτε οι εχθροί βρουν ευκαιρία να χτυπήσουν, το κάνουν με ζέση, ενώ οι άλλοι αμύνονται χλιαρά, με τρόπο που κοντά σ’ αυ-τούς κινδυνεύεις κι εσύ [Ο Ηγεμόνας, Α σελ• 253].
4. Μοντεσκιέ.

Μοντεσκιέ
Για τη διαφθορά της Δημοκρατίας.
Οι αρχές της Δημοκρατίας διαφθείρονται όχι μόνο, όταν χάνουμε το πνεύμα της ισότητας, αλλ’ ακόμη κι όταν ε-πιβάλλουμε το πνεύμα της εξαιρετικής ισότητας, και όταν καθένας θέλει να είναι ίσος μ’ αυτούς που εκλέγει να τον κυβερνούν. Τότε ο λαός, επειδή δεν μπορεί να ανεχθεί την ίδια την εξουσία στην οποία έχει εμπιστευθεί την διοίκηση του κράτους, θέλει μόνος του να ενεργεί τα πάντα, δηλαδή να αποφασίζει αντί της γερουσίας, να κυβερνά αντί των αρχόντων και ν’ αφαιρεί την εξουσία της απονομής της δικαιοσύνης απ’ τους δικαστές [σελ• 118] Δεν θα πρέπει να μας ξαφνιάζει, όταν βλέπουμε ότι οι ψήφοι δίδονται για το χρήμα. Δεν μπορούν να παραχωρήσουν πολλά στον λαό, χωρίς να ξανατραβήξουν περισσότερα απ’ αυτόν. Αλλά για να ξανατραβήξουν απ’ αυτόν, πρέπει να ανατρέψουν το κράτος. Όσο πιο πολύ θα φαίνεται ότι αποσπά πλεονεκτήματα απ’την ελευθερία του ο λαός, τόσο πιο γρήγορα θα φτάσει η στιγμή που θα πρέπει να τα χάσει. Ο λαός αποτελείται πια από μικρούς τυράνους που έχουν όλα τα ελαττώματα του ενός μόνου. Σε λίγο, αυτό που απομένει απ’ την ελευθερία γίνεται ανυπόφορο• ένας μόνο τύραννος επιβάλλεται προσωπικά και ο λαός χάνει το παν, ακόμα και τα πλεονεκτήματα που προέκυψαν απ’ τη διαφθορά του [σελ• 119-120].
Για τα δώρα.
Αυτό είναι ένα έθιμο στις απολυταρχικές χώρες που δεν πλησιάζουν τον ανώτερο τους, όποιος κι αν είναι, ούτε και τους βασιλιάδες χωρίς να τους κάνουν ένα δώρο. Αυτό γίνεται σ’ ένα καθεστώς όπυ κανένας δεν θεωρείται πολί-της, όπου πιστεύουν απόλυτα στην ιδέα ότι ο ανώτερος δεν οφείλει τίποτα στον κατώτερο• όπου οι άνθρωποι δεν πι-στεύουν ότι έχουν άλλο σύνδεσμο μεταξύ τους απ’ τις ποινές που οι μεν επιβάλλουν στους δε. Σε μια δημοκρατία, τα δώρα είναι πράγμα απαράδεκτο, επειδή η αρετή δεν έχει ανάγκη απ’ αυτά. Στην μοναρχία, η τιμή είναι ένα κίνητρο πιο ισχυρό απ’ τα δώρα. Αλλά στο δεσποτικό κράτος, όπου δεν υπάρχει ούτε τιμή ούτε αρετή, δεν έχει την διάθε-ση κναείς να δράσει παρά μόνο ελπίζοντας στις ευκολίες της ζωής. Αυτοί που δε δίνουν τίποτα δεν επιθυμούν και τίποτα, αυτοί που δίνουν ένα μικρό δώρο, σε λίγο επιθυμούν κάτι περισσότερο και ύστερα πολύ. Άλλως τε δεν είναι εύκολο να πείσουμε αυτόν που, αν και δεν πρέπει να πάρει τίποτα, ωστόσο παίρνει κάτι, ότι αυτό που πήρε είναι πε-ρισσότερο, όταν θα έπρεπε να πάρει κάτι λιγώτερο, γιατί αυτός βρίσκει πάντα προφάσεις και δικαιολογίες [σελ• 101-102].
Αποτελέσματα της διαφθοράς.
“ Η διαφθορά κάθε κυβέρνησης αρχίζει σχεδόν πάντα με την διαφθορά των αξιωμάτων της. Όταν οι ηθικές αρχές μιας κυβέρνησης διαφθαρούν μια φορά, και οι πιο καλοί νόμοι τότε γίνονται κακοί και στρέφονται ενάντια στο κρά-τος. Όταν σ’ αυτήν οι αρχές είναι υγιείς, και οι κακοί νόμοι τότε έχουν τα αποτελέσματα που φέρνουν οι αγαθοί νόμοι. Η δύναμη της ηθικής αρχής παρασύρει το παν [σελ• 126]. Για τον πόλεμο. Ανάμεσα στις κοινωνίες, το δικαίωμα της φυσικής άμυνας συνεπιφέρει κάποτε την ανάγκη της επίθεσης όταν ένας λαός βλέπει ότι σε μια μακρόχρονη ειρήνη θα μπορούσε κάποιος άλλος να τον καταστρέψει, και όταν η επίθεση [προληπτική] είναι σ’ αυτή την περίπτωση το μόνο μέσο να εμποδίσει αυτή την καταστροφή. Προκύπτει απ’ αυτά ότι, οι μικρές κοινωνίες έχουν πιο συχνά το δικαίωμα να κάνουν τον πόλεμο παρά οι μεγάλες, γιατί βρίσκονται πιο συχνά σε θέση να φοβούνται ότι θα καταστραφούν. Το δικαίωμα της επίθεσης του πολέμου επιβάλλεται απ’ την ανά-γκη και το άκαμπτο δίκαιο [σελ• 141-142].
Για το δικαίωμα της κατάκτησης.
Ορίζω έτσι το δίκαιο της κατάκτησης, ένα δίκαιο αναγκαίο, νόμιμο και θλιβερό για να εκπληρώσει κανείς απένα-ντι στην ανθρώπινη φύση [σελ• 146]. Απ’ το δικαίωμα του πολέμου γενιέται το δικαίωμα της κατάκτησης [σελ• 142]. Η κατάκτηση είναι μια απόκτηση• το πνεύμα της απόκτησης συνεπιφέρει την ανάγκη της διατήρησης και της χρήσης και όχι της καταστροφής, όταν ολοκληρωθεί η κατάκτηση, ο κατακτητής δεν έχει πια το δικαίωμα να σκοτώνει, αφού δεν βρίσκεται πια στην περίπτωση της φυσικής άμυνας γιατί δεν συναντά αντίσταση. Η κοινωνία είναι η ένω-ση των ανθρώπων και όχι οι άνθρωποι• ο πολίτης μπορεί να καταστραφεί και ο άνθρωπος να μείνει, δεν έχουν δι-καίωμα να υπάγουν σε δουλεία τους λαούς παρά όταν είναι αναγκαία για τη διατήρηση της κατάκτησης. Το αντικεί-μενο της κατάκτησης είναι η διάσωση: η δουλεία δεν είναι ποτέ το αντικείμενο της κατάκτησης, αλλά μπορεί να συμβεί να είναι ένα αναγκαίο μέσο για να πάμε στη διαφύλαξη και διάσωση [σελ• 143-144].
Ωφέλη! του υπόδουλου λαού από την κατάκτηση.
Τα κράτη που κατακτά κανείς, δεν είναι συνήθως ισχυρά απ’ τους θεσμούς τους. Η διαφθορά τα έχει παραλύσει και οι νόμοι έχουν παύσει να εφαρμόζονται• η κυβέρνηση έχει γίνει καταπιεστική. Ποιος μπορεί να αμφιβάλει ότι ένα τέτοιο Κράτος δεν θα ωφελούνταν και δεν θα αποκόμιζε ορισμένα πλεονεκτήματα από μια ξένη κατάκτηση, αν αυτή δεν είναι καταστρεπτική! Μια διακυβέρνηση που έφτασε στο σημείο που να μη μπορεί η ίδια να μεταρυθμιστεί, τι θα έχανε αν καταλύονταν; Ένας κατακτητής, που μπαίνει σ’ ένα λαό όπου με χίλιες πανουργίες και τεχνάσματα ο πλού-σιος χωρίς να φαίνεται χρησιμοποιεί διάφορα μέσα για ν’ αρπάζει• εκεί όπου ο δυστυχής που στενάζει όταν βλέπει αυτά που θεωρούσε για αδικίες να γίνονται νόμοι, ένας κατακτητής, λέω, μπορεί όλα να τα ανατρέψει και η άκαμπτη τυραννία, το μόνο που μπορεί να δεχθεί είναι η βία [σελ• 145].
Για την απάθεια ενός λαού.
Το δυστύχημα για μια πολιτεία είναι όταν δεν υπάρχει πια ελευθερία κινήσεων για την επίτευξη ενός ορισμένου σκοπού• κι αυτό συμβαίνει όταν έχουν διαφθείρει τον λαό κι αυτός γίνεται απαθής, παθαίνεται για το χρήμα και δεν νιάζεται πια για της δημόσιες υποθέσεις• χωρίς καμμιά φροντίδα για την κυβέρνηση και γι’ αυτά που του προτείνουν, περιμένει ήσυχα τον μισθό του [σελ• 44].
Τι είναι η ελευθερία?
Δεν υπάρχει καμμιά άλλη λέξη που να πήρε πιο πολλές διαφορετικές σημασίες που κατέπληξε τα πνεύματα με τόσους τρόπους απ’ τη λέξη ελευθερία [σελ• 147]. Στις δημοκρατίες ο λαός φαίνεται ότι κάνει αυτό που θέλει• αλλά η πολιτική ελευθερία δεν συνίσταται καθόλου στο να κάνουμε αυτό που θέλουμε. Μέσα σε ένα κράτος, δηλαδή μέσα σε μια κοινωνία όπου υπάρχουν νόμοι, η ελευθερία δεν μπορεί να συνίσταται παρά στο να μπορούν να κάνουν οι πολίτες αυτό που οφείλουν να θέλουν και να μη βιάζωνται να κάνουν αυτό που δεν πρέπει να θέλουν. Η ελευθερία είναι το δικαίωμα να κάνουν κάθε τι που οι νόμοι επιτρέπουν• και αν ένας πολίτης θα μπορούσε να κάνει αυτό που οι νόμοι απαγορεύουν, δεν θα είχε πια ελευθερία αυτός ο ίδιος γιατί και οι άλλοι θα είχαν επίσης αυτό το δικαίωμα.
είναι μια αιώνια εμπειρία το ότι κάθε άνθρωπος που ασκεί εξουσία, τείνει στο να κάνει κατάχρηση αυτής της εξουσίας. Βαδίζει μέχρι εκεί που βρίσκει όρια. Ποιος θα το έλεγε! Η αρετή η ίδια έχει ανάγκη από όρια. Για να μη μπορούν να κάνουν κατάχρηση της εξουσίας, πρέπει με τη διάταξη των πολιτικών πραγμάτων, η εξουσία να περιορίζει την εξουσία. Ένα σύνταγμα μπορεί να είναι τέτοιο ώστε κανείς να μην αναγκάζεται να εκτελεί αυτά για τα οποία ο νόμος δεν τον υποχρεώνει, και να μην εκτελεί εκείνα που ο νόμος επιτρέπει [σελ• 148-149].
Για τη διάκριση των εξουσιών.
Όταν στο ίδιο πρόσωπο ή στο ίδιο πολιτικό σώμα, που ασκεί την αρχή, η νομοθετική εξουσία είναι ενωμένη με την εκτελεστική, δεν υπάρχει καθόλου ελευθερία, γιατί μπορεί ο ίδιος ο μονάρχης ή η ίδια γερουσία να κάνει νόμους τυραννικούς και να τους εφαρμόσει με τρόπο τυραννικό. Επίσης δεν υπάρχει καθόλου ελευθερία όταν η δικαστική εξουσία δεν χωρίζεται απ’ τη νομοθετική και την εκτελεστική. Αν ήταν συνδεδεμένη με τη νομοθετική, η πίεση πάνω στη ζωή και την ελευεθρία των πολιτών θα ήταν αυατρχική, γιατί ο ίδιος ο δικαστής θα ήταν και νομοθέτης. Αν ήταν συνδεδεμένη με την εκτελεστική εξουσία, ο δικαστής θα μπορούσε να έχει τη δύναμη ενός καταπιεστή [σελ• 150].
Για τη δικαστική εξουσία.
Η δικαστική εξουσία, δεν πρέπει να δίδεται σε μια μόνιμη γερουσία αλλά να ασκείται από πρόσωπα που βγαίνουν απ’ το λαό, και σε μια ορισμένη ημερομηνία κάθε χρόνο σύμφωνα με αυτά που ορίζει ο νόμος για να συγκροτήσουν ένα δικαστήριο που δεν θα διαρκεί παρά τόσο, όσο η ανάγκη το απαιτεί. Μ’ αυτό τον τρόπο, η δικαστική εξουσία, τρομερή και αδέκαστη για τους ανθρώπους, επειδή δεν συνδέεται με καμμιά ορισμένη τάξη, γίνεται αόρατη και απρόσωπη. Δεν έχουν συνεχώς δικαστές μπρος στα μάτια τους και φοβούνται την άσκηση της εξουσίας και όχι τους άρχοντες [δικαστές] [σελ• 151-152].
Για τη νομολογία.
Αλλά αν τα δικαστήρια δεν πρέπει να είναι αμετάβλητα, οι δικαστικές αποφάσεις πρέπει να είναι ωστόσο αμετάβλητες σε τέτοιο βαθμό ώστε να αποτελούν ένα σαφές κείμενο του νόμου. Αν οι δικαστικές αποφάσεις ήταν μια προσωπική γνώμη του δικαστή, τότε θα ζούσαμε στην κοινωνία χωρίς να γνωρίζουμε ακριβώς τις υποχρεώσεις που απ’ αυτήν ανακύπτουν.
Είμαστε υπόχρεοι να μιλάμε!
Αν ήξερα κάτι που θα μου ήταν προσωπικά ωφέλιμο και που θα ήταν επιζήμιο στην οικογένεια μου, θα το απέρριπτα από το πνεύμα μου. Αν ήξερα κάτι ωφέλιμο για την οικογένεια μου και που δε θα ήταν για την πατρίδα μου, θα ζητούσα να το ξεχάσω. Αν ήξερα κάτι ωφέλιμο για την πατρίδα μου και που θα ήταν επιζήμιο στην Ευρώπη, ή που θα ήταν ωφέλιμο στην Ευρώπη και επιζήμιο στο ανθρώπινο γένος, θα το θεωρούσα έγκλημα.
5. Φρειδερίκος Νίτσε.

