Σάββατο 12 Ιανουαρίου 2013

Κράτος-Εγκληματίας!

Noam Chomsky
Από το βιβλίο του Νόαμ Τσόμσκι "Νέα Τάξη. Μυστικά και Ψέμματα" [εκδόσεις ΛΙΒΑΝΗ, 2000, σελίδες 169-183] η παρούσα ανάρτηση. 
Η έννοια του “κράτους-εγκληματία” παίζει ένα εξέχοντα ρόλο στον πολιτικό σχεδιασμό και την ανάλυση. Η τρέχουσα κρίση στο Ιράκ αποτελεί μόνο το πιο πρόσφατο παράδειγμα. Η Ουάσιγκτον και το Λονδίνο έχουν ανακηρύξει το Ιράκ ως “κράτος-εγκληματία”, μια απειλή για τα γειτονικά κράτη και για όλο το κόσμο, ένα “έκνομο έθνος”, υπό την καθοδήγηση μιας μετενσάρκωσης του Χίτλερ, που πρέπει να αναχαιτιστεί από τους φρουρούς της παγκόσμιας τάξης, τις ΗΠΑ και τον “κατώτερο συνεργάτη” τους, τη Βρετανία, υιοθετώντας τον όρο που χρησιμοποιήθηκε ελεεινά από το βρετανικό υπουργείο Εξωτερικών μισό αιώνα πριν. Η έννοια αυτή απαιτεί μια εκ του σύνεγγυς εξέταση. Αλλά πρώτα ας δούμε την εφαρμογή της στην τρέχουσα κρίση.
Το πιο ενδιαφέρον στοιχείο της συζήτησης για την κρίση του Ιράκ είναι ότι ποτέ δεν έλαβε χώρα αυτή η συζήτηση. Είναι αλήθεια ότι λέχθηκαν πολλά και υπήρξε διαφωνία για το τρόπο δράσης. Αλλά η συζήτηση κρατήθηκε σε αυστηρά όρια που απέκλειαν την προφανή απάντηση: οι ΗΠΑ και η Βρετανία θα έπρεπε να δράσουν σε συμφωνία με τους νόμους τους και με τις συμβατικές τους υποχρεώσεις.
Το συναφές νομικό πλαίσιο διατυπώνεται στο Καταστατικό Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών, ένα “επίσημο σύμφωνο” που αναγνωρίζεται ως το θεμέλιο του διεθνούς δικαίου και της παγκόσμιας τάξης, και από το Σύνταγμα των ΗΠΑ, τον “ανώτατο νόμο της χώρας”.
Ο Καταστατικός Χάρτης δηλώνει ότι το “Συμβούλιο Ασφαλείας θα προσδιορίζει την ύπαρξη οποιασδήποτε απειλής για την ειρήνη, παραβίασης της ειρήνης ή πράξης επίθεσης και θα κάνει συστάσεις ή θα αποφασίζει ποια μέτρα θα παρθούν σε συμφωνία με τα άρθρα 41 και 42”, τα οποία διατυπώνουν λεπτομερώς ότι τα προτιμώμενα μέτρα “δε συνεπάγονται τη χρήση ένοπλης βίας” και επιτρέπουν στο Συμβούλιο Ασφαλείας να προχωρήσει σε περαιτέρω ενέργειες, εάν θεωρήσει αυτά τα μέτρα ακατάλληλα. Η μόνη εξαίρεση είναι το άρθρο 51 το οποίο επιτρέπει το “δικαίωμα της ατομικής ή συλλογικής αυτοάμυνας” εναντίον “ένοπλης επίθεσης ... μέχρι το Συμβούλιο Ασφαλείας λάβει τα αναγκαία μέτρα για τη διατήρηση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας”. Εκτός από αυτές τις εξαιρέσεις, τα κράτη-μέλη “θα αποφεύγουν στις διεθνείς σχέσεις τους την απειλή ή τη χρήση βίας”.
Υπάρχουν νόμιμοι τρόποι αντίδρασης σε πολλές απειλές κατά της παγκόσμιας ειρήνης. Εάν οι γείτονες του Ιράκ αισθάνονται ότι απειλούνται, μπορούν να απευθυνθούν στο Συμβούλιο Ασφαλείας ώστε να δώσει εξουσιοδότηση για τα κατάλληλα μέτρα που θα απαντούν στην απειλή. Εάν οι ΗΠΑ και η Βρετανία αισθάνονται να απειλούνται, μπορούν να κάνουν το ίδιο. Αλλά κανένα κράτος δεν έχει την εξουσιοδότηση να παίρνει τις δικές του αποφάσεις σ' αυτά τα θέματα και να δρα όπως αυτό επιλέγει. Οι ΗΠΑ και η Βρετανία δε θα είχαν καμιά τέτοια εξουσιοδότηση ακόμη και αν τα χέρια τους ήταν καθαρά, που βέβαια δεν είναι η περίπτωση τους.