Νίτσε
Ορισμός του Κράτους.
Το κράτος? Τι είναι αυτό? Το κράτος είναι το πιο ψυχρό απ’ όλα τα ψυχρά κτήνη. Ακόμη και το ψέμα του είναι ψυχρό, κι αυτό το ψέμα σταλάζει από τα χείλη του: “εγώ το κράτος είμαι λαός”.Το κράτος λέει ψέματα σ’ όλες τις γλώσσες του Καλού και του Κακού• και με το κάθε τι που λέει, λέει ψέματα, και με το κάθε τι που κάνει, κλέβει. Το κάθε τι πάνω του είναι επίπλαστο• δαγκάνει με κλεμμένα δόντια. Ακόμη κι η κοιλιά του είναι ψεύτικια. Αποκαλώ Κράτος, εκεί όπου όλοι, καλοί και κακοί πίνουν δηλητήριο: το κράτος εκεί όπου όλοι, καλοί και κακοί χάνουν τον εαυτό τους: το κράτος εκεί όπου όλοι αργά αυτοκτονούν κι αυτό το λένε ζωή. Μόνο εκεί όπου το Κράτος παύει να υπάρχει, μπορεί ν’ αρχίσει ο άνθρωπος που δεν είναι περισευούμενος [Τάδε έφη Ζαρατούστρας, σελ• 63-64].
Για τους γυμνοσάλιαγκες.
Τιμή κι υπακοή στην εξουσία, ακόμη και στη διεφθαρμένη εξουσία! Έτσι θα εξασφαλίσεις κα-λό ύπνο. [Τάδε έφη Ζαρατούστρας, σελ• 42].
Για τον πολεμιστή.
Βλέπω πολλούς στρατιώτες: αν μονάχα μπορούσα να δω και πολλούς πολεμιστές. Αυτά που φορούν τα λένε στολή: μακάρι κι αυτό που κρύβουν από κάτω της να μη ήταν στολίδι μόνο! Θάπρεπε να’ σασταν τέτοιοι άντρες που ν’ αποζητούν μόνο ένα εχθρό, το δικό σας εχθρό. Κι είναι μερικοί από σας που με την πρώτη ματιά προδίνουν μίσος. Θάπρεπε ν’ αποζητάτε τον εχθρό σας, θάπρεπε να δίνετε τον πόλεμο σας, ένα πόλεμο για τις απόψεις σας. Κι αν οι απόψεις σας νικηθούν, η τιμιότητα σας θα πρέπει ακόμη και τότε θριαμβευτικά να κραυγάζει για την ήττα! Θάπρεπε ν’ αγαπάτε την ειρήνη σαν ένα μέσο για καινούργιους πολέμους. Και ν’ αγαπάτε την πιο σύντομη ειρήνη, παρά την πιο μακρόχρονη. Δεν σας εξορκίζω να εργάζεστε μα να πολεμάτε. Δεν σας εξορκίζω να γαληνεύετε αλλά να νικάτε. Η εργασία σας να ναι η μά-χη, κι η ειρήνη σας μια νίκη. Ο πόλεμος και το θάρρος έχουν κάνει πολύ πιο σπουδαία πράγ-ματα απ’ όσο ο οίκτος. Όχι η συμπόνοια μα η γεναιότητα σας έσωσε τους δυστυχισμένους μέ-χρι τώρα. Η ανταρσία, αυτή είναι η ευγένεια του σκλάβου. Σ’ ένα καλό πολεμιστή το “οφείλεις” αντηχεί πιο ευχάριστα από το “θέλω”. Και το κάθε τι που είναι αγαπητό για σας, θα πρέπει να σας το έχουν προστάξει. Αφείστε την αγάπη σας απέναντι στη ζωή να γίνει αγάπη απέναντι στην πιο ανώτερη σας ελπίδα, κι αφείστε την ανώτερη σας ελπίδα να γίνει η ανώτερη ιδέα σας για τη ζωή! Αλλά επιτρέψτε μου να σας συστήσω την ανώτερη σας ιδέα, που είναι αυτή: ο Άνθρωπος είναι κάτι που θα πρέπει να ξεπεραστεί [Ζαρατούστρας, σελ• 61-63].
Για τον όχλο.
Η ζωή είναι μια πηγή απόλαυσης• εκεί όμως που από την ίδια πηγή πίνει κι ο όχλος τα πηγάδια δηλητηριάζονται. Εγώ αγαπώ το κάθε τι που είναι καθαρό• αλλά δε μ’ αρέσει να βλέπω τα μισάνοιχτα στόματα και τη δίψα των βρωμερών. Ρίχνουν τη ματιά τους κάτω στο πηγάδι: και τώρα τ’ απωθητικό τους χαμόγελο αντανακλά πάνω μου μεσ’ από το πηγάδι. Έχουν δηλητη-ριάσει το αγιασμένο νερό με την ηδονοφιλία τους, κι όταν αποκαλούν τα βρώμικα όνειρα τους “ηδονή”, δηλητηριάζουν ακόμη και τις λέξεις το ίδιο. Η φλόγα είν’ απρόθυμη να τιναχτεί όταν βάζουν την υγρή καρδιά τους πάνω στη φωτιά• το ίδιο το πνεύμα βράζει και καπνίζει όταν το πλήθος του όχλου πλησιάζει τη φωτιά. Το φρούτο αρωσταίνει, σαπίζει κι ανοστίζει στα χέρια τους: και το δέντρο με τον καρπό κλονίζεται και μαραίνεται απ’ την κορφή του, κάτω απ’ το βλέμμα τους. Και πολλοί απ’ αυτούς που αποστράφηκαν τη ζωή, αποστράφηκαν μονάχα τον όχλο: δεν ήθελαν να μοιραστούν το πηγάδι και τη φλόγα και το φρούτο του δέντρου, με τον όχλο. Και πολλοί απ’ αυτούς που πήγαν στην έρημο κι υπόφεραν τη δίψα μαζί με τ’ άγρια ζώα, το κάναν μόνο και μόνο επειδή δεν ήθελαν να κάθουνται γύρω απ’ τη στέρνα με τους βρω-μερούς καμηλιέρηδες. Και πολλοί απ’ αυτούς που γύρισαν σαν τους χαλαστές και σαν ορμητικό χαλάζι σ’ όλους τους φρουτόκηπους, ήθελαν μονάχα να πατήσουν πόδι στις μασέλες του όχλου και να του φράξουν το λαρύγγι. Και να ξέρεις πως η ίδια η ζωή τη χρειάζεται την εχθρότητα και το θάνατο και το μαρτύριο, δεν είναι αυτό που σε στενεχωρεί τόσο πολύ, όσο ο όχλος. Κι έστρεψα την πλάτη μου στους ηγεμόνες, όταν είδα τι είναι αυτό που τώρα αποκαλούν εξουσία τους: το να παζαρεύουν και να εμπορεύονται τη δύναμη με τον όχλο! Έζησα με φραγμένα τ’ αυτιά ανάμεσα σε λαούς με ξένη γλώσσα: για να μείνει ξένη για μένα η γλώσσα τους των παζαριών και της εμπορίας για την εξουσία. Και πέρασα μεσ’ από όλο το χτες και το σήμερα, κακοδιάθετος και με φραγμένη τη μύτη μου: αληθινά σας λέω όλο το χτες και το σήμερα βρωμούν άσχημα μεσ’ από τον όχλο των κακογράφων! Σαν τον ανάπηρο που τυφλώθηκε, κουφάθηκε και βουβάθηκε: έτσι έζησα για ένα μεγάλο διάστημα, για να μη ζήσω μαζί με τον όχλο των γραφιάδων, τον όχλο των ηδονόφιλων και των εμπόρων της εξουσίας. Ωστόσο, τι μου συνέβηκε? Πως κατάφερα ν’ απελευθερωθώ από την αηδία? Ποιος ξανάνιωσε τα μάτια μου? Πως μπόρεσα να πετάξω στα ύψη όπου ο όχλος δεν κάθεται πια τριγύρω στα πηγάδια? Μήπως η ίδια η αηδία έφτιαξε φτερά και δυνάμεις μαγικές μέσ’ από τις πηγές που ξεπήδησαν για μένα? Αληθινά σας λέω, έπρεπε να πετάξω όσο γινόταν πιο ψηλά για να βρω και πάλι την πηγή της απόλαυσης! Ω, την έχω βρει πια αδελφοί μου! Εδώ στ’ απώτατα ύψη, η πηγή της χα-ράς και της απόλαυσης ξεπήδησε για μένα! Κι εδώ υπάρχει μια ζωή όπου κανένας όχλος δε μπορεί να πιει μαζί με μένα! Χτίζουμε τη φωλιά μας στο δέντρο που το λένε Μέλλον• οι αετοί θα φέρνουν σε μας τους μοναχικούς, τροφή στα ράμφη τους! Αληθινά σας λέω, τροφή που κανένας ακάθαρτος άνθρωπος δεν θα μπορεί να την αγγίξει! Γιατί θα νόμιζαν ότι τρώνε φωτιά που καίει τα στόματα τους! Αληθινά σας λέω, δεν προετοιμάζουμε εδώ πέρα ένα σπιτικό γι’ ακάθαρτους ανθρώπους! Τα σώματα και τα πνεύματα τους, θ’ αποκαλούν την ευτυχία μας μια σπηλιά από πάγο! Γι αυτό, ας ζήσουμε πάνω από αυτούς σαν δυνατοί άνεμοι, γείτονες των αε-τών, γείτονες του χιονιού, γείτονες του ήλιου: έτσι είναι που ζει ο δυνατός άνεμος. [Ζαρατούστρας, σελ• 112-115]. Είμαστε άρρωστοι από τούτη τη νεωτεριστικότητα–άρρωστοι από τούτη τη νοσηρή ειρήνη, απ΄ αυτόν τον άναντρο συμβιβασμό, απ΄ όλην ετούτη την ενάρετη ρυπαρότητα του νεώτερου ναι και όχι. Τούτη η ανοχή και τούτο το ξάνοιγμα της καρδιάς, που τα “συγχωρεί” όλα, μια που όλα τα “καταλαβαίνει”, είναι για μας κάτι σαν σορόκος. Καλύτερα να ζούμε στους πά-γους, παρά ανάμεσα στις νεώτερες αρετές και τους άλλους ανέμους του Νοτιά. Είμαστε αρκετά θαρραλέοι, δε λυπηθήκαμε ούτε τους άλλους, ούτε τους εαυτούς μας: για καιρό όμως δεν ξέρουμε που να βάλουμε την αντρεία μας. Γινόμαστε σκοτεινοί και μας αποκαλούσαν μοιρολάτρες. Η μοιρολατρία μας ήταν η πληρότητα, η ένσταση, η εξέγερση των δυνάμεων [σελ• 3].
Τι είναι ευτυχία;
Τι είναι καλό; Κάθε τι που εξυψώνει στον άνθρωπο το αίσθημα της δύναμης, της θέλησης δύναμης, την ίδια τη δύναμη. Τι είναι κακό; Κάθε τι που έχει τη ρίζα στην αδυναμία. Τι είναι ευτυχία; Το αίσθημα πως η δύναμη αυξαίνει–πως μια αντίσταση υπερπηδήθηκε. Όχι ικανοποίηση, μα περισσότερη δύναμη• όχι πριν απ΄ όλα ειρήνη, μα πόλεμος• όχι αρετή, μα αξία [αρετή στο στυλ της Αναγέννησης, αρετή λευτερωμένη απ΄ τη μοραλίνη]. Ας χαθούν οι αδύναμοι κι΄ οι αποτυχημένοι• πρώτο αξίωμα της αγάπης μας για τους ανθρώπους. Κι ακόμα, ας τους βοηθήσουμε να χαθούνε! [σελ• 4].
Για την έννοια της προόδου.
Η ανθρωπότητα δεν αντιπροσωπεύει μια ανάπτυξη στο καλύτερο ή στο δυνατότερο ή στο ψη-λότερο όπως νομίζουν σήμερα. Η “Πρόοδος” είναι μια νεώτερη ιδέα, δηλαδή μια ψεύτικη ιδέα. Ο σημερινός Ευρωπαίος, στην αξία του, στέκεται πολύ πιο κάτω απ΄ τον Ευρωπαίο της Αναγέννησης. Η πάρα πέρα ανάπτυξη δε σημαίνει καθόλου αναγκαία πως εξυψωνόμαστε, πως μεγαλώνουμε, πως δυναμώνουμε.
Για το Χριστιανισμό. Ο χριστιανισμός υπεράσπισε κάθε τι το αδύνατο, το ταπεινό, το λειψό, δημιούργησε ένα ιδανικό σε αντίθεση με τα ένστικτα συντήρησης της δυνατής ζωής, διάφθειρε ακόμα και το λογικό των διανοητικά δυνατότερων φύσεων, διδάσκοντας πως οι ανώτερες αξίες της διανοητικότητας είναι αμαρτήματα, ξεπλανέματα και πειρασμοί [σελ• 5].
Ορισμός διεφθαρμένου.
Ονομάζω διεφθαρμένο είτε ένα ζώο, είτε ένα είδος, είτε ένα άτομο, όταν διαλέγει και προτιμάει κάθε τι που είναι βλαβερό. Μια ιστορία των “υπέρτατων αισθημάτων”, των “ιδανικών της αν-θρωπότητας”–και μου είναι δυνατό να υποχρεωθώ να την διηγηθώ–θα εξηγούσε σχεδόν, γιατί ο άνθρωπος είναι τόσο διαφθαρμένος. Η ίδια η ζωή είναι για μένα το ένστικτο της αύξησης, της διάρκειας, της συσσώρευσης δύναμης, το ένστικτο δύναμης: όπου λείπει η βούληση δύναμης υπάρχει κατάπτωση. Η γνώμη μου είναι πως αυτή η θέληση λείπει απ΄ όλες τις ανώτερες αξίες της ανθρωπότητας–και πως οι αξίες της κατάπτωσης κυριαρχούν κάτω απ΄ τα ιερότερα ονόμα-τα [σελ• 6].
Ετυμηγορία για τον Χριστιανισμό.
Ο σταυρός, σημείο συσπείρωσης για την πιο υποχθόνια συνωμοσία που έγινε ποτέ – συνωμοσία ενάντια στην υγεία, την ομορφιά, την ευθύτητα, τη γεναιότητα, το πνεύμα, ενάντια στην καλοσύνη της ψυχής, ενάντια στην ίδια τη ζωή. Ονομάζω το χριστιανισμό τη μοναδική θεομη-νία, τη μοναδική μεγαλύτερη εσωτερική διαστροφή, το μοναδικό μεγάλο ένστικτο μίσους, που δε βρίσκει μέσο αρκετά φαρμακερό, αρκετά υποχθόνιο, αρκετά μικρό – τον ονομάζω τον μοναδικό και θανάσιμο μαρασμό της ανθρωπότητας. Και μετρούμε το χρόνο απ΄ την αποφράδα ημέρα που στάθηκε η αφετηρία αυτής της μοίρας – ξεκινώντας απ΄ την πρώτη ημέρα του χριστιανισμού! Γιατί να μην το μετράμε απ΄ την τελευταία του ημέρα; Από σήμερα–Αντιστροφή όλων των αξιών!
Αθανασία.
Γιατί πληρώνουμε πολύ ακριβά την κατάκτηση της αθανασίας; πεθαίνουμε πιο πολλές φορές απ΄ όσες ζούμε. Είναι κάτι που το ονομάζω Λόγχη της Μεγαλοσύνης. Το κάθε τι μεγάλο, ένα έργο, μια πράξη, στρέφεται μόλις τελειώσει ενάντια σ΄ αυτόν που το δημιούργησε. Αλλά, ακριβώς επειδή την ολοκλήρωσε αυτή την πράξη, νιώθει αδύναμος κι εξαντλημένος-δεν την αντέχει, δε μπορεί πια να την κοιτάξει κατά πρόσωπο. Αν κουβαλάς πάνω σου κάτι που γι΄ αυτό οι άλλοι δε σε συγχωρούν, κάτι που μ΄ αυτό έχεις δέσει κόμπο τη μοίρα της ανθρωπότητας, σε τσακίζει. Η όλο απειλές σιωπή που ακούς γύρω σου είναι κάτι φοβερό. Η μοναξιά έχει εφτά επιδερμίδες, τίποτα πια δεν τη διαπερνά. Πας κοντά στους ανθρώπους, χαιρετάς φίλους, πάλι ερημιά στο βλέμμα τους, κανένας δε σε χαιρετά. Στη πιο καλή περίπτωση έχεις να αντιμετωπίσεις μια επανάσταση. Αυτή την επανάσταση τη γνώρισα σ΄ όλες τις εκφάνσεις της, μα πάντα από τους ανθρώπους που βρίσκονταν πιο κοντά μου. Φαίνεται ότι τίποτα δεν πληγώνει πιο βαθιά τους άλλους από το να αφήνεις να φανεί ξαφνικά η απόσταση που σε χωρίζει από αυτούς-γιατί τα προνομιούχα πλάσματα που δεν ξέρουν να ζήσουν, χωρίς να αποδίδουν τιμές, είναι σπάνια. Από την άλλη μεριά, υπάρχει η υπερβολικά ευαίσθητη επιδερμίδα τους που δεν αντέχει ούτε το παραμικρό τσίμπημα, που τους κάνει ευάλωτους στο κάθε τι μικρό και ταπεινό. Έτσι θεωρώ σαν αναγκαία αυτή την κατάσταση όπου έχεις χάσει πια κάθε δύναμη ελέγχου, τελειώνοντας μια πράξη δημιουργίας. Δε μπορείς πια τίποτα να απαγορεύσεις, κι όλη η δύναμη σου έχει κυλήσει έξω … Σε μια τέτοια κατάσταση μπόρεσαν κάποτε να με κυκλώσουν ένα κοπάδι από ήπια και φιλάνθρωπα ιδανικά, που σου φέρνουν κάποια ζεστασιά [Τάδε έφη Ζαρατούστρας].
Το δάγκωμα της οχιάς.
Μια μέρα ο Ζαρατούστρας αποκοιμήθηκε κάτω από μια συκιά, επειδή έκανε πολλή ζέστη, και σκέπασε το πρόσωπο του με τα διπλωμένα χέρια του. Μια οχιά τον ζύγωσε και τον δάγκωσε στο μάγουλο, έτσι που ο Ζαρατούστρας φώναξε από πόνο. Όταν τράβηξε το χέρι από το πρόσωπο του, κοίταξε το φίδι. Εκείνο γνώρισε το βλέμμα του Ζαρατούστρα, στράφηκε αδέξια κι ετοιμάστηκε να φύγει. “Όχι, μη φεύγεις!” είπε ο Ζαρατούστρας. “δεν δέχτηκες ακόμη τις ευχαριστίες μου! Με ξύπνησες πάνω στην κατάλληλη στιγμή, γιατί έχω ακόμη πολύ δρόμο να κάνω”. “Έχεις μόνο λίγο δρόμο να κάνεις” είπε λυπημένα η οχιά, “το δηλητήριο μου φέρνει θάνατο”. Ο Ζαρατούστρας χαμογέλασε: “που ακούστηκε ποτέ, ένας δράκοντας να πεθαίνει από το δηλητήριο ενός φιδιού;”, είπε. Αλλά, πάρε πίσω το δηλητήριο σου! Δεν είσαι αρκετά πλούσια για να το σπαταλάς σε μένα! Τότε η οχιά έπεσε πάλι πάνω στο λαιμό του κι έγλειψε την πληγή.
Όταν έχεις ένα εχθρό μη του ανταποδίδεις το καλό για το κακό που σου έκανε: γιατί έτσι θα τον κάνεις να ντραπεί. Αλλά απόδειξε του ότι σου έχει κάνει κάτι καλό. Καλύτερα να τον θυμώσεις παρά να τον κάνεις να ντρέπεται! Κι όταν σε καταραστούν, δε θάθελα από μέρους σου να τον ευλογήσεις. Καλύτερα να τον καταραστείς και συ λίγο! Κι αν σου γίνει κάποια μεγάλη αδικία, τότε κάντου και συ πέντε μικρές αδικίες μαζί. Αυτός που υποφέρει μονάχος την αδικία, είναι τρομερό να την υποφέρει. Τόξερες αυτό κιόλας; Αν μοιραζόσουν την αδικία, τότε είναι μισή η αδικία. Κι αυτός που μπορεί να την υποφέρει, θα φορτωθεί μονάχος του την αδικία. Μια μικρή εκδίκηση είναι πιο ανθρώπινη από καθόλου εκδίκηση, κι αν η τιμωρία δεν είναι μαζί ένα δικαίωμα και μια τιμή γι΄ αυτόν που καταπατά τα ανθρώπινα δικαιώματα, τότε, δε μ΄ αρέσει καθόλου η τιμωρία σου. Είναι πιο ευγενικό να δηλώνεις από μόνος σου ότι έκανες λάθος, παρά να υποστηρίζεις ότι έχεις δίκιο, ιδιαίτερα όταν έχεις δίκιο. Μόνο που πρέπει νάναι κανένας πολύ πλούσιος για κάτι τέτοιο. Δε μου αρέσει η ψυχρή σας δικαιοσύνη. Κι από το βλέμμα των δικαστών σας ξεπετιέται πάντα μόνο ο εκτελεστής και το ψυχρό ατσάλι του. Πέστε μου, που είναι η δικαιοσύνη, που γίνεται αγάπη με μάτια που μπορούν και βλέπουν; Τότε, επινοείστε την αγάπη που να μην έχει μέσα της μόνο όλη την τιμωρία μα και την ενοχή. Τότε βρείτε τη δικαιοσύνη που να αθωώνει όλους, έξω από τους δικαστές! Θέλετε να μάθετε ακόμη κι αυτό; Γι΄ αυτόν που θέλει νάναι δίκαιος μέσα από τα βάθη της καρδιάς του, ακόμη κι ένα ψέμα γίνεται φιλανθρωπία. Αλλά, πως θα μπορούσα νάμαι δίκαιος βαθιά μέσα από την καρδιά μου; Πως θα μπορούσα να δώσω στον καθένα αυτό που του ανήκει; Αφήστε με να αρκεστώ σε τούτο: δίνω στον καθένα ό,τι είναι δικό μου. Τελικά, αδερφοί μου, φυλαχτείτε από το να κάνετε κακό σε ένα ερημίτη! Πως θα μπορούσε ένας ερημίτης να σας το συγχωρέσει; Γιατί πως θα μπορούσε να σας το ανταποδώσει; Ένας ερημίτης είναι σαν βαθύ πηγάδι. Είναι εύκολο να ρίξεις μια πέτρα μέσα του. Αλλά αν η πέτρα φτάσει στα βάθη του, πέστε μου ποιος θα τη βγάλει πάλι έξω; Φυλαχτείτε λοιπόν να μη προσβάλλετε ένα ερημίτη! Μα αν το κάνετε, παρόλα αυτά, τότε, καλύτερα και να τον σκοτώσετε μαζί!
Οι μύγες της πλατείας της αγοράς.
Σε βλέπω κιόλας καταπονημένο από τις δηλητηριασμένες μύγες, βλέπω το αιματοβαμμένο κορμί σου καταξεσχισμένο σε εκατό σημεία‒κι η περηφάνια σου αρνείται ακόμη και την οργή
Πετάξτε, φίλοι μου, στη μοναξιά σας! Φίλε, σε βλέπω να ξεκουφαίνεσαι από το βουητό των σπουδαίων ανθρώπων και να σε καταπληγώνουν τα κεντριά από τους μικρούς.
Το δάσος και τα βράχια ξέρουν πώς να μένουν σιωπηλά μαζί σου. Γίνε σαν το δένδρο πάλι, το δένδρο με τα πλατιά κλαδιά που αγαπάς: ήρεμα και προσεχτικά γέρνει πάνω από τη θάλασσα.
Εκεί όπου παύει η μοναξιά, αρχίζει η πλατεία της αγοράς. Κι εκεί όπου αρχίζει η πλατεία της αγοράς είναι και το βουητό των μεγάλων ηθοποιών και το ζουζούνισμα από τις δηλητηριασμένες μύγες.
Μέσα στον κόσμο, ακόμη και τα καλύτερα πράγματα δεν αξίζουν τίποτα, εκτός από αυτόν που πρώτος τα παρουσιάζει: ο λαός αποκαλεί αυτούς τους παρουσιαστές «μεγάλους άντρες».
Ο λαός έχει ελάχιστη ιδέα για τη μεγαλοσύνη, δηλαδή: τη δημιουργικότητα. Αλλά έχει μια ιδιαίτερη ικανότητα στο να ξεχωρίζει όλους τους παρουσιαστές και τους δημιουργούς μεγάλων πραγμάτων. Ο κόσμος κινείται γύρω από τους επινοητές νέων αξιών: αδιόρατα κινείται. Αλλά ο λαός κι η δόξα κινούνται γύρω από τους ηθοποιούς: αυτός είναι ο τρόπος που «λειτουργεί ο κόσμος». Ο ηθοποιός διαθέτει πνεύμα, μα ελάχιστη συνείδηση του πνεύματος. Πάντα του πιστεύει σ΄ αυτό που πιο έντονα παράγει πίστη-παράγει πίστη στον εαυτό του! Αύριο θάχει μια καινούργια πίστη και μεθαύριο μια άλλη, το ίδιο καινούργια πίστη μεθαύριο. Έχει μια γρήγορη αντίληψη, έτσι όπως έχει κι ο λαός κι ένα καπριτσιόζικο ταπεραμέντο. Το να ανατρέπει, γι΄ αυτόν σημαίνει: απόδειξη. Το να κάνει σαν τρελός, σημαίνει ότι πείθει. Και το αίμα είναι γι΄ αυτόν ένα από τα καλύτερα επιχειρήματα. Μια αλήθεια που εισχωρεί μόνο στα ευαίσθητα αυτιά, τη λέει ψέμα και κάτι τιποτένιο. Στ΄ αληθινά πιστεύει μόνο στους θεούς που κάνουν τη μεγαλύτερη φασαρία στον κόσμο!
Η πλατεία της αγοράς είναι γεμάτη από φτιασιδωμένους παλιάτσους‒κι ο λαός παινεύεται για τους μεγάλους άντρες του! Αυτοί είναι οι ήρωες της ώρας για το λαό. Αλλά η ώρα βιάζεται: γι΄ αυτό σε βιάζουν και σένα. Κι από σένα το ίδιο απαιτούν, ένα Ναι ή ένα Όχι. Κι αλίμονο σου αν ζητήσεις να καθίσεις ανάμεσα στο Υπέρ και το Κατά.
Μη ζηλεύεις, εραστή της αλήθειας, γι΄ αυτούς τους αδιάλλαχτους και καταπιεστικούς ανθρώπους! Η αλήθεια ποτέ ως τώρα δεν κρεμάστηκε στο μπράτσο κάποιου αδιάλλακτου. Ξαναγύρισε στη σιγουριά σου εξαιτίας αυτών των απότομων ανθρώπων: γιατί, μήπως μόνο στην πλατεία της αγοράς θα σου επιτεθούν μ΄ αυτά τα Ναι και τα Όχι; Η εμπειρία της βαθιάς πηγής είναι αργή: πρέπει να περιμένεις πολύ μέχρι που να μάθουν τι ήταν αυτό που έπεσε στα βάθη της. Όλα τα σπουδαία πράγματα συμβαίνουν μακριά από τη δόξα και την πλατεία της αγοράς.
Πέταξε, φίλε μου, στη μοναξιά σου: σε βλέπω να σε κεντρίζουν οι δηλητηριασμένες μύγες. Φύγε κατά κει όπου ο καθαρός, σκληρός άνεμος φυσά! Πέταξε στη μοναξιά σου! Έχεις ζήσει πολύ κοντά στους ταπεινούς κι αξιολύπητους ανθρώπους. Πέταξε μακριά απ΄ τη κρυφή εκδίκηση τους! Για σένα, δεν έχουν τίποτα άλλο από εκδίκηση. Μη σηκώνεις άλλο τα χέρια σου κατά τη μεριά τους! Είναι αναρίθμητοι, και δεν είναι της μοίρας σου να σκοτώνεις μύγες. Αναρίθμητοι είν΄ αυτοί οι ταπεινοί κι αξιολύπητοι άνθρωποι· κι οι σταγόνες της βροχής και τ΄ αγριόχορτα έχουν ζώσει, κι έφεραν την καταστροφή σε πολλούς περήφανους πύργους.
Δεν είσαι καμιά πέτρα, μα κιόλας αυτές οι πολλές σταγόνες σ΄ έχουν βαθουλώσει. Θα σε συντρίψουν και θα σε κομματιάσουν ακόμη τούτες οι πολλές σταγόνες. Σε βλέπω κιόλας καταπονημένο από τις δηλητηριασμένες μύγες, βλέπω το αιματοβαμμένο κορμί σου καταξεσχισμένο σε εκατό σημεία‒κι η περηφάνια σου αρνείται ακόμη και την οργή. Θέλουν αίμα από σένα, μ΄ όλη τους την αθωότητα, κι οι αναιμικές ψυχές τους διψούν για αίμα‒κι έτσι σε κεντρίζουν μ΄ όλη την αθωότητα τους. Αλλά εσύ, περήφανε, υποφέρεις πολύ βαθιά, ακόμη κι από αυτές τις μικρές πληγές. Κι έτσι, πριν ακόμη συνεφέρεις, το ίδιο δηλητηριασμένο σκουλήκι σκαρφαλώνει στο χέρι σου. Είσαι πολύ περήφανος για να σκοτώσεις αυτά τα γλυκερά πλάσματα. Αλλά, πρόσεχε!, να μη γίνει μοίρα σου να ανεχτείς όλη τη δηλητηριασμένη αδικία τους!
Βουολογούνε γύρω σου, ακόμη και με τους επαίνους τους: κι οι έπαινοι τους είναι βάρος. Θέλουν να τρυπώσουν μέσα στο δέρμα και στο αίμα σου. Σε κολακεύουν σαν νάσουνα κανένας θεός ή διάβολος. Και θρηνολογούν μπροστά σου σαν νάσουνα θεός ή διάβολος. Μα τι σημασία έχει; Είναι κόλακες και κλαψιάρηδες και τίποτα περισσότερο! Και συχνά είναι ευγενικοί απέναντι σου. Μα τούτη ήταν πάντα η σύνεση των δειλών. Ναι, η δειλία είναι πάντα της συνετή. Σκέφτονται πολύ για σένα με τη στενόμυαλη ψυχή τους‒κι είσαι πάντα ύποπτος γι΄ αυτούς. Το καθετί που κάνει τους άλλους να σκέφτονται πολύ τους φαίνεται ύποπτο. Σε τιμωρούν για όλες σου τις αρετές. Μα, βαθιά μέσα τους, σου συχωρούνε μόνο τα λάθη σου. Επειδή είσαι καλός και με δίκαιη κρίση, λες: «δεν πρέπει να τους κατηγορούμε, δε φταίνε αυτοί για την ταπεινή ύπαρξη τους». Αλλά οι μικρές ψυχές τους πιστεύουν: «η κάθε υψηλόφρονη ύπαρξη είναι κι ένοχη»! Ακόμη κι αν είσαι ευγενικός μαζί τους, αυτοί θα νομίζουν ότι τους περιφρονείς. Και θα σου αντιστρέψουν την καλοσύνη σου με κρυφή πανουργία. Η σιωπηλή περηφάνια σου, πάντα προσβάλλει τα γούστα τους. Χαίρονται αν κάποτε δείξεις τόσο μετριόφρονας ώστε να μη θες τη ματαιοδοξία.
Όταν αναγνωρίζουμε κάτι το ξεχωριστό σ΄ ένα άνθρωπο, βάζουμε φωτιά να του το κάψουμε. Γι΄ αυτό, φυλάξου απέναντι στους μικρόψυχους αυτούς ανθρώπους! Μπροστά σου εκείνοι νιώθουν τη μικρότητα τους, κι η ταπεινότητα τους φρενιάζει κι αστράφτουν ενάντια σου με κρυφή εκδικητικότητα. Δεν έχεις προσέξει πόσο συχνά απομένουν σιωπηλοί όταν τους πλησιάζεις, και πως η δύναμη τους φεύγει από πάνω τους σαν καπνός από φωτιά που σβήνει; Ναι, φίλε μου, είσαι η κακή συνείδηση για τους γείτονες σου: γιατί είναι όλοι ανάξιοι σου. Έτσι, σε μισούν και θάθελαν με απόλαυση να σου ρουφήξουν το αίμα. Οι γείτονες σου θάναι πάντα μύγες φαρμακερές: το κάθε τι που είναι μεγάλο μέσα σου, θα τους κάνει πιο φαρμακερούς και πιο πολύ να μοιάζουνε με μύγες. Πέταξε φίλε μου στη μοναξιά σου κι εκεί όπου ο αγνός, ορμητικός αγέρας φυσά! Δεν είναι της μοίρας σου εσένα να σκοτώνεις μύγες!
Δημιουργός
Ο Ζαρατούστρας κοιμήθηκε πολύ, κι όχι μόνο η αυγή μα και το πρωινό ολόκληρο πέρασε πάνω από το κεφάλι του. Όμως τελικά άνοιξε τα μάτια του: με κατάπληξη ο Ζαρατούστρας κοίταξε το δάσος και την ακινησία γύρω του, με κατάπληξη κοίταξε και τον εαυτό του. Μετά σηκώθηκε γρήγορα σαν το θαλασσοπόρο που βλέπει στεριά και χάρηκε: γιατί μια καινούργια αλήθεια είχε προβάλλει μέσα του. Κι ύστερα μίλησε στη καρδιά του έτσι:
−Ένα φως γεννήθηκε μέσα μου: έχω ανάγκη από συντρόφους, ζωντανούς κι όχι νεκρούς συντρόφους και πτώματα, που να τους κουβαλώ μαζί μου, όπου μ΄ αρέσει. Αλλά χρειάζομαι ζωντανούς συντρόφους που να με ακολουθούν επειδή θέλουν να ακολουθήσουν τον εαυτό τους−και που να θέλουν να πάνε όπου θέλω εγώ.
−Ένα φως άστραψε μέσα μου: ο Ζαρατούστρας δε θα μιλά πια στους ανθρώπους μα σε συντρόφους! Ο Ζαρατούστρας δε θα γίνει κανένας βοσκός ή το σκυλί κανενός κοπαδιού!
−Για να προσελκύσω πολλούς μακριά από το κοπάδι, γι΄ αυτό το λόγο έχω έρθει.Οι άνθρωποι και το κοπάδι θα θυμώσουν μαζί μου: οι βοσκοί θα λένε ότι ο Ζαρατούστρας είναι ληστής.
−Εγώ τους λέω βοσκούς, μα αυτοί λένε πως είναι οι καλοί κι οι δίκαιοι. Εγώ τους λέω βοσκούς: μα αυτοί λένε πως είναι οι πιστοί της αληθινής πίστης. Για δες τους καλούς και τους δίκαιους! Ποιο μισούν το πιο πολύ; Αυτό που συντρίβει τις δέλτους των αξιών τους, αυτό που σπάζει, που συντρίβει το νόμο, μα που είναι δημιουργός.
Για δες τους πιστούς της κάθε πίστης! Ποιο μισούν περισσότερο; Αυτόν που συντρίβει τις δέλτους των αξιών τους, αυτόν που σπάζει, που παραβιάζει το νόμο, μα που είναι δημιουργός.
Ο δημιουργός αποζητά συντρόφους, όχι πτώματα ή βοσκούς ή πιστούς. Ο δημιουργός ζητά συντρόφους στη δημιουργία του, αυτούς που θα χαράξουν νέους νόμους πάνω σε καινούργιες δέλτους.
Ο δημιουργός ζητά συντρόφους και βοηθούς στο θερισμό: γιατί μαζί του το κάθε τι ωριμάζει για θέρο. Μα του λείπουν τα εκατό του δρεπάνια: γι΄ αυτό και ξεριζώνει τα αυτιά των καλαμποκιών κι είναι αγανακτισμένος.
Ο δημιουργός ζητά συντρόφους, και μάλιστα τέτοιους που να ξέρουν πως να ακονίζουν τα δρεπάνια τους. Θα τους αποκαλέσουν καταστρεφτές και περιφρονητές του καλού και του κακού. Αλλά αυτοί είναι οι θεριστάδες κι οι γλεντοκόποι που χαίρονται τη ζωή. Ο Ζαρατούστρας ζητά συντρόφους στη δημιουργία, συντρόφους στη συγκομιδή, και συντρόφους στο γλεντοκόπι: τι σχέση έχει αυτός με τα κοπάδια, τους τσοπάνηδες και τα πτώματα!;
−Και συ πρώτε μου σύντροφε, έχε γεια! Σ΄ έθαψα καλά σ΄ αυτή τη κουφάλα ψηλά στο δένδρο, σ΄ έχω κρύψει καλά από τους λύκους. Αλλά τώρα σ΄ αφήνω γιατί ήρθε η ώρα. Από τη μια αυγή στην άλλη μια νέα αλήθεια φώτισε μέσα μου.
Δε θάμαι ο βοσκός κι ο νεκροθάφτης, δε θα ξαναμιλήσω πια στο πλήθος: μίλησα σε ένα νεκρό για στερνή φορά. Θα κάνω συντροφιά με δημιουργούς, με θεριστάδες, με γλεντοκόπους: θα τους δείξω το ουράνιο τόξο και τη κρεμαστή σκάλα που οδηγεί στον Υπεράνθρωπο.
Θα πω το τραγούδι μου στο μοναχικό ερημίτη και στους ερημίτες που ζουν ζευγαρωτά. Και θα κάνω τη καρδιά εκείνου που έχει ακόμη αυτιά για πρωτάκουστα πράγματα, βαριά από την ευτυχία μου. Ξεκινώ για το σκοπό μου, παίρνω πια το δρόμο μου. Θα πηδήσω πάνω από τους δισταχτικούς και τους νωχελικούς. Έτσι, το δικό μου πέρασμα για μπρος θα γίνει το βασίλεμα τους!
6. Ζακ Ρουσσώ.

Ρουσσώ
Ο άνθρωπος γεννήθηκε ελεύθερος, αλλά παντού βρίσκεται αλυσοδεμένος. Ακόμη κι αυτός που πιστεύει ότι είναι αφέντης των άλλων, δεν παύει να είναι πιο σκλάβος απ′ αυτούς τους άλλους. Αν είχα κατά νου μόνο την εξουσία και τις επιπτώσεις που προέρχονται απ′ αυτήν, θά′ λεγα: από τη στιγμή που ένας λαός εξαναγκάζεται να υπακούει και υπακούει, τότε καλά κάνει: μόλις μπορεί ν′ αποτινάξει από πάνω του το ζυγό της εξουσίας και τον αποτινάσσει, κάνει ακόμη καλύτερα· γιατί αφού ξαναπαίρνει την ελευθερία του με το ίδιο δικαίωμα που του την άρπαξαν, ή είναι σωστό να την ξαναπάρει ή δεν έπρεπε καθόλου να του την πάρουν. Αλλά η κοινωνική τάξη, το καθεστώς, είναι ένα ιερό δικαίωμα που χρησιμεύει σαν βάση για όλα τ′ άλλα. Ωστόσο αυτό το δικαίωμα δεν προέρχεται καθόλου από τη Φύση. Στηρίζεται λοιπόν πάνω σε συμβάσεις [σελ· 19].
Τι είναι η οικογένεια;
Η οικογένεια είναι το πρώτο μοντέλο των πολιτικών κοινωνιών· ο ηγέτης είναι η εικόνα του πατέρα, ο λαός είναι η εικόνα των παιδιών, και καθώς όλοι έχουν γεννηθεί ίσοι κι ελεύθεροι, δεν παραιτούνται από την ελευθερία τους παρά μόνο αν έχουν συμφέρον να το κάνουν. Η μόνη διαφορά είναι πως μέσα στην οικογένεια η αγάπη του πατέρα για τα παιδιά του τον αποζημιώνει για τις φροντίδες του, ενώ το Κράτος η ευχαρίστηση να διοικεί αντικαθιστά αυτή την αγάπη που ο ηγέτης δεν έχει για το λαό του [σελ· 20-21].
Για τους δούλους.
Ο κάθε άνθρωπος που γεννιέται σε καθεστώς δουλείας, γεννιέται για τη δουλεία–τίποτα πιο σίγουρο απ′ αυτό. Οι δούλοι χάνουν τα πάντα μέσα στις αλυσίδες τους, ακόμη και την επιθυμία να απαλλαγούν απ′ αυτές. Αγαπούν τη σκλαβιά τους όπως οι σύντροφοι του Οδυσσέα αγαπούσαν την αποκτήνωση τους. Αν υπάρχουν λοιπόν δούλοι από τη φύση τους, είναι γιατί υπάρχει δουλεία ενάντια στη φύση. Η βία δημιούργησε τους πρώτους δούλους και η δειλία των δούλων διαιωνίζει τη δουλεία [σελ· 22].
Για τη δύναμη.
Ο ισχυρότερος δεν είναι ποτέ αρκετά ισχυρός για να μένει πάντα ο ηγέτης αν δεν μετατρέψει τη δύναμη του σε δίκαιο και την υπακοή σε καθήκον. Η δύναμη, είναι μια φυσική δύναμη και δεν βλέπω καθόλου ποια ηθική μπορεί να προκύψει από τ′ αποτελέσματα της. Η υποχώρηση μπροστά στη δύναμη είναι μια πράξη αναγκαιότητας κι όχι βούλησης. Και το πολύ-πολύ να είναι μια πράξη σύνεσης… Η κάθε δύναμη που ξεπερνά την πρώτη, κληρονομεί και το δίκαιο της. Από τη στιγμή που μπορούμε να μην υπακούσουμε ατιμώρητα, το μπορούμε νόμιμα, κι αφού ο πιο ισχυρός έχει πάντα δίκιο, δεν πρέπει κι εμείς να προσπαθήσουμε να γίνουμε οι πιο δυνατοί;… Ας παραδεχτούμε λοιπόν ότι η δύναμη δεν δημιουργεί δίκαιο, κι ότι δεν είμαστε υποχρεωμένοι να υπακούμε παρά μόνο στις νόμιμες δυνάμεις [σελ· 24-25].
Για την υποδούλωση ενός λαού.
Το να λέμε ότι ένας άνθρωπος προσφέρεται χωρίς κανένα αντάλλαγμα, είναι σαν να λέμε μια μεγάλη ανοησία, γιατί κάτι τέτοιο θα′ ταν ακατανόητο· μια τέτοια πράξη είναι παράνομη και άκυρη, από μόνο το γεγονός ότι αυτός που την εκτελεί δεν είναι σίγουρα στα λογικά του. Το να λέμε το ίδιο πράγμα για ένα ολόκληρο λαό, είναι σαν να λέμε ότι έχουμε να κάνουμε μ′ ένα λαό τρελών· αλλά η τρέλλα δεν δημιουργεί δίκαιο. Αλλά κι ακόμη κάποιος μπορούσε να παραιτηθεί από τον ίδιο τον εαυτό του, δεν μπορεί να παραιτηθεί και για λογαριασμό των παιδιών του. Τα παιδιά αυτά γεννήθηκαν άνθρωποι κι ελεύθεροι· η ελευθερία τους είναι κάτι που τους ανήκει και κανένας δεν έχει το δικαίωμα να τη διαθέσει για λογαριασμό τους. Πριν τα παιδιά ενηλικιωθούν ο πατέρας μπορεί στο όνομα τους να πάρει μέτρα για τη συντήρηση τους, για την ευημερία τους· αλλά όχι και να προσφέρει αυτά τα ίδια τα παιδιά του αμετάκλητα και χωρίς όρους. Γιατί μια τέτοια προσφορά είναι ενάντια στους σκοπους της Φύσης και ξεπερνά τα δικαιώματα της πατρότητας… Το να παραιτηθεί κανένας από την ελευθερία του είναι σαν να παραιτείται από την ανθρώπινη ιδιότητα του, από τα δικαιώματα του σαν ανθρώπου, ακόμη κι από τα κα-θήκοντα του. Και δεν υπάρχει καμιά αποζημίωση για κάποιον που τ′ απαρνιέται όλα αυτά. Μια τέτοια παραίτηση κι απάρνηση είναι ασυμβίβαστη με τη φύση του ανθρώπου, είναι σαν ν′ α-φαιρεί κάθε ηθική από τις πράξεις του, κάθε ελευθερία από τη βούληση του. Τελικά πρόκειται για μια μάταιη κι αντιφατική σύμβαση να αποδέχεσαι από τη μια μεριά μια απόλυτη εξουσία κι από την άλλη μια δίχως όρια υπακοή [σελ· 26-28].
Αιτίες του πολέμου.
Είναι ξεκάθαρο ότι αυτό το υποτιθέμενο δικαίωμα να σκοτώνεις τους νικημένους, δεν προκύ-πτει κατά κανένα τρόπο από την κατάσταση του πολέμου. Και μόνο από το γεγονός ότι οι άνθρωποι, ζώντας μέσα στην πρωταρχική ανεξαρτησία τους, δεν είχαν μεταξύ τους σχέσεις αρκετά σταθερές για να δημιουργήσουν είτε κατάσταση ειρήνης, είτε κατάσταση πολέμου, αποδείχνεται ότι δεν είναι καθόλου από τη φύση τους εχθροί. Είναι από τη σχέση των πραγμάτων κι όχι των ανθρώπων που δημιουργείται ο πόλεμος και, καθώς η πολεμική κατάσταση δεν μπορεί να δημιουργήσει απλές προσωπικές σχέσεις αλλά διαπραγματικές. Ο ιδιωτικός πόλεμος ή ο πό-λεμος ανθρώπου με άνθρωπο δεν μπορεί να υπάρξει ούτε στην κατάσταση της φύσης όπου δεν υπάρχει σταθερή ιδιοκτησία ούτε στην κοινωνική κατάσταση όπου όλα βρίσκονται κάτω από τη δικαιοδοσία των νόμων… Ο πόλεμος λοιπόν δεν είναι καθόλου μια σχέση ανθρώπου προς άνθρωπο αλλά μια σχέση Κράτους προς Κράτος, μέσα στην οποία οι πολίτες δεν είναι εχθροί παρά μόνο τυχαία κι όχι σαν άνθρωποι μήτε καν σαν πολίτες αλλά σαν στρατιώτες· κι ούτε σαν μέλη της ίδιας της πατρίδας μα σαν υπερασπιστές της. Τελικά, κάθε Κράτος δε μπορεί να έχει σαν εχθρούς παρά άλλα κράτη κι όχι ανθρώπους, δεδομένου ότι ανάμεσα σε πράγματα διαφο-ρετικής φύσης δε μπορεί να υπάρξει καμιά σχέση… Η κήρυξη πολέμου γίνεται περισσότερο για να ειδοποιηθούν όχι τα κράτη μα οι υπήκοοι τους. Ο ξένος, είτε βασιλιάς, είτε απλός πολίτης, είτε λαός ολόκληρος, που κλέβει, σκοτώνει ή αιχμαλωτίζει άλλα άτομα χωρίς να κηρύξει τον πόλεμο στον ηγεμόνα τους, δεν είναι ένας εχθρός μα ένας ληστής. Ακόμη και στο αποκορύφωμα του πολέμου, ένας δίκαιος ηγεμόνας κυριεύει μέσα στην εχθρική χώρα μόνο αυτά που ανήκουν στο δημόσιο αλλά σέβεται την προσωπικότητα και την περιουσία των πολιτών· σέβεται δικαιώματα πάνω στα οποία στηρίζονται και τα δικά του. Τελειώνοντας ο πόλεμος με την καταστροφή του εχθρικού κράτους, έχουμε το δικαίωμα να σκοτώσουμε τους υπερασπιστές του όσο κι αυτοί βαστούν όπλο στα χέρια τους. Αλλά από τη συτιγμή που θα καταθέσουν τα όπλα πάυοντας να είναι εχθροί ή όργανα του εχθρού, ξαναγίνονται απλά άνθρωποι και δεν έχουμε πια κανένα δικαίωμα πάνω στη ζωή τους. Καμιά φορά μπορούμε να εξοντώσουμε ένα κράτος χωρίς να πειράξουμε ούτε ένα από τα μέλη του: έτσι ο πόλεμος δεν μας δίνει κανένα δικαίωμα που να μην είναι απαραίτητο στον αντικειμενικό σκοπό του.[σελ· 28-30].
Για το δικαίωμα της κατάκτησης.
Σχετικά με το δικαίωμα της κατάκτησης πάλι, δεν έχει καμιά άλλη θεώρηση έξω από το δίκαιο του ισχυρότερου. Ανο πόλεμος δεν δίνει διόλου στο νικητή το δικαίωμα να σφαγιάζει τους νικημένους λαούς, αυτό το δικαίωμα να σφαγιάζει τους νικημένους λαούς, αυτό το δικαίωμα που δεν έχει δεν μπορεί να αποτελέσει βάση του δικαιώματος να τους υποδουλώνει. Δεν έχουμε το δικαίωμα να σκοτώνουμε τον εχθρό παρά μόνο όταν δεν μπορούμε να τον υποδουλώσουμε. Αλλά τότε το δικαίωμα να τον κάνουμε σκλάβο δε γιεννιέται από το δικαίωμανα τον σκοτώνουμε. Είναι λοιπόν ένα παράλογο αντάλλαγμα να τον βάζουμε ν′ αγοράζει τη ζωή πληρώνοντας με την ελευθερία του, μια που δεν έχουμε κανένα δικαίωμα πάνω στη ζωή του. Στηρίζοντας το δικαίωμα της ζωής και του θανάτου πάνω στο δικαίωμα της δουλείας και το δικαίωμα της δουλείας πάνω στο δικαίωμα της ζωής και του θανάτου, δεν είναι ξεκάθαρο ότι μπαίνουμε σ′ ένα φαύλο κύκλο; Ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι ε΄χουμε αυτό το τρομερό δικαίωμα να σκοτώνουμε τους πάντες, πιστεύω ότι ένας άνθρωπος που έγιονε δούλος στον πόλεμο ή ένας λαός που κατακτήθηκε δεν οφείλει τίποτα άλλο απέναντι στον κύριο του, παρά μόνο να τον υπακούει στο βαθμό που είναι εξαναγκασμένος να το κάνει. Παίρνοντας του ένα αντάλλαγμα για να του χαρίσει τη ζωή ο νικήτης δεν τούχει κάνει καμιά χάρη· αντί να τον σκοτώσει δίχως κέρδος, τον σκοτώνει με όφελος [σελ· 31].
Το ιδανικό κράτος.
Να βρεθεί μια μορφή κοινότητας που να υπερασπίζεται και να προστατεύει με το σύνολο των δυνάμεων, την προσωπικότητα και την περιουσία του κάθε μέλους και που, μέσα στα πλαίσια της, παρόλο που ο καθένας είναι ενωμένος μ′ όλους, δεν υπακούει παρά μόνο στον ίδιο τον εαυτό του και παραμένει το ίδιο ελεύθερος όπως και πριν… Αυτοί οι όροι αν κατανοηθούν σωστά, μπορούν να περιοριστούν σ′ ένα και μόνο: την ολοκληρωτική υποταγή του κάθε συμβαλλόμενου, μ′ όλα του τα δικαιώματα στην κοινότητα. Γιατί, πρώτα απ΄ όλα, από τη στιγμή που ο καθένας θα δοθεί ολοκληρωτικά, η κατάσταση γίνεται ίδια για όλους, κι από τη στιγμή που η κατάσταση είναι ίδια για όλους, κανένας δεν έχει συμφέρον να την καταστήσει πιο βαριά για τους άλλους… Τελικά, από τη στιγμή που ο καθένας δίνεται σε όλους, δεν δίνεται σε κανένα και καθώς δεν υπάρχει ούτε ένα μέλος που τ′ άλλα μέλη να μην έχουν πάνω του το ίδιο δικαίωμα σαν αυτό που του προσφέρουν, όλοι παίρνουν πίσω ακριβώς αυτό που χάνουν και μαζί τη δύναμη να συντηρήσουν αυτό που έχουν. Ο καθένας από μας βάζει από κοινού την προσωπικότητα του κι όλη του τη δύναμη κάτω από την υπέρτατη καθοδήγηση της κοινής βούλησης· και δεχόμαστε μέσα στο σώμα, κάθε μέλος σαν αναπόσπαστο τμήμα του συνόλου. Μόλις πραγματοποιηθεί αυτό, αμέσως στη θέση της προσωπικότητας του κάθε ιδιαίτερου ατόμου δημιουργείται ένα ηθικό συλλογικό σώμα που αποτελείται από τόσα μέλη όσα και οι συμβαλλόμενοι που διαθέτουν ψήφο, ενώ απ′ αυτή την ίδια πράξη, το σώμα τούτο αποκτά την ενότητα του, το Εγώ του, τη ζωή και τη βούληση του. Αυτό το δημόσιο πρόσωπο που σχηματίζεται κατ′ αυτό τον τρόπο από την ένωση όλων των άλλων είχε πάρει παλιότερα το όνομα Πολιτεία και τώρα παίρνει το όνομα Δημοκρατία που από τα μέλη της αποκαλείται Κράτος, όταν είναι ουδέτερο, Ηγεμόνας όταν είναι ενεργητικό και Δύναμη όταν το συγκρίνουμε με τα όμοια του. Οι συμβαλλόμενοι που ανήκουν σ′ αυτό το Κράτος, παίρνουν συλλογικά το όνομα Λαός κι αποκαλούνται ιδιαίτερα πολίτες, μεταξύ τους μια που μετέχουν στην ανώτατη εξουσία και υπήκοοι, αφού υποτάσσονται στους νόμους τους κράτους [σελ· 36-38].
7. Πλάτων.

Πλάτων
Πολιτεία, Βιβλίο Β’, σελ• 86.
Σχετικά με την διαπαιδαγώγηση του παιδιού.
Διότι το παιδί δεν είναι εις θέσιν να διακρίνει ποιον είναι αλληγορία και πoιον δεν είναι, αλλ’ ότι εντυπωθεί από αυ-τήν την ηλικίαν εις το πνεύμα του, δύσκολον είναι συνήθως να εξαλειφθεί χωρίς να αφήσει ίχνη• ένεκα του οποίου ίσως πρέπει να θεωρηθεί μεγίστης σημασίας, οι πρώτοι λόγοι τους οποίους ακούει το παιδί, να είναι όσον ημπορεί καταλληλότεροι δια να το οδηγούν εις την αρετήν.
Σχετικά με τον εμφύλιο.
Όταν συμβεί και εκραγεί στάσις, εις μιαν πόλιν και διαιρεθούν οι πολίται μεταξύ των, εάν αρχίσουν να καταστρέφουν ο ένας του άλλου τα κτήματα και πυρπολούν τας οικίας, γνωρίζεις βέβαια πόσον αποτρόπαιος θεωρείται αυτή και πόσον αφιλοπάτριδες και αι δυο μερίδες• διότι αλλέως δεν θα ετολμούσαν να προξενούν τοιαύτην καταστροφήν εις την γην, που πρέπει να θεωρούν ως μητέρα των και τροφόν• αρκετόν θα ήτο, αν οι νικηταί περιωρίζοντο να πάρουν από τους νικημένους την εσοδείαν των, έχοντες υπ’ όψιν ότι δεν θα διαρκέσει ο πόλεμος αιωνίως και θα συμφιλιω-θούν επί τέλους. [Βιβλίο Ε’, σελ• 203].
Για το πλιάτσικο στον πόλεμο.
Η σύλληση, εν περιπτώσει νίκης, των νεκρών, εκτός εννοείται των όπλων των, να είναι άραγε καλόν πράγμα? ή μή-πως δίδει αυτό πρόφασιν εις τους δειλούς, να αφήνουν εκείνους που αντιστέκονται ακόμη και να σκύπτουν επάνω εις τους φονευομένους, ως να ήτο τάχα και αυτό ένα από τα καθήκοντα των, ενώ πραγματικώς αυτό επέφερεν ως τώρα την καταστροφήν πολλών στρατοπέδων? Και δεν είναι ταπεινή φιλοχρηματία αυτή η σύλλησις των νεκρών? και δεν είναι ίδιον μικράς και ανοήτου διανοίας να δεικνύει κανείς την έχθραν του προς το πτώμα του φονευθέντος, ενώ ο ε-χθρός επέταξε πλέον και άφησε μόνον εκείνο με το οποίον επολεμούσε? ή νομίζεις ότι αυτοί κάμνουν τίποτε διαφορε-τικώτερον από τους σκύλους, οι οποίοι δαγκάνουν την πέτραν που τους εκτύπησεν, χωρίς να κάμνουν τίποτε εκείνου που την έρριψεν? Πρέπει λοιπόν να απέχουν οι πολεμισταί μας από την σύλλησιν των νεκρών, και να μην αρνούνται εις τους εχθρούς την άδειαν της παραλαβής των. [Βιβλίο Ε, σελ• 201-202].
Για τα προσόντα των κυβερνητών.
Εάν δεν βασιλεύσουν οι φιλόσοφοι εις τας πόλεις, ή εάν αυτοί που ονομάζονται τώρα βασιλείς και κυβερνήται δεν γίνουν φιλόσοφοι, με όλην την σημασίαν της λέξεως, ούτως ώστε να συνδυάζεται εις το αυτό πρόσωπον η πολιτική δύναμις και η φιλοσοφία, και αν δεν αποκλεισθούν απολύτως της διοικήσεως όλοι όσοι σήμερον διεκδικούν τον ένα ή τον άλλο τίτλο χωριστά, είναι αδύνατον να επέλθει καμία διόρθωσις των κακών που μαστίζουν τα κράτη και όλον, καθώς νομίζω, το ανθρωπινό γένος, και ούτε θα εμφανισθεί ποτέ και θα ίδη το φως του ηλίου η πολιτεία αυτή. [Βιβλίο Ε’, σελ• 207].
Για τη διαφθορά.
Όλοι γνωρίζομεν ότι παν σπέρμα είτε φυτού είτε ζώου, το οποίον δεν ήθελε τύχη της καταλλήλου τροφής, κλίματος ή εποχής, όσον ισχυρότερον εκ φύσεως είναι, τόσον περισσότερον το επηρεάζει η έλειψις των καταλλήλων προς ανάπτυξιν όρων, διότι το κακόν είναι εναντιώτερον εις το αγαθόν, παρά εις το μη αγαθόν. Έχει λοιπόν τον λόγον του, ότι μια καλή φύσις υφίσταται την επίδρασιν των μη ευνοϊκών όρων περισσότερον από μιαν κακήν. Δεν δυνάμεθα λοιπόν να διαβεβαιώσωμεν κατά τον ίδιον τρόπον, ότι και όσαι ψυχαί είναι κάλλιον πεπροικισμέναι εκ φύσεως, όταν δεν τύχουν καλής ανατροφής, καταντούν και αι πλέον χειρότεραι? ή νομίζεις ότι τα μεγάλα αδικήματα και η άκρατος πονηρία γεννώνται εις τας κοινάς ψυχάς και όχι μάλλον εις τας ισχυράς εκείνας, τας οποίας μια κακή ανατροφή διέφθει-ρεν, ενώ μια ασθενής φύσις δεν ημπορεί ποτέ να γίνη αιτία ούτε μεγάλων αγαθών, ούτε μεγάλων κακών [Βιβλίο ΣΤ, σελ• 13-14].
Για τους λιποτάκτες και τους αιχμαλώτους.
Όποιος λιποτακτήσει ή ρίξει τα όπλα του ή κάμει τίποτε άλλο τοιούτον από δειλίαν, δεν πρέπει να τον υποβιβάζομεν εις την τάξιν των τεχνιτών ή των γεωργών? Και όποιος πάλιν συλληφθεί ζωντανός από τους εχθρούς, δεν αξίζει να του τον αφήσωμεν χάρισμα να τον κάμουν ό,τι θέλουν; Εκείνος δε που ανδραγαθήσει και διακριθεί δεν νομίζεις, ότι πρέπει εκεί επί του πεδίου της μάχης να τον στεφανώνουν καθένας χωριστά από τους νεαρούς πολεμιστάς και τα παι-διά? [Βιβλίο Ε, σελ• 199-200].
Ορισμός της Δικαιοσύνης.
Η αλήθεια όμως είναι, καθώς φαίνεται, ότι τοιούτον μεν πράγμα είναι και η δικαιοσύνη, δεν αποβλέπει όμως εις τας εξωτερικάς πράξεις του ανθρώπου, αλλ΄ εις ό,τι υπάρχει και συμβαίνει πράγματι μέσα του και με τον εαυτόν του, εις τρόπον ώστε, να μη επιτρέπει εις κανένα από τα μέρη, που υπάρχουν εις την ψυχήν του, να κάμη ό,τι δεν είναι έργον του˙ και να αναμιγνύεται το ένα εις τα καθήκοντα του άλλου˙ αλλ΄ αφού τωόντι τακτοποιήσει καλώς ό,τι ανή-κει εις έκαστον και γίνη κύριος και κοσμήτωρ και φίλος του εαυτού του, και αποκαταστήσει τελείαν συμφωνίαν με-ταξύ των τριών μερών της ψυχής, καθώς μεταξύ των τριών όρων της αρμονίας, και μεταξύ των άλλων όσα τυχόν υ-πάρχουν διάμεσα, και συνδέσει όλα αυτά και αποτελέσει από τα πολλά ένα όλον ενιαίον καλώς ρυθμισμένον και αρ-μονισμένον, τότε μόνον πλέον να αρχίσει να κάμνει εάν έχει να κάμη τίποτα, είτε θέλει να αποχτήσει χρήματα, είτε να περιποιείται το σώμα του, είτε να αναμιχθεί εις την πολιτικήν, είτε να αναλάβει επιχειρήσεις ιδιωτικής φύσεως, να μη πάυει όμως ποτέ εις όλα αυτά να θεωρεί και να ονομάζει δικαίαν μεν και καλήν πράξιν εκείνην, η οποία διατηρεί και προάγει διαρκώς την αρμονίαν αυτήν, σοφίαν δε την επιστήμην η οποία επιστατεί και διευθύνει τας τοιαύτας πράξεις, αδικίαν δε εκείνην, η οποία καταστρέφει πάντοτε την τάξιν αυτήν, και αμάθειαν την ιδέαν η οποία πάλιν ε-πιστατεί και διευθύνει αυτήν [σελ˙ 170].
Για την αδικία.
Ημπορεί να είναι άλλο πράγμα αυτή παρά μια σύγκρουσις μεταξύ των τριών μερών της ψυχής, όταν ταύτα δεν περιορίζονται εις τα έργα των, αλλ΄ επεμβαίνουν εις τα ξένα καθήκοντα ή όταν επαναστατεί το ένα μέρος κατά του συνόλου της ψυχής, δια να αναλάβει αυτό την ανωτάτην αρχήν αυτής, η οποία δεν του ανήκει, διότι είναι πλασμένον από την φύσιν να δουλεύει και να υπακούει εις εκείνο, το οποίον είναι καμωμένον δια να κυβερνά. αυτά λοιπόν θα είπωμεν, και αυτή ακριβώς η αταξία και η ταραχή είναι η αδικία και η ακολασία και η δειλία και η αμάθεια και μ΄ ένα λόγον όλαι αι κακίαι [σελ˙ 171].
Τα μέρη της ψυχής.
Ονομάζομεν λογικόν εκείνο δια του οποίου συλλογίζεται η ψυχή, το δε άλλο δια του οποίου ερωτεύεται και πεινά και διψά και ρίπτεται ακράτητος εις όλας τας τοιαύτας επιθυμίας, επιθυμητικόν, αμέτοχον λογισμού και φίλον των απολαύσεων και των ηδονών [σελ˙ 164]. Το έργον λοιπόν του λογικού δεν είναι να κυβερνά, αφού εις αυτό εδρεύει η φρόνησις, και αυτό έχει την ανωτάτην επεοπτείαν επί της ψυχής, του δε θυμοειδούς πάλιν να υπακούει και να βοηθεί εκείνο ως σύμμαχος. Και δεν θα είναι εκείνη η ανάμιξις της μουσικής και της γυμναστικής που θα φέρει την τελείαν μεταξύ των αρμονίαν, και η οποία θα ανατρέφει μεν και θα ενδυναμώνει το ένα με λόγους καλούς και με μαθήματα, θα ημερώνει δε και θα κατευνάζει το άλλο με το θέλγητρον της αρμονίας και του ρυθμού. Και αφού λοιπόν κατ΄ αυ-τόν τον τρόπον ανατραφούν και μάθουν ό,τι έχουν να μάθουν και εκπαιδευθούν, τότε θα διευθύνουν το επιθυμητικόν, το οποίον είναι το μεγαλύτερον και το πλέον εκ φύσεως αχόρταγον μέρος της ψυχής εκάστου ανθρώπου˙ και θα προ-σέχουν μήπως αυτό, με την άμετρον απόλαυσιν των λεγόμενων ηδονών του σώματος, αυξήσει και ενισχυθεί τόσον, ώστε να μη περιορίζεται πλέον εις το έργον του, αλλά να ζητήσει να υποδουλώσει και εξουσιάσει εκείνα που δεν έχει δικαίωμα και τοιουτοτρόπως φέρει γενικήν ανατροπήν εις τον βίον. Δεν θα φυλάττουν δε αυτά τα δυο και τους εξω-τερικούς εχθρούς κάλλιστα δια την ασφάλειαν όλης της ψυχής και του σώματος, διότι το μεν λογικόν θα σκέπτεται και θα αποφασίζει, το δε θυμοειδές θα πολεμή και υπο την αρχηγίαν εκείνου θα εκτελεί δια της ανδρείας του τας αποφάσεις του [σελ˙ 168].
Για τους πολιτικούς.
Ούτε επομένως θα επιδοκιμάσεις, αν κάμνει αυτό το ίδιον ολόκληρος η πόλις˙ διότι, πως σου φαίνεται, δεμ κάμνουν το ίδιον και όσαι πόλεις, κακώς ωργανωμέναι απαγορεύουσι μεν εις τους πολίτας, επί ποινή θανάτου, να θί-ξουν την θεμελιώδη κατάστασιν της πολιτείας˙ ενώ αφ΄ ετέρου εκείνος ο οποίος τους κολακεύει και τους περιποιείται με τον ερασμιώτερον τρόπον, που γνωρίζει και προλαμβάνει τας ορέξεις των και έχει την επιτηδειότητα να τας ικα-νοποιεί, αυτός θεωρείται ο άριστος και ικανώτατος πολιτικός, και αυτόν θα κρίνουν άξιον δι όλας τας τιμάς. Και πως δεν θαυμάζεις πάλιν το θάρρος και την ευκολίαν εκείνων που έχουν την θέλησιν και την προθυμίαν να παρέχουν τας εκδουλεύσεις των εις τοιαύτας πόλεις. Τους θαυμάζω βέβαια, εκτός εκείνων τουλάχιστον, οι οποίοι εξαπατώνται από τους επαίνους των πολλών και φαντάζονται εις το τέλος ότι είναι πράγματι μεγάλοι πολιτικοί. Και δεν τους ευρίσκεις τάχα δικαιολογημένους ή νομίζεις ότι είναι εύκολον, ένας άνθρωπος που δεν γνωρίζει να μετρά, να του λέγουν οι άλλοι πως είναι υψηλός τέσσαρας πήχεις, και να μη το πιστεύσει και ο ίδιος εις το τέλος. Ώστε μην αδικείς και τους πολιτικούς˙ διότι είναι αληθινά οι νοστιμώτεροι απ΄ όλους, με τους νόμους εκείνους,που ελέγαμεν, πως σήμερα τους γράφουν και αύριον τους διορθώνουν, και που νομίζουν ότι θα εύρουν ποτέ άκρην με τα αδικήματα των ιδιωτικών συναλλαγών και τα άλλα που ανέφερα πριν, χωρίς να γνωρίζουν ότι κάμνουν πραγματικώς μια τρύπα εις το νερό. Ώστε είχα δίκαιον λοιπόν εγώ να παραδεχθώ ότι εις τοιούτου είδους νόμους και διατάξεις δεν έχει καμίαν ανάγκην να κατέλθει ο αληθινός νομοθέτης, εις καμίαν, είτε κακώς είτε καλώς ωργανωμένην πολιτείαν˙ διότι εις την μίαν θα ήτο το πράγμα ανωφελές και τίποτα παραπάνω δεν θα επρόσθετεν, εις την άλλην πάλιν, ο πρώτος τυχόν θα τα εύρισκεν ευκολώτατα ή και αυτομάτως θα απερρεον από τους προηγουμένους εκείνους θεσμούς [σελ˙ 146-147].
Η ενασχόληση με τα κοινά.
Σε μένα, λοιπόν, αυτό άρχισε να υπάρχει από τότε που ήμουν παιδί, και μοιάζει με φωνή η οποία, όποτε μιλά, πάντοτε με αποτρέπει από κάτι που πρόκειται να κάνω, και ποτέ δε με παροτρύνει για τίποτα. Αυτή είναι που μ΄ εμποδίζει να ασχοληθώ με τα πολιτικά ζητήματα. Και μου φαίνεται ότι κάνει πολύ καλά που μ΄ εμποδίζει. Γιατί, να το ξέρετε καλά άνδρες Αθηναίοι, ότι αν εγώ είχα προσπαθήσει από παλιότερα να ασχοληθώ με τα πολιτικά ζητήματα, θα είχα αφανιστεί και ούτε εσάς θα είχα ωφελήσει ούτε και μένα τον ίδιο.Και μη θυμώνετε που λέω την αλήθεια. Γιατί δεν υπάρχει άνθρωπος που να μπορεί να διασωθεί, είτε από σας είτε από οποιοδήποτε άλλο όταν εναντιώνεται με ειλικρίνεια κι εμποδίζει να γίνουν στην πόλη πολλές αδικίες και παρανομίες. Αλλά πρέπει εκείνος που πραγματικά μάχεται για το δίκαιο, αν θέλει να διασωθεί για λίγο, να παραμείνει ιδιώτης και να μη ασχολείται με τα κοινά [Απολογία Σωκράτη].
Στάση δικαστών-κατηγ/ νου.
Θα είναι ντροπή να φανούν κατώτεροι της φήμης τους όσοι από σας θεωρείται πως διαφέρουν στη σοφία, την ανδρεία ή οποιαδήποτε άλλη αρετή. Πολλές φορές έχω δει ανθρώπους που όταν δικάζονται, ενώ πριν φαίνονταν σπουδαίοι, συμπεριφέρονται ανάρμοστα σα να θεωρούν ότι θα πάθουν κάτι φοβερό αν πεθάνουν, σα να επρόκειτο να είναι αθάνατοι αν εσείς δεν τους καταδικάζατε σε θάνατο. Τέτοιοι άνθρωποι μου φαίνεται πως ντροπιάζουν την πόλη, γιατί θα ήταν ικανοί να κάνουν ένα ξένο να νομίσει ότι όσοι Αθηναίοι διακρίνονται για την αρετή τους κι εκλέγονται από τους συμπολίτες τους για αξιώματα και τιμητικές διακρίσεις, δε διαφέρουν ουσιαστικά από τις γυναίκες. Εμείς, λοιπόν, που έχουμε κάποιο όνομα, δε πρέπει να κάνουμε τέτοια πράγματα αλλά, κι αν τα κάνουμε, εσείς δε πρέπει να το επιτρέπετε. Αντίθετα, πρέπει να δείξετε αποφασιστικότητα ώστε να καταδικάσετε σε θάνατο όποιο παίζει αυτά τα ελεεινά δράματα στο δικαστήριο, που προκαλούν τον οίκτο και γελοιοποιούν τη πόλη και όχι όποιο φέρεται αξιοπρεπώς. Αλλά κι εκτός από την εξιοπρέπεια της πόλης, δε μου φαίνεται ότι είναι δίκαιο να παρακαλεί κανείς το δικαστή, ούτε να αθωώνεται με παρακάλια, αλλά εξηγώντας του και πείθοντας τον. Γιατί δε βρίκσεται για το σκοπό αυτό στην έδρα ο δικαστής, για να απονέμει χαριστικά τη δικαιοσύνη, αλλά για να κρίνει. Κι έχει ορκιστεί να μη κάνει χάρες σε όποιο του αρέσει, αλλά να δικάζει σύμφωνα με τους νόμους. Δε πρέπει λοιπόν ούτε μεις να σας ωθούμε στην παραβίαση των νόμων ούτε κι εσείς να το συνηθίζετε. Γιατί τότε ούτε οι δικαστές ούτε οι κατ/ νοι θα έπρατταν σύμφωνα με τη θέληση των θεών. Μη έχετε λοιπόν την αξίωση να συμπεριφέρομαι απέναντι σας με τρόπο που ούτε εγώ πιστεύω ότι είναι σωστός ή δίκαιος ή αρεστός στους θεούς, και μάλιστα, μα το Δία, τη στιγμή που κατηγορούμαι για ασέβεια προς τους θεούς. Γιατί είναι φανερό ότι, αν σας έπειθα με παρακάλια, θα σας έκανα να παραβείτε τον όρκο σας, και θα ήταν σα να σας δίδασκα να μη πιστεύετε ότι υπάρχουν θεοί [Απολογία Σωκράτη]
Για το Δίκαιο.


Αν στ'  αλήθεια θες να μάθεις τι είναι το δίκιο, μη περιορίζεσαι να ρωτάς μόνο ούτε να προσπαθείς να ανασκευάσεις την απάντηση που σου δίνει ο άλλος, αφού το ξέρεις δα ότι είναι ευκολότερο να κάνεις ερωτήσεις παρά να απαντάς, αλλά δώσε κι εσύ μια απάντηση και πες τι υποστηρίζεις πως είναι το δίκαιο. Και μη μου πεις ότι είναι το πρέπον ή το ωφέλιμο ή το πρόσφορο ή το επικερδές ή το συμφέρον αλλά εξήγησε με σαφήνεια και ακρίβεια ό,τι έχεις να πεις· Γιατί αν αρχίσεις να μου αραδιάζεις μπούρδες, εγώ δε θα τις δεχθώ (Πολιτεία, Α', 336.c) … το δίκιο δεν είναι τίποτε άλλο παρά το συμφέρον του ισχυρότερου (Πολιτεία, Α', 338.c) … Και κάθε μια εξουσία φτιάχνει τους νόμους κατά το δικό της συμφέρον, η Δημοκρατία τους φτιάχνει δημοκρατικούς. η Τυραννίδα τυραννικούς, το ίδιο και οι άλλες εξουσίες. Και θεσπίζοντας τους νόμους διακηρύχνουν ότι δίκαιο για όσους διατελούν υπό την εξουσία τους είναι το δικό τους, των εξουσιαστών, το συμφέρον, κι όποιον ξεστρατίζει από αυτό τον τιμωρούν, επειδή κατ'  αυτούς παραβαίνει το νόμο και διαπράττει αδικία. Αυτό λοιπόν εννοώ όταν λέω ότι σε όλα τα πολιτεύματα δίκιο είναι το ίδιο πράγμα: ό,τι συμφέρει την κατεστημένη εξουσία. Αυτή έχει την ισχύ, κι έτσι για όποιον σκέπτεται σωστά δίκιο είναι παντού ένα και το αυτό: το συμφέρον του ισχυρότερου (Πολιτεία, Α', 338.e)

Πολιτικοί.
άνθρωποι αμόρφωτοι, δίχως καμιά εμπειρία της αλήθειας, δε θα ήταν δυνατόν ποτέ να διοικήσουν ικανοποιητικά μια Πολιτεία, ούτε επίσης, άνθρωποι αφημένοι να περνούν ως το τέλος της ζωής τους μελετώντας. Οι πρώτοι επειδή δεν έχουν θέση ένα στόχο προς τον οποίο θα πρέπει να κατατείνουν όλες οι πράξεις τους, οι ιδιωτικές και οι δημόσιες, οι δεύτεροι επειδή από δική τους προαίρεση δεν πρόκειται να ασχοληθούν με τίποτε πρακτικό, καθώς θα νομίζουν ότι έχουν μεταφερθεί, ζωντανοί ακόμη, και ζουν στα νησιά των μακάρων! … Η αλήθεια είναι ετούτη: σε μια Πολιτεία όπου όσοι πρόκειται να ασκήσουν εξουσία έχουν ελάχιστα τη διάθεση να εξουσιάζουν, τα πράγματα σ’  αυτή την Πολιτεία θα πηγαίνουν περίφημα και δε θα υπάρχει καμιά αναταραχή, ενώ όπου οι άρχοντες θα έχουν την αντίθετη διάθεση, θα είναι και η κατάσταση των πραγμάτων η αντίθετη … Αν σ’  αυτούς που πρόκειται να κυβερνήσουν εξασφαλίσεις μια ζωή καλύτερη από τη ζωή ενός κυβερνήτη, τότε θα μπορέσει να γίνει για σένα πραγματικότητα αυτή η πόλη με την καλή διακυβέρνηση. Γιατί μόνο σ’  αυτή θα κυβερνήσουν όσοι έχουν στ’ αλήθεια πλούτο- όχι χρυσάφι, αλλά τον πλούτο που είναι απαραίτητο να τον έχει ο ευτυχισμένος άνθρωπος: μια ζωή γεμάτη αρετή και σοφία. Απεναντίας, όταν έρχονται να ασχοληθούν με τα κοινά άνθρωποι φτωχοί και στερημένοι, χωρίς κανένα δικό τους αγαθό στη ζωή, νομίζοντας πως θα ‘πρεπε ό,τι καλό τους λείπει να το αρπάξουν από εδώ, τότε δε κάνουμε τίποτα. Γιατί άμα η εξουσία γίνει περιμάχητη, ο πόλεμος αυτός, που την αφορά άμεσα και τον έχει μέσα της, τους αφανίζει και αυτούς τους ίδιους αλλά και την υπόλοιπη πόλη [Πολιτεία Ζ, 519.b.5, 520.d, 521.a].
8. Γουσταύος Λε Μπον.

Γουσταύος Λε Μπον
Για την αξία των ιστορικών βιβλίων
Οι ομαδικές παρατηρήσεις είναι οι πιο λανθασμένες απ′ όλες τις άλλες και αντιπροσωπεύουν τις περισσότερες φορές την απλή ψευδαίσθηση ενός ατόμου που με τη μεταβίβαση την υπέβαλλε και στους άλλους. Τα εγχειρίδια της λογικής κατατάσσουν την ομοφωνία πολλών μαρτύρων στην κατηγορία των πλέον πειστικών αποδείξεων για την ακρίβεια ενός γεγονότος. Αλλά ό,τι ξέρουμε για την ψυχολογία των όχλων δείχνει πόσο αυταπατώνται σ′ αυτό το σημείο. Τα πιο αμφίβολα γεγονότα είναι το δίχως άλλο εκείνα που παρατηρήθηκαν από περισσότερα πρόσωπα. Όταν λέμε πως ένα γεγονός διαπιστώθηκε ταυτόχρονα από χιλιάδες μάρτυρες, αυτό είναι σαν να λέμε πως το πραγματικό γεγονός διαφέρει γενικά από την αφήγηση του που μας ανέφεραν. Από τα παραπάνω συνάγεται πως θα πρέπει να θεωρούμε τα ιστορικά βιβλία ως έργα καθαρής φαντασίας. Είναι φανταστικές αφηγήσεις εσφαλμένως εκτιμηθέντων γεγονότων και συνοδεύονται από εξηγήσεις που χαλκεύτηκαν μεταγενέστερα. Αν το παρελθόν δεν μας είχε κληροδοτήσει τα φιλολογικά, καλλιτεχνικά έργα του και ταμνημεία του, δε θα γνωρίζαμε τίποτε από την πραγματικότητα του. Ξέρομε και μια μόνη λέξη για τη ζωή των μεγάλων ανδρών που διαδρα-μάτισαν προέχοντες ρόλους στην ανθρωπότητα, όπως ο Ηρακλής, ο Βούδας, ο Ιησούς ή ο Μωάμεθ; Πολύ πιθανόν όχι. Κατά βάση άλλωστε, η ακριβής τους ζωή ελάχιστα μας ενδιαφέρει. Τα όντα που επηρέασαν έντονα τους όχλους ήταν θρυλικοί ήρωες και όχι πραγματικοί. Δυστυχώς οι θρύλοι καθαυτοί δεν έχουν καμιά σταθερότητα. Η φαντασία των όχλων τους μεταμορφώνει ασταμάτητα ανάλογα με τις εποχές και προπαντός τις φυλές. Υπάρχει τεράστια απόσταση ανά-μεσα στον αιμοδιψή Ιεχωβά της Βίβλου και στο Θεό της αγάπης της Αγίας Τερέζας, και ο Βούδας που λατρεύεται στην Κίνα δεν έχει κανένα κοινό χαρακτηριστικό με τον λατρευόμενο στος Ινδίες … Έργο της Ιστορίας είναι η διαιώνιση των μύθων. [σελ• 37-38].
Ρόλος των όχλων στην ιστορία
Ως τώρα οι μεγάλες καταστροφές των γερασμένων πολιτισμών αποτέλεσαν τον σαφέστερο ρόλο των όχλων. Η ιστορία διδάσκει πως τη στιγμή που οι ηθικές δυνάμεις, ο οπλισμός μιας κοινωνίας, έχασαν την επίδραση τους, η τελική διάλυση επιτελέσθηκε απ′ αυτά τα ασυνείδητα και αναίσθητα πλήθη, που ορθά τα αποκάλεσαν βάρβαρα. Οι πολιτισμοί δημιουργήθηκαν και κατευθύνθηκαν ως τώρα από μια μικρή διανοητική αριστοκρατία και ποτέ από τους όχλους. Η δύναμη των τελευταίων μόνο καταστροφές προκαλεί. Ο πολιτισμός επιβάλλει κανόνες σταθερούς, πειθαρχία και μετάβαση από το ενστικτώδες στο λογικό, την πρόβλεψη του μέλλοντος, ανώτερο βαθμό κουλτούρας, συνθήκες που είναι ολότελα απρόσιτες για τους όχλους όταν είναι αφημένοι στους εαυτούς τους. Με τη μοναδική καταστροφική δύναμη τους δρουν όπως εκείνα τα μικρόβια που επιτείνουν τη διάλυση των εξασθενημένων σωμάτων ή των πτωμάτων. Όταν το οικοδόμημα ενός πολιτισμού είναι σκοληκόβρωτο, οι όχλοι προκαλούν την κατάρευση του. Τότε ακριβώς παρουσιάζονται στο ρόλο τους. Για μια στιγμή η τυφλή δύναμη των αριθμών γίνεται η μόνη φιλοσοφία της ιστορίας. [σελ• 11-12].
Σχέση πολιτικού– ψυχολογίας των όχλων
Η γνώση της ψυχολογίας των όχλων αποτελεί το όπλο για τον πολιτικό που θέλει, όχι να τους κυβερνήσει–το πράγμα έγινε σήμερα πολύ δύσκολο– αλλά, τουλάχιστο, να μην κυβερνιέται ολότελα από αυτούς [σελ• 13].
Περιγραφή ατόμου του όχλου.
Το χτυπητότερο γεγονός που παρουσιάζει ένας ψυχολογικός όχλος είναι το ακόλουθο: όποια και νάναι τα άτομα που τον συγκροτούν, οσοδήποτε όμοι ή ανόμοιο μπορεί να είναι το είδος της ζωής τους, οι απασχολήσεις τους, ο χαρακτήρας τους ή η νοημοσύνη τους, μόνο το γεγονός πως μεταμορφώθηκαν σε όχλο, τα προικίζει με ένα είδος ομαδικής ψυχής. Η ψυχή αυτή τα κάνει να αισθάνονται, να σκέφτονται και να δρουν με τρόπο ολότελα διαφορετικό από εκείνο ό-που θα αισθανόταν, θα σκεφτόταν και θα δρούσε το καθένα ξεχωριστά. Ωρισμένες ιδέες, ωρισμένα συναισθήματα προβάλλουν ή μεταβάλλονται σε πράξεις μόνο στα άτομα τα συγκροτη-μένα σε όχλο. Το ψυχολογικό πλήθος είναι προσωρινό ον, που συντίθεται από ετερογενή στοιχεία στιγμιαία συγκολημμένα, ακριβώς όπως τα κύτταρα ενός ζωντανού σώματος αποτελούν με τη συνένωση τους ένα καινούργιο ον που εκδηλώνει χαρακτήρες έντονα διαφορετικούς από τους χαρακτήρες του κάθε κυττάρου [σελ• 19-20] … Προσεχτικές παρατηρήσεις φαίνεται να αποδείχνουν πως το άτομο που από κάμποσο καιρό έχει βυθιστεί μέσα στους κόλπους ενός δρώντος όχλου, περιπίπτει σε λίγο– εξ αιτίας των επιρροών που προέρχονται από τον όχλο ή για οποιαδήποτε άλλη αιτία που ακόμη την αγνοούμε– σε μ ια ιδιαίτερη κατάσταση που πλησιάζει περισσότερο προς την κατάσταση της σαγήνης που εξασκεί στον υπνοτιζώμενο ο υπνοτιστής. Στο υπνοτισμένο άτομο η εγκεφαλική ζωή παραλύει και αυτό γίνεται σκλάβος όλων των ασυνειδήτων δραστηριοτήτων των, που τις κατευθύνει όπως θέλει ο υπνωτιστής. Η συνειδητή προσωπικότητα εξαφανίζεται και η βούληση και η κρίση καταστρέφονται. Συναισθήματα και σκέψεις προσανατολίζονται προς την κατεύθυνση που δίνει ο υπνωτιστής [σελ• 23] … Εξαφάνιση της συνειδητής προσωπικότητας, υπεροχή της ασυνείδητης, προσανατολισμός δια της υποβολής και μεταβίβασης των συναισθημάτων και των ιδεών προς την ίδια κατεύθυνση, τάσεις για άμεση μεταμόρφωση σε πράξεις των υποβαλλόμενων ιδεών, αυτοί είναι οι βασικοί χαρακτήρες του ατόμου που ανήκει σε όχλο. Δεν είναι πια το ίδιο, αλλά ένα αυτόματο που η θέληση του αδυνατεί να το καθοδηγήσει. Από μόνο το γεγονός πως αποτελεί τμήμα ενός όχλου, ο άνθρωπος κατεβαίνει πολλά σκαλιά στην κλίμακα του πολιτισμού. Μόνος του μπορεί να ήταν ίσως ένα καλλιεργημένο άτομο, στον όχλο όμως γίνεται ενστικτώδες ον και κατά συνέπεια βάρβαρος. Έχει τον αυθορμητισμό, την βιαιότητα και την αγριότητα καθώς επίσης και τον ενθουσιασμό και τον ηρωϊσμό των πρωτόγονων όντων. Πλησιάζει προς αυτά ακόμη και με το ότι ευχερώς του προκαλούν εντύπωση οι λέξεις, οι εικόνες και γιατί διαπράττει πράξεις που ζημιώνουν τα πιο προφανή συμφέροντα του. Το άτομο σε όχλο είναι ένας κόκκος άμμου ανάμεσα σε τόσους άλλους που ο άνεμος τους συνεπαίρνει κατά που φυσάει [σελ• 24] … Ο όχλος είναι πά-ντοτε από άποψη διανοητική κατώτερος από τον μεμονωμένο άνθρωπο. Αλλά από την άποψη των συναισθημάτων και των πράξεων που τα συναισθήματα αυτά προκαλούν, μπορεί, ανάλογα με τις περιστάσεις, νάναι καλύτερος ή χειρότερος. Όλα εξαρτώνται από τον τρόπο με τον οποίο υποβάλλεται ο όχλος. Και αυτό ακριβώς παραγνώρισαν οι συγγραφείς που μελέτησαν τον όχλο μόνο από την εγκληματική άποψη. Συχνά βέβαια οι όχλοι είναι εγκληματικοί, αλλά επίσης και συχνά ηρωϊκοί. Εύκολα οδηγούνται στη σφαγή για το θρίαμβο μιας πίστης ή μιας ιδέας, εύκολα ενθουσιάζονται για τη δόξα και για την τιμή και τους παρασέρνουν σχεδόν δίχως ψωμί και δίχως όπλα, όπως γινόταν στις σταυροφορίες για να απολυτρώσουν από τον άπιστο τον τάφο ενός θεού ή η, όπως στα 93 για να υπερασπίσουν το έδαφος της πατρίδας τους. Ηρωϊσμοί βέβαια κάπως ασυνείδητοι, αλλά μονάχα με τέτοιους ηρωϊσμούς γίνεται η ιστορία. Και αν χρειαζότανε να καταγράψουμε στο ενεργητικό των λαών μόνο τις μεγάλες πράξεις που είναι απόρροια ψυχρού υπολογισμού, τα χρονικά του κόσμου ελάχιστες τέτοιες πράξεις θα καταχω-ρούσαν [σελ• 25].
9. Έριχ Φρομ

Έριχ Φρομ
Για τις ιδέες.
Οι ιδέες δεν επηρεάζουν βαθιά τον άνθρωπο όταν διδάσκονται μόνο σαν ιδέες και σκέψεις. Συνήθως, όταν παρουσιάζονται μ΄ ένα τέτοιο τρόπο αντικαθιστούν κάποιες άλλες ιδέες• νέες σκέψεις παίρνουν τη θέση των παλιών σκέψεων, νέες λέξεις παίρνουν τη θέση παλιών λέξεων. Έτσι όμως, το μόνο που έχει συμβεί είναι μια αλλαγή όρων και λέξεων. Γιατί θα πρεπε να είναι διαφορετικά τα πράγματα; Είναι τρομερά δύσκολο για ένα άνθρωπο να αγγιχτεί βαθιά από τις ιδέες και να συλλάβει την αλήθεια. Για να το καταφέρει αυτό, πρέπει να ξεπεράσει τη βαθιά ριζωμένη αντίσταση της αδράνειας, το φόβο του μήπως κάνει λάθος ή μήπως ξεκόψει από το κοπάδι. Το να έρθει κανείς σ΄ επαφή με τις ιδέες δεν φτάνει, ακόμα κι αν οι ιδέες αυτές είναι από μόνες τους σωστές ή δραστικές. Οι ιδέες όμως επιδρούν πάνω στους ανθρώπους αν βιώνο-νται απ΄ αυτούς που τις διδάσκουν, αν προσωποποιούνται από το δάσκαλο, αν εγγράφονται στη σάρκα του. Όταν ένας άνθρωπος εκφράζει την ιδέα της ταπεινοφροσύνης κι είναι ο ίδιος ταπεινός, όσοι θα τον ακούσουν θα καταλάβουν τι είναι η ταπεινοφροσύνη. Όχι μόνο θα καταλάβουν, αλλά θα πιστέψουν ότι μιλάει για μια πραγματικότητα και δε λέει απλώς λόγια. Το ίδιο ισχύει για όλες τις ιδέες που προσπαθεί να μεταδώσει ένας άνθρωπος, ένας φιλόσοφος ή ένας θρησκευτικός διδάσκαλος [σελ• 56-57].
Για το φιλόσοφο.
Ο φιλόσοφος είναι ανυπάκουος στα στερεότυπα και στην κοινή γνώμη γιατί υπακούει στη λογική και στον άνθρωπο. Ακριβώς επειδή η λογική είναι παναθρώπινη και ξεπερνάει όλα τα εθνικά σύνορα, γι΄ αυτό κι ο φιλόσοφος που ακολουθεί τη λογική είναι πολίτης του κόσμου• το αντικείμενο του είναι ο άνθρωπος–όχι τούτο ή το άλλο άτομο, τούτο ή το άλλο έθνος. Πατρίδα του είναι ο κόσμος κι όχι το ειδικό μέρος που γεννήθηκε [σελ• 65].
Για το φόβο εξ αιτίας της σκέψης.
Οι άνθρωποι φοβούνται τη σκέψη περισσότερο απ΄ οτιδήποτε άλλο στον κόσμο–περισσότερο από την καταστροφή, ακόμα κι απ΄ το θάνατο. Η σκέψη είναι ανατρεπτική και επαναστατική, καταλυτική και φοβερή• η σκέψη είναι ανελέητη απέναντι στα προνόμια, τους κατεστημένους θεσμούς και τις βολικές συνήθειες• η σκέψη είναι αναρχική και άνομη, αδιάφορη απέναντι στην εξουσία, περιφρονητική απέναντι στη δοκιμασμένη σοφία των αιώνων. Η σκέψη κοιτάζει τον πάτο της κόλασης και δε φοβάται. Βλέπει τον άνθρωπο, μια αχνή κουκίδα, να περιβάλλεται από απύθμενα βάθη σιωπής• κι ωστόσο, περνάει παρήφανη κι άφοβη σαν να ήταν ο υπέρτατος άρχοντας του σύμπαντος. Η σκέψη είναι δυνατή, σβέλτη κι ελεύθερη, είναι το φως του κόσμου κι η μεγαλύτερη δόξα του ανθρώπου. Μα για να γίνει η σκέψη χτήμα των πολλών κι όχι προνόμιο των λίγων, θα πρέπει να ξεπεράσουμε το φόβο. Ο φόβος είναι εκείνος που κρατάει τους ανθρώπους–ο φόβος πως τα πιο πολύτιμα πιστεύω τους θ΄ αποδειχθούν αυ-ταπάτες, ο φόβος πως οι θεσμοί που διέπουν τη ζωή τους θ΄ αποδειχτούν βλαβεροί, ο φόβος πως θ΄ αποδειχτούν κι οι ίδιοι λιγότερο άξιοι σεβασμού απ΄ όσα φαντάζονταν ότι ήταν. «Αν ο εργαζόμενος σκεφτεί ελεύθερα για την ιδιοχτησία, τι θα γίνουμε εμείς οι πλούσιοι; Αν οι νέοι σκεφτούν ελεύθερα για το σεξ, τι θα γίνει η ηθική; Αν οι στρατιώτες σκεφτούν ελεύθερα για τον πόλεμο, τι θα γίνει η στρατιωτική πειθαρχία; Διώξτε μακρυά τη σκέψη! Ας ξαναγυρίσουμε πίσω στα σκοτάδια της προκατάληψης για να μην κινδυνέψει η ιδιοχτησία, τα ήθη και ο πόλεμος! Καλύτερα να είναι οι άνθρωποι κουτοί, αδρανείς και καταπιεστικοί παρά να΄ χουν ελεύθερη σκέψη. Γιατί αν η σκέψη τους ελευθερωθεί μπορεί να μη σκέφτονται σαν κι εμάς. Κι αυτό το κακό θα πρέπει να το αποφύγουμε με κάθε μέσον. Έτσι συλλογίζονται οι εχθροί της σκέψης μέσα στ΄ ασυνείδητα βάθη της ψυχής τους. Κι έτσι πράτουν στις εκκλησίες τους, τα σχολεία τους, τα πανεπιστήμια τους [σελ• 65-66, το απόσπασμα αυτό είναι από τον Μπέρτραντ Ράσελ, αρχές κοινωνικής ανοικοδόμησης].
Για τον αιώνα μας.
Ο αιώνας μας είναι ο αιώνας της ιεραρχικά οργανωμένης γραφειοκρατίας στη δημόσια διοί-κηση, στις επιχειρήσεις, στα εργατικά συνδικάτα. Αυτές οι γραφειοκρατίες διοικούν τα πράγματα και τους ανθρώπους μαζί. Ακολουθούν ορισμένες αρχές, ιδιαίτερα την οικονομική αρχή των ισολογισμών, της ποσοτικοποίησης, της μέγιστης αποτελεσματικότητας και του κέρδους και λειτουργούν βασικά όπως θα λειτουργούσε ένας ηλεκτρονικός εγκέφαλος προγραμματισμένος μ΄ αυτές τις αρχές. Το άτομο γίνεται ένας αριθμός, μεταβάλλεται σε πράγμα. Επειδή όμως δεν υπάρχει καμμιά φανερή εξουσία, επειδή κανείς δεν τον “αναγκάζει” να υπακούσει, τρέφει την ψευδαίσθηση πως ενεργεί με τη θέληση του και πως ακολουθεί μια “λογική” εξουσία. Ποιος μπορεί να μην υπακούσει το “λογικό”; Ποιος μπορεί να μην υπακούσει στη γραφειοκρατία των κομπιούτερ; Ποιος μπορεί να μην υπακούσει όταν δεν παίρνει καν είδηση πως υπακούει; Το ίδο πράγμα συμβαίνει και στην οικογένεια και στην εκπαίδευση. Η διαστρέβλωση των θεωριών της προοδευτικής αγωγής οδήγησαν σε μ ια μέθοδο όπου κανείς δε λέει στο παιδί τι πρέπει να κάνει, κανείς δεν του δίνει διαταγές, ούτε το τιμωρεί αν δεν τις εκτελέσει. Το παιδί αφήνεται απλώς “να εκφραστεί”. Αλλά από την πρώτη κιόλας μέρα της ζωής του, το τροφοδοτούμε μ΄ ένα ακατανίκητο σεβασμό στην ομοιομορφία, με το φόβο της “διαφορετικότητας”, με το φόβο απέναντι στο ξεστράτιασμα από το κοπάδι. Έτσι ο “άνθρωπος της οργάνωσης” διαπαιδαγωγείται στο σπίτι και στο σχολείο και ολοκληρώνοντας την εκπαίδευση του στη μεγάλη οργάνωση, έχει απόψεις αλλά όχι πεποιθήσεις• διασκεδάζει μα δεν είναι ευτυχισμένος• είναι συχνά πρόθυμος να θυσιάσει τη ζωή του και τη ζωή των παιδιών του εθελοντικά, υπακούοντας σε απρόσωπες και ανώνυμες δυνάμεις. Ακούει ατάραχος τον υπολογισμό των θανά-των που συνηθίζεται τόσο πολύ τώρα όταν γίνεται λόγος για θερμοπυρηνικό πόλεμο: θα χαθεί ο μισός πληθυσμός της χώρας; “δεχτό”. Τα δυο τρίτα; “Ίσως παραπάει” [σελ• 63].
10. Πλούταρχος.

Πλούταρχος
Η Δημοκρατία είναι αργυρώνητη.
πρώτος κατέλυσεν τον δήμον ο πώτος εστιάσας και δεκάσας (τη Δημοκρατία κατέλυσε αυτός που πρώτος παρέθεσε συμπόσια και εδωροδόκησε), Αλκιβιάδης-Κοριολανός-(Κοριολανός § 14).
στάση πλουσίων στον πόλεμο.
Η Βουλή υπερασπίζουσα τους πλουσίους ήλθε σε αντίθεση προς το λαό, ο οποίος, ως φαίνεται, υπέφερε πολλά δεινά από τους δανειστές. Διότι, τους μεν έχοντας μικρή περιουσία, τους εστερούσαν όλα τα κτήματα, παίρνοντας τα ως ενέχυρο και κατόπιν τα επωλούσαν, τους δε εντελώς άπορους τους έπιαναν και τους εφυλάκιζαν, ακόμη κι αν είχαν τα σώματα τους γεμάτα πληγές και καταβεβλημένα από τους κόπους τους οποίους υπέστησαν πολεμώντας για την πατρίδα. Τελευταίος εκ των πολέμων ήταν εναντίον των Σαβίνων, την διεξαγωγή του οποίου ανέλαβαν οι πληβείοι, αφού τους υπεσχέθησαν οι μεγαλοκεφαλαιούχοι ότι θα γίνουν συγκαταβατικοί προς αυτούς και αφού η  Βουλή εψήφισε ως εγγυητή της υποσχέσεως αυτής τον άρχοντα Μάρκο Βαλέριο.
Αφού όμως και στον πόλεμο αυτό αγωνίσθηκαν οι πληβείοι πρόθυμα και ενίκησαν τους εχθρούς, οι δανειστές δεν έδειχναν καμιά επιείκεια  και η Βουλή προσποιούνταν ότι δε θυμάται τις υποσχέσεις που έδωσε και αδιαφορούσα βλέποντας αυτούς να σέρνονται στις φυλακές και να κρατούνται ως ενέχυρο. Τότε δημιουργήθηκε θόρυβος πολύς στη Ρώμη και γίνονταν επικίνδυνες συνωμοσίες και οι εσθροί αντιληφθέντες τη λαϊκή αναταραχή εισέβαλαν και πυρπολούσαν τη χώρα, και κανείς εκ των πληβείων δεν υπάκουσε όταν οι άρχοντες καλούσαν στα όπλα τους έχοντες στρατεύσιμη ηλικία [Αλκιβιάδης-Κοριολανός-(Κοριολανός) § 5].
Για την ορφάνια.
η ορφάνια έχει μεν άλλα κακά, δεν εμποδίζει όμως καθόλου κανένα να γίνει σπουδαίος και επιφανής και ότι μόνο οι φαύλοι την προβάλουν και την κατηγορούν ότι τάχα αυτή είναι η αιτία της διαφθοράς των, λόγω της αμέλειας των κηδεμόνων [Αλκιβιάδης-Κοριολανός-(Κοριολανός) § 1]
πότε πρέπει νάρχεται η δόξα και η τιμή.
η δόξα και η τιμή όταν έρχονται πολύ πρώιμα στους νέους περιορίζουν την ελαφρά φιλοτιμία του χαρακτήρα των, ικανοποιούν ταχέως τη δίψα των και προκαλούν κορεσμό. Όταν όμως επέρχονται σε ανθρώπους που έχουν εμβρίθεια και ώριμη σκέψη, τα πνευματικά αυτά προσόντα αυξάνονται και λαμπρύνονται υπό των τιμών σαν να ωθούνται από πνοή ανέμου προς το φαινόμενο καλό. Διότι οι άνθρωποι αυτοί μη αποβλέποντες σε αμοιβή αλλά διακινδυνεύοντας τη δόξα σαν ενέχυρο, ντρέπονται να την εγκαταλείψουν και να μην την αυξάνουν με νέα έργα [Αλκιβιάδης-Κοριολανός-(Κοριολανός) § 4].
Για το χρήμα.
Είναι καλύτερα να μεταχειριζόμαστε σωστά τα χρήματα παρά τα όπλα. Είναι δε σεμνότερο να μη χρειαζόμαστε τα χρήματα παρά να τα μεταχειριζόμαστε [Αλκιβιάδης‒Κοριολανός‒(Κοριολανός § 10)
Οι περί τους Σικίνιο και Βρούτο πολιτικοί ηγέτες του λαού αντιστάθηκαν σ΄ αυτό φωνάζοντας ότι με το πραότατο όνομα «αποικία» ονομάζουν το ωμότατο έργο στέλνοντας φτωχούς ανθρώπους σαν να τους σπρώχνουν σε βάραθρο, σε πόλη νοσηρού κλίματος και γεμάτη από άταφους νεκρούς για να συγκατοικήσουν με ξένο και εξολοθρευτή δαίμονα. Έπειτα σαν να μη τους ήταν αρκετό, ότι άλλους μεν εκ των πολιτών εξολοθρεύουν με την πείνα, άλλους τους παραδίδουν στην πανώλη, κηρύσσουν επί πλέον κι αυθαίρετο πόλεμο για να μη λείψει κανένα κακό από την πόλη, επειδή αρνήθηκε να είναι δούλη των πλουσίων [Αλκιβιάδης‒Κοριολανός‒(Κοριολανός) § 13].
Για το λαϊκισμό.
Ο Μάρκιος αναβάς εις το βήμα, επετέθη δριμύτατα εναντίον αυτών που υπεστήριζαν τας απαιτήσεις του πλήθους, αποκαλών αυτούς δημαγωγούς και προδότες της αριστοκρατίας και τρέφοντας εναντίον αυτής τα υπάρχοντα στον όχλο πονηρά σπέρματα θρασύτητος και αναιδείας, τα οποία, καλόν θα ήτο να μη τα παραδίδουν από την αρχή, μόλις φυτρώνουν. Επί πλέον, έλεγε, δεν έπρεπε να δώσουν στο λαό τόση δικαιοδοσία ώστε να είναι ήδη επίφοβος, αφού έχει πλέον παν ό,τι επιθυμεί και δεν αναγκάζεται για τίποτε παρά τη θέληση του, ούτε πείθεται στους υπάτους, αλλά εκλέγει δικούς του ηγεμόνας και άρχοντας για να γίνεται αναρχικός. Πρόσθεσε ακόμη ότι, αν ψηφίσουν επιδόματα και διανομές, όπως κάνουν οι μάλλον δημοκρατούμενοι εκ των Ελλήνων, θα εξάχουν την απείθειαν του προς κοινόν όλεθρον. «διότι δε θα είπουν ότι λαμβάνουν αυτάς εις αμοιβήν των εκστρατειών, τας οποίας εγκατέλειψαν, αλλά εις αμοιβήν των ανταρσιών δια των οποίων επρόδωσαν την πατρίδα, και των διαβολών, τας οποίας εδέχθησαν εναντίον της βουλής. Αν δε, πιστεύσουν οι πληβείοι ότι σεις οι πατρίκιοι υποχωρείτε από φόβο και ότι δίνετε και παραχωρείτε αυτά, για να τους κολακεύσετε, δε θα τερματίσουν ποτέ την απείθεια τους, ούτε θα παύσουν να αντιτάσσονται και να στασιάζουν. Επομένως, τούτο [τα επιδόματα] είναι προφανώς παραφροσύνη. Αν δε είμεθα συνετοί, πρέπει να καταργήσωμε τη δημαρχία, που είναι καταστροφή της υπατείας και διχασμός της πόλεως, η οποία έπαυσε πλέον να είναι μια, όπως πριν, αλλά εδέχθη τομή, η οποία δε θα μας επιτρέψει ούτε να παύσωμε νοσούντες και ταρασσόμενοι [Αλκιβιάδης‒Κοριολανός‒(Κοριολανός) § 16].
Δημαγωγία-τυραννία.
Ο δημαγωγός και ο πολιτευόμενος χάριν του λαού είναι περισσότερο άμεμπτος από εκείνους που κακομεταχειρίζονται τον λαό δια να μη θεωρούνται δημαγωγοί. Διότι είναι αισχρό να κολακεύει κανείς το λαό για να αποκτά δύναμη, αλλά το να διατηρεί ισχύ με το να εμπνέει φόβο, να κακοποιεί και να πιέζει το λαό, δεν είναι μόνο αισχρό αλλά και άδικο [Αλκιβιάδης‒Κοριολανός‒(Κοριολανός), παραλληλισμός Αλκιβιάδη και Κοριολανού, § 1].
Όποιος δε περιποιείται πολύ το πλήθος, αυτός δεν πρέπει και να το τιμωρεί πολύ, γιατί η αγανάκτηση λόγω αποτυχίας κατά την επιδίωξη τιμής προέρχεται, κυρίως, από τη μεγάλη επιθυμία της επιτυχίας της [Αλκιβιάδης‒Κοριολανός‒(Κοριολανός), παραλληλισμός Αλκιβιάδη και Κοριολανού, § 4]
Δίκαιη Πολιτεία
Ερωτηθείς, ως έοικεν, ήτις οικειται καλλιστα των πολεων, “εκεινη” ειπεν “εν η των αδικουμενων ουχ ηττον οι μη αδικουμενοι προβαλλονται και κολαζουσιν τους αδικουντας [Σόλων-Ποπλικόλας -(Σόλων) § 18]. Μετάφραση. Τον ρώτησαν, φαίνεται, ποια πολιτεία έχει την καλύτερη διοίκηση κι αποκρίθηκε πως εκείνη όπου και οι αδικημένοι αλλά και οι όχι αδικημένοι καταδιώκουν και τιμωρούν τους άδικους.
Το μεγιστον εις σωτηριαν πολεως και ομονοιαν, μηδενα πενητα μηδε πλουσιον ειναι των πολιτων [Σόλων-Ποπλικόλας -(Σόλων) § 16]. Μετάφραση. Το πιο σπουδαίο πράγμα που χρειάζεται για να σωθεί μια Πολιτεία και να μονιάσει, να μην υπάρχει δηλαδή πλούσιος και φτωχός πολίτης.
11. Κάρολος Μαρξ-Φρειδερίκος Έγκελς.

Καρλ Μαρξ- Φρ. Έγκελς
Απελευθέρωση του ανθρώπου.
“δε μπορεί να απελευθερωθούν οι άνθρωποι όσο δε θάναι σε θέση να εξασφαλίσουν στο ακέραιο τροφή και πιοτό, κατοικία και ρούχα σε ποσότητα και σε ποιότητα. Η απελευθέρωση είναι γεγονός ιστορικό και όχι διανοητικό, και προκαλείται από ιστορικούς όρους, από την κατάσταση της βιομηχανίας, του εμπορίου, της γεωργίας … κατόπιν, σε συνέχεια, σε συνάρτηση με τα διάφορα στάδια ανάπτυξης τους προκαλούν τους παραλογισμούς” [Η Γερμανική Ιδεολογία, τόμος Α΄, σελίδα 21, εκδοτικό ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΔΗΣ]
Τι είναι η γλώσσα.
Η γλώσσα είναι τόσο παλιά όσο και η συνείδηση-η γλώσσα είναι η πραγματική, πρακτική συνείδηση που υπάρχει καικ για άλλους ανθρώπους, που υπάρχει λοιπόν τότε μόνο και για μένα τον ίδιο και όπως η συνείδηση, εμφανίζεται μόνο μαζί με την ανάγκη, την αναγκαιότητα της συναναστροφής με άλλους ανθρώπους. Όπου υπάρχει σχέση, αυτή υπάρχει για μένα. Το ζώο “δε σχετίζεταιο” με τίποτα, δε γνωρίζει κοντολογής καμιά σχέση. Για το ζώο, οι σχέσεις του με τους άλλους δεν υπάρχουν σαν σχέσεις. Η συνείδηση είναι λοιπόν από την αρχή κοινωνικό προϊόν και παραμένει τέτοιο όσο υπάρχουν άνθρωποι [Η Γερμανική Ιδεολογία, τόμος Α΄, σελίδα 28, εκδοτικό ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΔΗΣ]
Η Παραγωγή των ιδεών.
Η παραγωγή των ιδεών, των παραστάσεων και της συνείδησης, είναι, πρώτα-πρώτα, άμεσα και εσώτερα δεμένη με την υλική δραστηριότητα και τις υλικές σχέσεις των ανθρώπων, είναι η γλώσσα της πραγματικής ζωής. Οι παραστάσεις, η σκέψη, οι πνευματικές σχέσεις των ανθρώπων εμφανίζονται κι εδώ σαν άμεση απόρροια της υλικής τους συμπεριφοράς. Το ίδιο γίνεται και με την πνευματική παραγωγή τέτοια που παρουσιάζεται στη γλώσσα της πολιτικής, των νόμων, της ηθικής, της θρησκείας, της μεταφυσικής κλπ ενός ολόκληρου λαού. Είναι οι άνθρωποι οι παραγωγοί των παραστάσεων τους, των ιδεών τους κλπ, όμως οι πραγματικοί, οι ζωντανοί άνθρωποι, όπως διαμορφώνονται από καθορισμένη ανάπτυξη των παραγωγικών τους δυνάμεων και του τρόπου σχέσεων που αντιστοιχεί σ΄ αυτούς, ως τις πιο πλατειές μορφές που αυτοί μπορούν να πάρουν. Η συνείδηση δε μπορεί ποτέ να είναι άλλο πράγμα από το συνειδητό Είναι και το Είναι των ανθρώπων είναι η διαδικασία [προτσές] της πραγματικής ζωής τους. Κι αν σ΄ ολόκληρη την ιδεολογία οι άνθρωποι και οι σχέσεις τους μας εμφανίζονται αναποδογυρισμένες, με το κεφάλι κάτω, σαν μέσα σε σκοτεινό θάλαμο, αυτό το φαινόμενο απορρέει από την ιστορική διαδικασία της ζωής τους, ακριβώς όπως η αναστροφή των αντικειμένων πάνω στον αμφιβληστροειδή απορρέει από τη φυσική διαδικασία της ζωής τους. Αντίθετα από τη Γερμανική φιλοσοφία, που κατεβαίνει από τον ουρανό στη γη, εδώ ανεβαίνουμε από τη γη στον ουρανό. Με άλλα λόγια, δεν ξεκινάμε απ΄ αυτό που οι άνθρωποι λένε, φαντάζονται, αναπαρασταίνουν, ούτε ακόμα από κείνο που είναι στα λόγια, στη σκέψη, στη φαντασία και στην παράσταση των άλλων, για να καταλήξουμε έπειτα στους ανθρώπους με σάρκα και κόκαλα. Όχι, εμείς ξεκινάμε απ΄ τους ανθρώπους μέσα στην πραγματική δραστηριότητα τους. Ξεκινώντας από τη διαδικασία της πραγματικής ζωής τους, αναπαρασταίνουμε και το ξετύλιγμα των αντανακλάσεων και των ιδεολογικών αντίλαλων της ζωικής διαδικασίας. Ακόμη και οι φαντασμαγορίες μέσα στο ανθρώπινο μυαλό είναι εξιδανικεύσεις που πηγάζουν αναγκαστικά από τη διαδικασία της υλικής ζωής τους που μπορεί να διαπιστωθεί εμπειρικά και που στηρίζεται πάνω σε υλικές βάσεις. Γι΄ αυτό η ηθική, η θρησκεία, η μεταφυσική και όλα τα υπόλοιπα της ιδεολογίας, καθώς και οι μορφές συνείδησης που αντιστοιχούν σ΄ αυτά, χάνουν αμέσως κάθε επίφαση αυτονομίας. Αυτές δεν έχουν ιστορία, δεν έχουν εξέλιξη. Απεναντίας, είναι οι άνθρωποι εκείνοι που, αναπτύσσοντας την υλική παραγωγή τους και τις υλικές σχέσεις τους, μεταβάλλουν μαζί με τη δική τους πραγματικότητα και τη σκέψη τους και τα προϊόντα της σκέψης τους. Δεν είναι η συνείδηση που καθορίζει τη ζωή, είναι η ζωή που καθορίζει τη συνείδηση” [Η Γερμανική Ιδεολογία, τόμος Α΄, σελίδες 17-19, εκδοτικό ΑΝΑΓΝΩΣΤΙΔΗΣ].;
Η κοινωνική επανάσταση.
Η κοινωνική επανάσταση … δε μπορεί να αντλήσει την ποίηση της από το παρελθόν, αλλά μόνο από το μέλλον. Δε μπορεί να αρχίσει με τον ίδιο τον εαυτό της προτού σβήσει όλες τις προλήψεις σχετικά με το παρελθόν. Οι προηγούμενες επαναστάσεις είχαν ανάγκη από κοσμοϊστορικές αναμνήσεις για να κρύψουν από τον εαυτό τους το περιεχόμενο τους. Για να φτάσει στο δικό της περιεχόμενο η επανάσταση … πρέπει να αφήσει τους πεθαμένους να θάψουν τους νεκρούς τους. Εκεί η φράση ξεπερνούσε το περιεχόμενο, εδώ το περιεχόμενο ξεπερνά τη φράση” [Η 18 η Μπρυμαίρ, σελ. 285].
Η διάσωση της Κοινωνίας.
Η κοινωνία σώζεται κάθε φορά που ο κύκλος των κυρίαρχων της στενεύει, όταν ένα αποκλειστικότερο συμφέρον επικρατεί μπροστά στο πλατύτερο. Κάθε διεκδίκηση και της πιο απλής αστικής οικονομικής μεταρρύθμισης, του πιο συνηθισμένου φιλελευθερισμού, του πιο τυπικού ρεπουμπλικανισμού, της πιο ρηχής δημοκρατίας, τιμωρείται ταυτόχρονα σαν ¨απόπειρα κατά της κοινωνίας” και στιγματίζεται σαν “σοσιαλισμός”. Τελικά και οι αρχιερείς της “θρησκείας και της τάξεως” πετιούνται κι αυτοί με τις κλωτσιές από τους τρίποδες τους της Πυθίας, αρπάζονται στο σκοτάδι της νύχτας από τα κρεβάτια τους, χώνονται μέσα σε κλούβες, πετιούνται στα μπουντρούμια ή στέλνονται στην εξορία, ο ναός τους ισοπεδώνεται, το στόμα τους βουλώνεται, η πένα τους τσακίζεται, ο νόμος τους ξεσκίζεται στο όνομα της θρησκείας, της ιδιοχτησίας, της οικογένειας, της τάξεως. Αστοί φανατικοί οπαδοί της τάξεως πυροβολούνται στους εξώστες τους από μεθυσμένα μπουλούκια φαντάρων, βεβηλώνεται η ιερότητα της οικογένειας τους, βομβαρδίζονται τα σπίτια τους για διασκέδαση-στο όνομα της ιδιοχτησίας, της οικογένειας, της θρησκείας και της τάξεως. Τελικά τα αποβράσματα της αστικής κοινωνίας σχηματίζουν την ιερή φάλαγγα της τάξεως και ο ήρωας Κραπουλίνσκι μπαίνει στον Κεραμεικό σαν “σωτήρας της κοινωνίας” [Η 18 η Μπρυμαίρ, σελ. 293]. Κραπουλίνσκι = ξεπεσμένος ευγενής. Αναφέρεται ο χαρακτηρισμός αυτός από τον Μαρξ στον Λουδοβίκο Βοναπάρτη.


Τι είναι ο Πολιτισμός;

Ο πολιτισμός είναι εκείνη η βαθμίδα εξέλιξης της κοινωνίας όπου ο καταμερισμός της εργασίας, η ανταλλαγή ανάμεσα σε άτομα που ξεπηδά από τον καταμερισμό αυτό και η εμπορευματική παραγωγή που τα συμπεριλαμβάνει και τα δυο, φτάνουν σε πλέρια ανάπτυξη και ανατρέπουν ολόκληρη την προηγούμενη κοινωνία. Η παραγωγή όλων των προηγούμενων κοινωνικών βαθμίδων ήταν ουσιαστικά κοινή, όπως επίσης και η κατανάλωση γινόταν με άμεσο μοίρασμα των προϊόντων μέσα στα πλαίσια μεγάλων ή μικρών κομμουνιστικών κοινοτήτων. Αυτή η κοινότητα της παραγωγής γινόταν μέσα στα πιο στενά όρια, μα συνεπαγόταν την κυριαρχία των παραγωγών πάνω στη διαδικασία [προτσές] της παραγωγής τους και στο προϊόν τους. Ξέρουν τι γίνεται το προϊόν τους: το καταναλώνουν, δε φεύγει από τα χέρια τους. Κι όσο καιρό η παραγωγή γίνεται πάνω σ’ αυτή τη βάση δε μπορεί να υψωθεί πάνω από τα κεφάλια των παραγωγών, δε μπορεί να γεννήσει φασματικές και ξένες γι’ αυτούς δυνάμεις, όπως συμβαίνει κανονικά και αναπόφευγα στον πολιτισμό” [Φρ. Έγκελς, Η καταγωγή της Οικογένειας ... στο συλλογικό έργο των Μαρξ- Έγκελς, Διαλεχτά Έργα, τόμος Β΄, εκδοτικό ΓΝΩΣΕΙΣ, χωρίς χρονολογία έκδοσης, σελίδα 373].

 οι “Αρετές” του Πολιτισμού.

 “Μέ τή δουλεία, πού στον πολιτισμό πήρε τήν πιο πλέρια ανάπτυξη της, έγινε ή πρώτη μεγάλη διάσπαση της κοινωνίας σέ μιά έκμεταλλεύτρια καί μιά εκμεταλλευόμενη τάξη. Αυτή η διάσπαση διατηρήθηκε σ’ όλη τήν περίοδο του πολιτισμού. Η δουλεία είναι η πρώτη μορφή της εκμετάλλευσης, πού χαρακτηρίζει τόν αρχαίο κόσμο. Τήν άκολουθεί η δουλοπαροικία τό μεσαίωνα καί η μισθωτή εργασία στή νεότερη εποχή. Αυτές είναι οι τρείς μεγάλες μορφές της υποδούλωσης πού χαρακτηρίζουν τίς τρείς μεγάλες εποχές του πολιτισμού. Τίς τρείς αυτές εποχές τίς συνοδεύει πάντα η δουλεία, στην αρχή, η ανοιχτή καί τελευταία η σκεπασμένη.
 Τη βαθμίδα τής εμπορεύματικής παραγωγής, με την οποία αρχίζει ο πολιτισμός, τή χαρακτηρίζει οίκονομικά: 1) η εισαγωγή του μεταλλικού χρήματος, καί μαζί του του χρηματικού κεφαλαίου, του τόκου καί της τοκογλυφίας, 2) η εμφάνιση τών έμπορων σάν μεσάζουσας τάξης ανάμεσα στους παραγωγούς, 3) ή γέννηση της ατομικής ίδιοχτησίας τής γης καί τής αποθήκης, καί 4) η εμφάνιση τής εργασίας τών δούλων σάν κυρίαρχης μορφής τής παραγωγής. Η μορφή της οικογένειας πού αντιστοιχεί στον πολιτισμό καί πού επικρατεί οριστικά μαζί του είναι η μονογαμία, η κυριαρχία του άντρα πάνω στή γυναίκα καί η ατομική οικογένεια σάν οίκονομική μονάδα τής κοινωνίας. Η συνόψιση τής πολιτισμένης κοινωνίας είναι τό κράτος, πού σέ όλες τίς τυπικές περίοδες είναι, χωρίς εξαίρεση, τό κράτος τής κυρίαρχης τάξης, καί πού σέ όλες τίς περιπτώσεις παραμένει ουσιαστικά μιά μηχανή γιά τήν υποταγή της καταπιεζόμενης καί εκμεταλλευόμενης τάξης. Χαρακτηριστικό γιά τόν πολιτισμό είναι ακόμα: άπό τή μιά η σταθεροποίηση τής αντίθεσης άνάμεσα στην πόλη καί στην ύπαιθρο σάν βάση όλου του κοινωνικού καταμερισμού τής εργασίας, καί άπό τήν άλλη η καθιέρωση της διαθήκης πού μ’ αυτήν ο ίδιοχτήτης μπορεί νά διαθέτει τήν ίδιοχτησία του ακόμα καί μετά τό θάνατο του.  Ό θεσμός αυτός πού χτυπά κατάμουτρα τό παλιό καθεστώς τών γενών ήταν ως τήν εποχή του Σόλωνα άγνωστος στην Αθήνα. Στή Ρώμη καθιερώθηκε άπό νωρίς κιόλας, πότε ακριβώς δέν ξέρουμε. Στους γερμανούς τόν είσήγαγαν οι παπάδες γιά νά μπορεί ό άγαθούλης γερμανός νά κληροδοτεί ανενόχλητα το μερίδιο του στήν εκκλησία. Με αυτό τό κοινωνικό καθεστώς ο πολιτισμός κατάφερε πράγματα, πού η παλιά κοινωνία των γενών δέν ήταν σε θέση ούτε και νά τά φανταστεί. Μά τά πέτυχε υποκινώντας τά πιό βρωμερά ένστιχτα καί πάθη τών ανθρώπων που τά ανάπτυξε σέ βάρος όλων τών άλλων τους χαρισμάτων. Η χυδαία άπληστία ήταν η κινητήρια ψυχή του πολιτισμού άπό τήν πρώτη του μέρα ως σήμερα: πλούτος καί ξανά πλούτος, καί πάλι πλούτος, πλούτος όχι της κοινωνίας, μά αυτού τού ενός άθλιου άτομου, αυτός ήταν ο μοναδικός τελικός σκοπός του. “Αν μαζί μ’ αυτά τού πεσαν έτοιμα στην ποδιά η εξέλιξη τής επιστήμης και σέ έπανειλημένες περίοδες η ανώτατη άνθιση της τέχνης, αυτό έγινε μόνο γιατί χωρίς αυτά δέ θά ήταν δυνατό νά πετύχει όλη αυτή τή συσσώρευση τού πλούτου της εποχής μας.
 Μια καί ή βάση τού πολιτισμού είναι ή εκμετάλλευση μιάς τάξης άπό μιαν άλλη, όλη ή εξέλιξη του κινείται μέσα σέ μιαν αδιάκοπη αντίφαση. Κάθε πρόοδος της παράγωγης είναι ταυτόχρονα μιά πισωδρόμηση στην κατάσταση της καταπιεζόμενης τάξης, δηλ. της μεγάλης πλειοψηφίας. Κάθε καλό γιά τους μέν είναι αναγκαστικά κακό γιά τους άλλους, κάθε καινούργια απελευθέρωση της μιας τάξης, είναι μιά νέα καταπίεση γιά τήν άλλη τάξη. Τό πιό χτυπητό παράδειγμα γι’ αυτό τό δίνει η είσαγωγή τών μηχανών, πού τα αποτελέσματα τους σήμερα είναι γνωστά σέ όλον τόν χόσμο. Κι αν, στους βάρβαρους μόλις μπορούσε νά γίνει διάκριση ανάμεσα στά δικαιώματα καί στίς υποχρεώσεις, ο πολιτισμός κάνει καί τή διάκριση αυτή καί τήν αντίθεση ανάμεσα τους ολοφάνερη καί στον πιό ηλίθιο, παραχωρώντας σχεδόν όλα τά δικαιώματα σέ μιά τάξη, ένώ φορτώνει στην άλλη σχεδόν όλες τίς υποχρεώσεις. Αυτό όμως δέν πρέπει νά γίνεται. Εκείνο πού είναι καλό γιά τήν κυρίαρχη τάξη πρέπει νάναι καλό γιά ολόκληρη τήν κοινωνία, πού μ’ αυτή ταυτίζεται η κυρίαρχη τάξη. Οσο λοιπόν προχωρεί ό πολιτισμός, τόσο περισσότερο είναι υποχρεωμένος νά σκεπάσει μέ τό μανδύα της αγάπης τά κακά πού δημιούργησε μέ αναγκαιότητα, νά τά εξωραίζει ή νά τά αρνείται, κοντολογης νά είσάγει μιά συμβατική ύποκρισία, πού δέν τήν ήξεραν ούτε οί πρώτες κοινωνικές μορφές, ούτε οί πρώτες βαθμίδες τού πολιτισμού, καί τέλος, νά τήν αποκορυφώνει μέ τόν ισχυρισμό ότι η εκμετάλλευση της καταπιεζόμενης τάξης γίνεται άπό τήν έκμεταλλεύτρια τάξη μόνο καί μόνο προς τό συμφέρον της ίδιας τής εκμεταλλευόμενης τάξης, κι άν ή εκμεταλλευόμενη τάξη δέν τό καταλαβαίνει αυτό, μά αντίθετα εξεγείρεται, αυτό αποτελεί τήν πιό πρόστυχη αχαριστία απέναντι ατούς ευεργέτες, τους εκμεταλλευτές” [Φρ. Έγκελς, η καταγωγή της Οικογένειας, σελίδες 375-377].

Το δικαίωμα ψήφου.
Η ιδιοχτήτρια τάξη κυριαρχεί άμεσα μέσω του γενικού δικαιώματος ψήφου... Το γενικό δικαίωμα ψήφου είναι ο δείχτης της ωριμότητας της εργατικής τάξης. Περισσότερο δε μπορεί να είναι και δε θα είναι ΠΟΤΕ μέσα στο σημερινό Κράτος, μα κι αυτό φτάνει. Την ημέρα που το θερμόμετρο του γενικού δικαιώματος ψήφου θα δείχνει το σημείο του βρασμού στους εργάτες, θα ξέρουν κι αυτοί, όπως και οι κεφαλαιοκράτες, τι να κάνουν.
Το Κράτος δεν υπάρχει από καταβολής κόσμου. Υπήρξαν κοινωνίες που τα βγάζανε πέρα χωρίς αυτό, που δεν είχαν ιδέα για κράτος και κρατική εξουσία. Σε μια ορισμένη βαθμίδα της οικονομικής εξέλιξης, που αναγκαστικά είναι συνδεδεμένη με τη διάσπαση της κοινωνίας σε τάξεις, το Κράτος έγινε απαραίτητο εξαιτίας αυτής της διάσπασης. Πλησιάζουμε τώρα με γοργά βήματα σε μια βαθμίδα εξέλιξης της παραγωγής, όπου η ύπαρξη αυτών των τάξεων, όχι μόνο έπαψε να αποτελεί ανάγκη, μα και γίνεται πραγματικό εμπόδιο της παραγωγής. Οι τάξεις θα εξαφανιστούν το ίδιο αναπόφευγα όπως αναπόφευγα είχαν δημιουργηθεί στο παρελθόν. Με την εξαφάνιση των τάξεων θα εξαφανιστεί αναπόφευγα και το Κράτος. Η Κοινωνία που οργανώνει με νέο τρόπο την παραγωγή πάνω στη βάση ελεύθερης και ίσης οργάνωσης των παραγωγών, θα βάλει ολόκληρη την κρατική μηχανή εκεί όπου θα είναι τότε η θέση της: στο μουσείο των αρχαιοτήτων, δίπλα στο ροδάνι και το μπρούντζινο τσεκούρι" [Φρ. Ένγκελς, Η καταγωγή της Οικογένειας ...]. Γράφτηκε το 1884!!!

Γιάνης Βαρουφάκης
12. Βαρουφάκης.

Πολιτική εκμετάλλευση ιδεολογιών.

Τόσο στο επίπεδο των πολιτικών ιδεών όσο και στο επίπεδο της οικονομικής θεωρίας, ο φονταμενταλισμός της αγοράς υπήρξε μια από τις θεραπαινίδες του Παγκόσμιου Μινώταυρου. Στη νεοφιλελεύθερη ιδεολογική του έκφραση ήταν για τον υπαρκτό καπιταλισμό ό,τι ο μαρξισμός για τον υπαρκτό σοσιαλισμό: ένας ιδεολογικός μανδύας οι ιδέες του οποίου καταστρατηγούνταν στην πράξη από εκείνους που τις επικαλούνταν συχνότερα. Και στις δυο περιπτώσεις, νεοφιλελεύθερου φονταμενταλισμού και μαρξισμού, υψηλές αξίες και στόχοι βασιζόμενοι σε γοητευτικές οικονομικές πραγματείες μπήκαν στην υπηρεσία ΠΟΤΑΠΩΝ επιδιώξεων. Πιο συγκεκριμένα, χρησιμοποιήθηκαν ώστε να νομιμοποιείται η υφαρπαγή της εξουσίας και του συλλογικά παραγόμενου πλούτου από μια συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα" [Γιάνης Βαρουφάκης, Παγκόσμιος Μινώταυρος, σελ. 361].

Κορνήλιος Καστοριάδης
13. Κ. Καστοριάδης.

Για την ελευθερία.

Η ιδέα της απόλυτης ελευθερίας είναι προφανώς φαντασίωση. Είναι αλήθεια όμως ότι η ελευθερία δεν γνωρίζει όρια που να της επιβάλλονται από τα έξω, δεν μπορεί να επαναπαυθεί σε μια νόρμα δεδομένη άπαξ διά παντός. Τόσο στο ατομικό επίπεδο όσο και στο συλλογικό και πολιτικό, αυτό σημαίνει ότι η δημοκρατία είναι αδιαχώριστη από τον κίνδυνο – και αυτόν τον κίνδυνο δεν μπορεί να τον αποκρούσει εγκαθιδρύοντας τη συνταγματική μοναρχία, μπορεί να τον αποκρούσει μόνο με τον αυτοπεριορισμό. Η δημοκρατία μόνο εντός και διά του αυτοπεριορισμού μπορεί να υπάρχει. Και η δημοκρατία είναι ένα τραγικό καθεστώς: δεν έχει ποτέ εκ των προτέρων τη βεβαιότητα μιας «αίσιας λύσης», και πάντα την παραμονεύει η ίδια της η ύβρις: παράδειγμα οι Αθηναίοι το 413 (Σικελία) και το 406 (Αργινούσες)3. Κι εμένα τον ίδιο όμως με παραμονεύει η ύβρις – αυτό όμως δεν είναι ο λόγος για να καταφύγω στη δουλεία [τι είναι Επανάσταση;].

Τι είναι Επανάσταση;

Επανάσταση δεν σημαίνει ούτε εμφύλιος πόλεμος ούτε αιματοχυσία. Η επανάσταση είναι μια αλλαγή ορισμένων κεντρικών θεσμών της κοινωνίας μέσω της δραστηριότητας της ίδιας της κοινωνίας: ο ρητός αυτομετασχηματισμός της κοινωνίας, συμπυκνωμένος σε σύντομο χρονικό διάστημα ... Η «επανάσταση» του Κλεισθένη στην Αθήνα -της οποίας πάντα είμαστε, υπό μια έννοια, κληρονόμοι- δεν ήταν βίαιη. Η επανάσταση του Φεβρουαρίου του 1917 στη Ρωσία δεν ήταν καθόλου βίαιη: τη δεύτερη ή την τρίτη μέρα, οι μεραρχίες του τσάρου αρνήθηκαν να πυροβολήσουν το πλήθος, και το παλαιό καθεστώς κατέρρευσε... Η επανάσταση σημαίνει την είσοδο του μεγαλύτερου μέρους της κοινότητας σε μια φάση πολιτικής, δηλαδή θεσμίζουσας δραστηριότητας. Το θεσμίζον κοινωνικό φαντασιακό βρίσκεται επί το έργον και καταπιάνεται ρητά με το μετασχηματισμό των υπαρχόντων θεσμών. Στο βαθμό που συναντά την αντίσταση των παλιών θεσμών, άρα και της κατεστημένης εξουσίας, είναι ευνόητο ότι επιτίθεται στους θεσμούς της εξουσίας, δηλαδή στους πολιτικούς θεσμούς με τη στενή έννοια. Είναι όμως στη φύση των πραγμάτων αυτή η αφύπνιση του θεσμίζοντος κοινωνικού φαντασιακού να αμφισβητήσει ένα σωρό άλλες διαστάσεις, τυπικά θεσμισμένες ή όχι, της κοινωνικής ζωής.

 Οι δυνατότητες των υπαρχόντων θεσμών.

Πιστεύει άραγε κανείς ότι όλα τα κολοσσιαία ζητήματα που τίθενται στην ανθρωπότητα σήμερα μπορούν να ρυθμιστούν από τους υπάρχοντες θεσμούς; Αν λέγαμε κάτι τέτοιο -και σ’ αυτό ανάγεται η ιδέα ότι η εποχή των επαναστάσεων, δηλαδή των σημαντικών θεσμικών αλλαγών, έχει τελειώσει-, θα σήμαινε στην πραγματικότητα ότι η πολιτική ιστορία της ανθρωπότητας έχει τελειώσει. Και βλέπουμε πράγματι ανθρώπους που τα βάζουν με τη μεταφυσική, η οποία υποτίθεται ότι οδήγησε στον ολοκληρωτισμό, απορρίπτοντας κάθε φιλοσοφία της ιστορίας, να επαγγέλλονται, δίχως να το δηλώνουν ρητά, μια μεταφυσική και μια φιλοσοφία της ιστορίας οι οποίες θέτουν ότι βρήκαμε επιτέλους στην παρούσα «δημοκρατία» την αναζητούμενη μορφή της πολιτικής κοινότητας. Αυτή η «δημοκρατία» όμως (στην πραγματικότητα, το καθεστώς της φιλελεύθερης ολιγαρχίας), μακράν του να αντιπροσωπεύει ένα τελικό στάδιο της ιστορίας, είναι έτοιμη να πεθάνει από την ιδιωτικοποίηση (που βαφτίστηκε πομπωδώς «ατομικισμός»), από την απάθεια των ανθρώπων, από την αφάνταστη υποβάθμιση των ασκούντων την πολιτική. Αυτές οι «δημοκρατικές» χώρες δεν αντιπροσωπεύουν εξάλλου παρά το 12% του παγκόσμιου πληθυσμού – που θα γίνει 6% μέσα σε είκοσι πέντε χρόνια. Και διαπιστώνουμε ότι ακόμη και το «φιλελεύθερο» μοντέλο είναι ανίκανο να διαδοθεί αυθόρμητα παντού. Η μεγάλη ευρωπαϊκή προβληματική της χειραφέτησης, της αυτοκυβέρνησης των πολιτικών κοινοτήτων, είναι πάντα παρούσα. Υπάρχουν βέβαια τα κεκτημένα δικαιώματα και ελευθερίες -κεκτημένα με μακρόχρονους αγώνες-, αλλά αυτό είναι κάτι ποιοτικά ανεπαρκές. Η Ελλάδα και η Ευρώπη είναι οι ιστορικοί τόποι όπου γεννήθηκε ένα πρόταγμα αυτονομίας, τόσο κοινωνικής όσο και ατομικής. Το πρόταγμα αυτό απέχει πολύ από το να έχει πραγματοποιηθεί και οι συνθήκες υλοποίησης του απειλούνται και πάλι σήμερα από καινούργιες μορφές κυριαρχίας, γραφειοκρατικής και χειραγωγητικής, οι οποίες παράγουν την ατομικοποίηση της κοινωνίας και τρέφονται απ’ αυτήν, και οι οποίες, αν αφεθούν μόνες τους, μπορούν, μακροπρόθεσμα, να προκαλέσουν με ήπιο τρόπο την εξαφάνιση ακόμη και των ήδη κεκτημένων χάρη στους προγενέστερους αγώνες [τι είναι Επανάσταση;]·

 Το δικαίωμα της ψήφου.

Τίποτε δεν αλλάζει στην κατάσταση αυτή αν, μία φορά κάθε τέσσερα, πέντε ή επτά χρόνια, παράγεται εκείνη η μυστηριώδης αλχημεία σύμφωνα με την οποία μια Κυριακή η εξουσία «διαλύεται» και το ίδιο βράδυ επανενσαρκώνεται (η Θεία Ευχαριστία;) και ξαναγίνεται η «υπόσταση» του λαού στο πρόσωπο των «αντιπροσώπων» του. Η πολιτική δεν δίνει και δεν μπορεί να δώσει απάντηση σε όλα – δεν μπορεί όμως να υπάρξει ριζικός μετασχηματισμός της κοινωνίας που να μην περιλαμβάνει τη διάσταση της εξουσίας. Η σημερινή δομή της εξουσίας είναι αλλοτριωτική, οδηγεί στον ατομισμό, παραπέμπει τον καθένα στην ιδιωτική ζωή του και στον παλιμπαιδισμό [τι είναι Επανάσταση;].

Αριστερά- Δεξιά.


Στις ημέρες μας έχει χάσει το νόημα της. ‘ Οχι επειδή δεν υπάρχει υλικό, για να τροφοδοτηθεί μια πολιτική διαμάχη, και μάλιστα μια πολύ σοβαρή διαμάχη. Αλλά επειδή τόσο η Δεξιά όσο και η Αριστερά, λίγο έως πολύ, λένε τα ίδια πράγματα [Ασημαντότητα].

Πολιτικοί.

Οι πολιτικοί είναι ανίσχυροι. Αυτό είναι βέβαιο. Το μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να «πηγαίνουν με το ρεύμα», δηλαδή να εφαρμόζουν μια υπερ-φιλελεύθερη πολιτική, η οποία είναι της μόδας. Κατά τη γνώμη μου, δεν πρόκειται για πολιτικούς αλλά για μικροπολιτικούς που επιδίδονται σε ψηφοθηρία με οποιοδήποτε μέσον, με το marketing, κλπ. Ουσιαστικά, αυτοί οι άνθρωποι δεν έχουν κανένα πρόγραμμα. Στόχος τους είναι: είτε η παραμονή τους στην εξουσία, είτε η επιστροφή τους σ ‘ αυτήν. Και για να τον πετύχουν, είναι ικανοί για όλα [Ασημαντότητα].

άνοδος στην εξουσία.

Τίποτα όμως δεν εγγυάται ότι κάποιος που είναι ικανός να κυβερνήσει, είναι επίσης ικανός να ανέβει στην εξουσία. Στο παρελθόν, στις απόλυτες μοναρχίες, η άνοδος στην εξουσία προϋπέθετε να κολακεύει κανείς τον βασιλιά ή να είναι ευνοούμενος της Μαντάμ Πομπαντούρ. Σήμερα, στις ψευδο-δημοκρατίες μας, η άνοδος στην εξουσία προϋποθέτει να κολακεύει κανείς την κοινή γνώμη ή να έχει τηλεοπτική φωτογένεια.  Χρησιμοποίησα τον όρο «ψευδο-δημοκρατία», διότι ανέκαθεν πίστευα και πιστεύω ότι η λεγόμενη «αντιπροσωπευτική δημοκρατία» δεν είναι αληθινή δημοκρατία. Οι αντιπρόσωποι της ελάχιστα αντιπροσωπεύουν τους εκλογείς. Κατά κύριο λόγο, αντιπροσωπεύουν τον εαυτό τους, ιδιαίτερα συμφέροντα, λόμπυ [ασημαντότητα].

δικαιολόγηση της κλήρωσης.

Ας πάμε στην Αθήνα του 5 ου και 4 ου π. Χ. αιώνα. Για τους Αθηναίους εκείνης της εποχής κάθε πολίτης, ανεξαιρέτως κάθε πολίτης, είναι ικανός να κυβερνήσει (θυμίζω ξανά τη διατύπωση του Αριστοτέλη: «πολίτης είναι ο ικανός να κυβερνήσει και να κυβερνηθεί»). Και πώς γίνεται αυτό; Με κλήρωση! Ρίχνουν κλήρο! Γιατί; Διότι πιστεύουν έμπρακτα ότι η πολιτική δεν είναι υπόθεση των ειδικών. Διότι πιστεύουν ότι δεν υπάρχει πολιτική επιστήμη. Υπάρχει μόνον γνώμη -”δόξα” στα αρχαία ελληνικά – περί της πολιτικής. Και θέλω να υπογραμμίσω ότι η ιδέα πως η πολιτική δεν αποτελεί υπόθεση των ειδικών και πως όλες οι γνώμες έχουν ίσην αξία, είναι η μόνη λογική δικαιολόγηση της αρχής της πλειοψηφίας... Για τις εξειδικευμένες δραστηριότητες και μόνον γι ‘ αυτές – για την κατασκευή ναυπηγείων, για την ανέγερση ναών, για τη διεξαγωγή του πολέμου – χρειάζονται οι ειδικοί! Και αυτούς, τους ειδικούς, οι Αθηναίοι πολίτες τους εκλέγουν! Να ποιο είναι το νόημα των εκλογών. Διότι εκλογές σημαίνει εκλογή των καλυτέρων [ασημαντότητα (W)].

 πως κυβερνά ο πολίτης;

Όμως, προκειμένου να έχει ουσία η γνώμη – η «δόξα»- των πολιτών για τα κοινά, θα πρέπει να έχει καλλιεργηθεί. Αλλά με ποιον τρόπο καλλιεργούν τη «δόξα» τους τη σχετική με τη διακυβέρνηση οι Αθηναίοι πολίτες; Μα βέβαια κυβερνώντας! Ως εκ τούτου, η αθηναϊκή δημοκρατία – και αυτό είναι το σημαντικό αποτελεί μια υπόθεση εκπαίδευσης και αγωγής των πολιτών. (Αυτή η καίριας σημασίας διάσταση, καθώς όλοι γνωρίζουμε, λείπει εντελώς σήμερα)... Τελικά, οι βουλευτές, όπως και οι υπουργοί, είναι υπόδουλοι των τεχνικών συμβούλων τους... Εάν παρακολουθήσετε από κοντά τη λειτουργία μιας κυβέρνησης ή ενός μεγάλου γραφειοκρατικού μηχανισμού, θα διαπιστώσετε ότι οι κυβερνώντες και οι υπεύθυνοι εμπιστεύονται τους ειδικούς. Ωστόσο, επιλέγουν πάντα εκείνους τους ειδικούς που συμμερίζονται τις δικές τους απόψεις. Πάντα βρίσκεται ένας οικονομολόγος που θα πει « ναι, κύριε υπουργέ, όπως το λέτε πρέπει να γίνει ». Πάντα βρίσκεται ένας ειδικός για θέματα στρατιωτικά που θα πει « ναι, χρειάζεται πυρηνικός εξοπλισμός » ή « όχι, δεν χρειάζεται πυρηνικός εξοπλισμός » και ούτω καθεξής… Πρόκειται για ένα εντελώς ανόητο παιχνίδι, πλην όμως έτσι κυβερνόμαστε σήμερα... Επανέρχομαι στο δίλημμα: «ο πολίτης πρέπει να έχει γενικές ή ειδικές γνώσεις;». Η δική μου απάντηση: πρώτον, οι ειδικοί στην υπηρεσία των πολιτών και όχι στην υπηρεσία κάποιων πολιτικών, δεύτερον, οι πολίτες κυβερνώντας μαθαίνουν να κυβερνούν… Αλλά, για να είναι σε θέση οι άνθρωποι να ασχοληθούν με τα κοινά, θα πρέπει να έχουν λάβει την ανάλογη παιδεία. Όμως, η σύγχρονη παιδεία δεν έχει απολύτως καμία σχέση με αυτό το αίτημα. Στο σχολείο, ουσιαστικά, παίρνουμε εξειδικευμένες γνώσεις. Το σχολείο θα έπρεπε να είναι ιδιαιτέρως στραμμένο στα κοινά. Στο σχολείο θα έπρεπε να αναλύεται σε βάθος κάθε τι που αφορά τους οικονομικούς, τους κοινωνικούς και τους πολιτικούς μηχανισμούς. Θα έπρεπε να υπάρχουν μαθήματα πραγματικής ανατομίας της σύγχρονης κοινωνίας. Αλλά τι λέω τώρα… Εδώ τα σχολεία είναι ανίκανα να διδάξουν ακόμη και Ιστορία... Τα παιδιά βαριούνται στο μάθημα της Ιστορίας, ένα μάθημα που θα έπρεπε να είναι συναρπαστικό. Πολλά πράγματα πρέπει να αλλάξουν, εάν θέλουμε να μιλήσουμε για αληθινή εκπαιδευτική δραστηριότητα στο πολιτικό πεδίο. Κάτι τέτοιο, προϋποθέτει αλλαγή των θεσμών. Προϋποθέτει νέους θεσμούς που να επιτρέπουν – και όχι να αποτρέπουν, όπως οι σήμερον ισχύοντες – την ενεργό συμμετοχή των πολιτών στα κοινά [ασημαντότητα (W)].

Το τέλος της Πολιτικής ελευθερίας.

Μετά τον πέμπτο π.Χ. αιώνα και την αυτοκυβέρνηση του λαού στις δημοκρατικές πόλεις -και πάντως, μετά τον περίεργο τέταρτο π.Χ. αιώνα- η ελληνική ελευθερία πεθαίνει.
Οι ελληνικές πόλεις γίνονται υποχείριες των βασιλέων της Μακεδονίας. Βεβαίως, ο Αλέξανδρος και οι διάδοχοί του παίζουν έναν κοσμοϊστορικό ρόλο. Κατακτούν την Ασία και την Αίγυπτο. Διαδίδουν την ελληνική γλώσσα και παιδεία. Αλλά πολιτική ζωή, πλέον, δεν υπάρχει. Τα βασίλεια των διαδόχων του Αλεξάνδρου, ως πολιτική συγκρότηση, είναι ουσιαστικά μοναρχίες. Εξάλλου, καθώς ξέρουμε, ο ίδιος ο Αλέξανδρος αντιμετώπισε στασιασμό των Ελλήνων που είχε πάρει μαζί του, διότι ήθελε να τους υποχρεώσει να γονυπετούν μπροστά του, όπως οι Πέρσες μπροστά στο Μεγάλο Βασιλέα - πράγμα ανθελληνικότατο.
Σε όλη τη διάρκεια της ελληνιστικής εποχής οι ελληνικές πόλεις, με λίγες περιθωριακές και παροδικές εξαιρέσεις, αποτελούν παιχνίδια στα χέρια των ελληνιστικών δυναστειών. Ακολουθεί η ρωμαϊκή κατάκτηση, κάτω από την οποία οι ελληνικές πόλεις δεν έχουν παρά μόνον κοινοτική ζωή. Κατόπιν, έρχεται η βυζαντινή αυτοκρατορία. Το Βυζάντιο είναι μια ανατολική, θεοκρατική μοναρχία. Στο Βυζάντιο η πολιτική ζωή περιορίζεται στις ίντριγκες της Κωνσταντινούπολης, του αυτοκράτορα, των "δυνατών" και των ευνούχων της αυλής. Και βεβαίως, τα σχολικά μας βιβλία δεν αναφέρουν ότι στη βυζαντινή αυλή υπήρχαν ευνούχοι, όπως σ' αυτήν του Πεκίνου [Η Πολιτική στην Ελλάδα τελείωσε το 404 π.Χ! (B)]

Κράτος και Πολιτικοί.

Βλέπουμε, για παράδειγμα, ότι η νομιμοφροσύνη και η αλληλεγγύη έχουν τοπικό ή τοπικιστικό χαρακτήρα, ισχυρότερο συχνά από τον εθνικό. Βλέπουμε, επίσης, ότι οι πολιτικές κατατάξεις και διαιρέσεις είναι συχνά σχετικές με τα πρόσωπα των «αρχηγών» και όχι με ιδέες, με προγράμματα, ούτε καν με "ταξικά" συμφέροντα. Ένα ακόμη χαρακτηριστικό είναι η στάση απέναντι στην εξουσία. Στην Ελλάδα, μέχρι και σήμερα, το κράτος εξακολουθεί να παίζει τον ρόλο του ντοβλετιού, δηλαδή μιας αρχής ξένης και μακρινής, απέναντι στην οποία είμαστε ραγιάδες και όχι πολίτες. Δεν υπάρχει κράτος νόμου και κράτος δικαίου, ούτε απρόσωπη διοίκηση που έχει μπροστά της κυρίαρχους πολίτες. Το αποτέλεσμα είναι η φαυλοκρατία ως μόνιμο χαρακτηριστικό. Η φαυλοκρατία συνεχίζει την αιωνόβια παράδοση της αυθαιρεσίας των κυρίαρχων και των «δυνατών»: ελληνιστικοί ηγεμόνες, Ρωμαίοι ανθύπατοι, Βυζαντινοί αυτοκράτορες, Τούρκοι πασάδες, κοτζαμπάσηδες, Μαυρομιχάληδες, Κωλέττης, Δηλιγιάννης [Η Πολιτική στην Ελλάδα τελείωσε το 404 π.Χ! (B)]

η "ωριμότητα" του Ελληνικού Λαού.

Μπορούμε όμως να πούμε ότι όλα αυτά τα επέβαλαν στον ελληνικό λαό ερήμην του ελληνικού λαού; Μπορούμε να πούμε ότι ο ελληνικός λαός δεν καταλάβαινε τι έκανε; Δεν ήξερε τι ήθελε, τι ψήφιζε, τι ανεχόταν; Σε μιαν τέτοια περίπτωση αυτός ο λαός θα ήταν ένα νήπιο. Εάν όμως είναι νήπιο, τότε ας μη μιλάμε για δημοκρατία. Εάν ο ελληνικός λαός δεν είναι υπεύθυνος για την ιστορία του, τότε, ας του ορίσουμε έναν κηδεμόνα. Εγώ λέω ότι ο ελληνικός λαός -όπως και κάθε λαός- είναι υπεύθυνος για την ιστορία του, συνεπώς, είναι υπεύθυνος και για την κατάσταση, στην οποία βρίσκεται σήμερα... Ο μακαρίτης ο Γιώργος Καρτάλης έλεγε κάνοντάς μου καζούρα στο Παρίσι το 1956:«Κορνήλιε, ξεχνάς ότι στην Ελλάδα δεν έγινε Γαλλική Επανάσταση». Πράγματι, στην Ελλάδα δεν έχει υπάρξει εποχή που ο λαός να έχει επιβάλει, έστω και στοιχειωδώς, τα δικαιώματά του.  Και η ευθύνη, για την οποία μίλησα, εκφράζεται με την ανευθυνότητα της παροιμιώδους φράσης: «εγώ θα διορθώσω το ρωμέικο;».   -Ναι, κύριε, εσύ θα διορθώσεις το ρωμέικο, στο χώρο και στον τομέα όπου βρίσκεσαι. [Η Πολιτική στην Ελλάδα τελείωσε το 404 π.Χ! (B)].

Δημοκρατία χωρίς συμμετοχή των Πολιτών.


Η Δημοκρατία έχει οργανωθεί, έχει συλληφθεί με τέτοιο τρόπο που η συμμετοχή των πολιτών να είναι όντως αδύνατη. Κι ύστερα απ΄ αυτό, οι πολιτικοί έρχονται και κλαίνε για την κρίση της αντιπροσωπευτικότητας. Ιδού τώρα ο κ. Fabius[1] που θρηνεί καθώς ανακαλύπτει τα πασίγνωστα: την ιδιωτικοποίηση των ανθρώπων, την αδιαφορία των πολιτών, το κενό του “προγράμματος” του κόμματος του. Ή εκείνοι οι σοσιαλιστές βουλευτές, που, αφού έχου περιγράψει το κενό της σημερινής “πολιτικής”, συμπεριλαμβανομένης κι εκείνης του κόμματος τους, καταλήγουν καλώντας μας να υποστηρίξουμε με σθένος τη “γραμμή του Προέδρου”. Πάει καιρός που σ΄ αυτή τη χώρα κανείς δε πέθανε από γελοιοποίηση... Στα πλαίσια του σημερινού καθεστώτος, πράγματι δε μπορούν να κάνουν τίποτα. Για να μη συμμετέχουν οι άνθρωποι, πρέπει να έχουν τη συνεχώς επαληθευόμενη βεβαιότητα ότι η συμμετοχή τους ή η αποχή  τους παίζουν ρόλο. Και τούτο δεν είναι δυνατόν παρά αν πρόκειται να λάβουν μέρος στη λήψη πραγματικών αποφάσεων που επηρεάζουν τη ζωή τους [Η Πολιτική στην Ελλάδα τελείωσε το 404 π.Χ! (B)].

Για το εκπαιδευτικό Σύστημα.

Κάθε υπουργός παράγει μια “μεταρρύθμιση” του εκπαιδευτικού συστήματος, τριβελίζοντας δίχως τελειωμό-και πολύ επιφανειακά-τα προγράμματα. Το σύνολο όλων αυτών των ενεργειών ισούται με μηδέν. Γιατί το εκπαιδευτικό σύστημα αποσυντίθεται; Υπάρχουν τρία θεμελιώδη στοιχεία για τα οποία δε μιλούν ποτέ. Πρώτον, δεν μπορεί να υπάρχει εκπαίδευση αν οι μαθητές δεν ενδιαφέρονται για τη μάθηση καθαυτήν και για το αντικείμενο της. Σήμερα, είναι αδύνατο να δώσουν μια απάντηση στο ερώτημα αυτό. Η μόνη πραγματική απάντηση, που είναι γελοία, συνίσταται στο ότι με το χαρτί σας θα μπορέσετε να βρείτε δουλειά-πράγμα που άλλωστε δεν ισχύει. Το σχολείο γίνεται έτσι ένα είδος κατασκευής πιστοποιητικών επαγγελματικής ικανότητας. Δεύτερον, το ζήτημα των διδασκόντων. Η διδασκαλία δεν είναι ένα επάγγελμα σαν τα άλλα, δεν είναι ένα επάγγελμα για “να βγάλεις το ψωμί σου”. Διδάσκω σημαίνει μαθαίνω στα παιδιά να αγαπούν τη μάθηση ως γεγονός, και γι' αυτό πρέπει να σου αρέσει να διδάσκεις και να αγαπάς τα παιδιά. Τίποτε δε μπορεί να μεταδώσει κανείς αν δεν είναι κυριευμένος από τις δυο αυτές αγάπες, και αν δεν είναι ικανός να εμπνεύσει την αγάπη [Η Πολιτική στην Ελλάδα τελείωσε το 404 π.Χ! (B)].

Το δικαίωμα της επιλογής.

Το να επιλέγεις απαιτεί την ικανότητα να προσανατολίζεσαι και να έχεις μια ιεραρχία των αξιών. Που είναι αυτές οι αξίες στη κοινωνία της σήμερον; Άραγε μπορεί να τις βρεις; Σε μια κοινωνία που προβάλλει, στην πραγματικότητα, ως μόνη αξία το χρήμα-και που, ακόμη και σ' αυτό το επίπεδο, είναι ασυνεπής, διότι έχοντας ανάγκη από ειδικούς στην πληροφορική τους οποίους πληρώνει αμέσως μόλις τελειώσουν τις σπουδές τους τριάντα ή σαράντα χιλιάδες φράγκα το μήνα, δίνει δεκαπέντε στους καθηγητές τους; Ποιος θα γίνει καθηγητής μαθηματικών αύριο; Και γιατί ένας δικαστής, που πρόκειται να αποφασίσει για τις υποθέσεις που αφορούν εκατοντάδες εκατομμύρια, να μείνει ακέραιος; [Η Πολιτική στην Ελλάδα τελείωσε το 404 π.Χ! (B)].

Η εποχή μας.

Η εποχή μας είναι η εποχή όπου εφηύραν τον άκρως γελοίο όρο του «μεταμοντερνισμού» για να κρύψουν την εκλεκτική στειρότητα, τη βασιλεία της ευκολίας, την ανικανότητα για δημιουργία, το άδειασμα της σκέψης προς όφελος του σχολιασμού στη καλύτερη περίπτωση, του καλαμπουριού τις περισσότερες φορές. Εποχή παρασιτισμού και γενικευμένης λεηλασίας. Αυτό που περνάει σήμερα για τελευταία κραυγή της «σκέψης» και της «πολιτικής φιλοσοφίας» θα το βλέπουν, είμαι σίγουρος γι’ αυτό, με οίκτο σε μια, δυο ή τρεις δεκαετίες. Διότι, τι λένε κατά βάθος; Ότι η ιστορία σταμάτησε, ή, καλύτερα, ότι τελείωσε. Από την Ελληνική αρχαιότητα, η Ευρώπη ορίζεται και από τη φιλοσοφία της, και μας λένε ότι ήρθε το τέλος της φιλοσοφίας, δεν έχουμε πια να κάνουμε τίποτα άλλο από την «αποδόμηση». Εδώ και είκοσι οχτώ μήνες, η Ευρώπη ορίζεται από τους αγώνες της για να τροποποιήσει τη θέσμιση της κοινωνίας, από τους πολιτικούς και κοινωνικούς αγώνες της, από τη δημιουργία της πολιτικής, και μας λένε: η πολιτική [η αληθινή, η μεγάλη] έχει τελειώσει. Η προεδρική ή κοινοβουλευτική πολιτεία  [republique] η οποία ονομάζεται επίσης «Δημοκρατία», καθώς ο σεβασμός για τις λέξεις έχει χαθεί προ πολλού, αυτή είναι η επιτέλους ευρεθείσα μορφή της ανθρώπινης κοινωνίας. Ασφαλώς, μένει να γίνουν μερικές μεταρρυθμίσεις: να αναθεωρήσουμε, π.χ., τα οικογενειακά επιδόματα των αγροφυλάκων. Το ουσιώδες όμως μέρος, το πολιτικό καθήκον, το θεσμίζον καθήκον της κοινωνίας έχει επιτελεστεί: Reagan,Thatcher, Kohl, Mitterrand, Chirac εις τους αιώνας των αιώνων.
Καθώς σκέφτεται κανείς ένα τέτοιο εφιάλτη, δε μπορεί παρά να γίνει ακαταμάχητα αισιόδοξος. Διότι, μέσα σ’ αυτή την προοπτική, υπάρχει σχεδόν μια εσωτερική αντίφαση. Αυτοί οι άνθρωποι είναι υποπροϊόντα και παράσιτα των σημερινών καθεστώτων, σε καμιά περίπτωση δε θα μπορούσαν να τα δημιουργήσουν [όπως οι αποδομητές της σήμερον μπορούν να ζουν μόνο επειδή έχουν υπάρξει στο παρελθόν φιλόσοφοι]. Και δε θα μπορούσαν, μακροπρόθεσμα, να διατηρήσουν καθεστώτα που παράχθηκαν από τον αγώνα των λαών για ριζικούς αντικειμενικούς σκοπούς, που είχαν να κάνουν με την αληθινή αυτονομία. Η φιλοσοφία, η αληθινή σκέψη, δεν έχει τελειώσει, θα μπορούσε μάλιστα κανείς να πει ότι αρχίζει. Και η μεγάλη πολιτική πρέπει να ξαναρχίσει. Η αυτονομία δεν είναι απλώς ένα πρόταγμα, είναι μια πραγματική δυνατότητα του ανθρώπινου όντος. Δεν έχουμε να προβλέψουμε ή να θεσπίσουμε την έλευση ή την εξάλειψη της, έχουμε να εργαστούμε γι’ αυτήν. Διασχίζουμε μια εποχή παρακμής, αυτό είναι όλο [Η εποχή της παρακμής. Ή, αλλιώς, τι Δεξιά, τι σοσιαλιστές; (B)]. 

Η ασημαντότητα.

η αποσύνθεση γίνεται φανερή κυρίως μέσα από την εξαφάνιση των σημασιών και το σχεδόν απόλυτο ξεθώριασμα των αξιών. Και αυτό απειλεί μακροπρόθεσμα την επιβίωση του ίδιου του συστήματος. Οταν δηλώνεται ανοιχτά όπως γίνεται τώρα στις δυτικές κοινωνίες, ότι η μοναδική αξία είναι το χρήμα, το κέρδος, ότι το 
ύπέρτατο ιδεώδες του κοινωνικού βίου είναι το πλουτίστε, μπορεί να διερωτηθεί κανείς αν είναι ποτέ δυνατόν μια κοινωνία να συνεχίσει να λειτουργεί και να αναπαράγεται μονάχα σε αυτή τη βάση. Αν τα πράγματα είχαν έτσι τότε οι δημόσιοι υπάλληλοι θα πρέπει να ζητούν και να δέχονται μπαξίσια για να κάνουν τη δουλειά τους, οι δικαστές να βγάζουν τις δικαστικές αποφάσεις στη δημοπρασία, οι εκπαιδευτικοί να βάζουν καλούς βαθμούς στα παιδιά των οποίων οι γονείς τους έδωσαν μία επιταγή... Αρα κερδος και “διαφθορα” δεν ειναι παρα οι δυο πλευρές του ίδιου νομισματος. Και η κυνικη αποδοχή της απληστίας του επενδυτή ως “φυσικης” γινεται κύρηγμα υποκρισιας για τον υπάλληλο και τον δικαστή με κορόνες περι “πνεύματος και ηθικής”. Αν η απληστία είναι “φυσική” είναι τόσο για τον υπάλληλο όσο και για τον επενδυτη. Και δεν μπορείς να έχεις το ένα (κερδος) χωρις το άλλο (διαφθορα). Γιατι απο τα αρχαία χρονια η “ανοδος της ασημαντοτητας (του ιδιωτη)” συνοδεύεται πάντα και απο την καθοδο στη διαφθορά για την κοινωνία.
Και αυτοι που πραγματικα μας “διαφθείρουν” είναι εκείνοι που ανάγουν το μυωπικό ατομικό κέρδος σε μοναδικο κίνητρο και αξία της ανθρώπινης ύπαρξης. Η ιδιώτευση είναι η πηγή της “διαφθοράς” και η “ασημαντότητα” το αποτελεσμά της. Κι όλοι οι διεφθαμένοι-κερδοσκόποι-ιδιώτες-πολιτικοί η εμφανέστερη αποδειξη: Οι Ασήμαντοι της Ιστορίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Υβριστικά σχόλια θα διαγράφονται αμέσως!