Τα κράτη που δεν εφαρμόζουν το νόμο δεν αποδέχονται αυτούς τους όρους: το Ιράκ του Σαντάμ, για παράδειγμα ή οι ΗΠΑ. Η θέση των ΗΠΑ αρθρώθηκε με ευθύτητα από την υπουργό Εξωτερικών Μαντλίν Ολμπράιτ, όταν ήταν πρέσβειρα στον ΟΗΕ και πληροφόρησε το Συμβούλιο Ασφαλείας, κατά τη διάρκεια μιας προηγούμενης αντιπαράθεσης ΗΠΑ-Ιράκ, ότι οι ΗΠΑ θα δράσουν “πολυμερώς όταν μπορούμε και μονομερώς όταν πρέπει, διότι "αναγνωρίζουμε αυτή την περιοχή ως ζωτική για τα εθνικά συμφέροντα των ΗΠΑ” και συνεπώς δεν είναι αποδεκτοί εξωτερικοί περιορισμοί. Η Ολμπράιτ επανέλαβε αυτή τη θέση όταν ο γενικός γραμματέας Κόφι Ανάν ανέλαβε, το Φεβρουάριο του 1998, τη διπλωματική του αποστολή: “του ευχόμαστε να πάει καλά” δήλωσε, και “όταν επιστρέψει θα δούμε τι έχει καταφέρει και πως αυτό αρμόζει στο εθνικό μας συμφέρον”, το οποίο θα προσδιορίσει τον τρόπο αντίδρασης μας. Όταν ο Ανάν ανάγγειλε ότι είχε επιτευχθεί μια συμφωνία, η Ολμπράιτ επανέλαβε το δόγμα: “είναι πιθανό να επιστρέψει με κάτι που δε μας αρέσει, σ' αυτή τη περίπτωση θα ακολουθήσουμε το εθνικό μας συμφέρον”. Ο πρόεδρος Κλίντον ανάγγειλε ότι εάν το Ιράκ αποτύγχανε στη δοκιμασία συμμόρφωσης [όπως ορίζεται από την Ουάσιγκτον] “οι πάντες θα κατανοούσαν ότι τότε οι ΗΠΑ, και ελπίζομε όλοι οι άλλοι σύμμαχοι μας, θα είχαν το μονομερές δικαίωμα να απαντήσουν σε χρόνο, τόπο και με το τρόπο που θα επέλεγαν”, με τον τρόπο των άλλων βίαιων και άνομων κρατών.
Το Συμβούλιο Ασφαλείας υιοθέτησε ομόφωνα τη συμφωνία του Ανάν, απορρίπτοντας τις απαιτήσεις ΗΠΑ/ Βρετανίας να τους δώσει την εξουσιοδότηση για τη χρήση βίας στην περίπτωση που δεν υπάρξει υποχώρηση. Η απόφαση προειδοποιούσε για “σοβαρές συνέπειες” αλλά χωρίς περαιτέρω διευκρίνηση. Στη κρίσιμη τελευταία παράγραφο, το Συμβούλιο “αποφασίζει, σύμφωνα με τις ευθύνες του που προσδιορίζονται από το Καταστατικό Χάρτη, να επιμείνει στη δραστήρια ενασχόληση με το θέμα, προκειμένου να εξασφαλίσει την εκπλήρωση της απόφασης του και να εξασφαλίσει την ειρήνη και την ασφάλεια στην περιοχή”. Το Συμβούλιο, κανένας άλλος, σύμφωνα με τον Καταστατικό Χάρτη.
Τα γεγονότα ήταν σαφή και μη επιδεχόμενα αμφιβολίας. Διαβάσαμε στους κύριους τίτλους: “δεν υιοθετήθηκε αυτόματο πλήγμα” [Wall Street Journal]. “Τα Ηνωμένα Έθνη απορρίπτουν το αίτημα των ΗΠΑ να επειληθεί το Ιράκ εάν παραβιάσει το σύμφωνο” [New York Times]. Ο Βρετανός πρέσβης στον ΟΗΕ “διαβεβαίωσε κατ' ιδίαν τους συναδέλφους του στο Συμβούλιο Ασφαλείας ότι η απόφαση δεν εκχωρεί στις ΗΠΑ και στη Βρετανία ένα αυτόματο τρόπο να εξαπολύσουν πλήγματα κατά του Ιράκ, εάν αυτό παρακωλύσει τις έρευνες του ΟΗΕ. “Εκείνο που θα αποφασίσει για τη χρήση ένοπλης βίας είναι το Συμβούλιο Ασφαλείας” διακήρυξε ο πρεσβευτής της Κόστα Ρίκα, εκφράζοντας τη θέση του Συμβουλίου Ασφαλείας.
Η αντίδραση της Ουάσιγκτον ήταν διαφορετική. Ο πρεσβευτής των ΗΠΑ Μπιλ Ρίτσαρντσον ισχυρίστηκε ότι η συμφωνία δεν απέκλειε τη "μονομερή χρήση βίας” και ότι οι ΗΠΑ διατηρούν το νόμιμο δικαίωμα τους να επιτεθούν στη Βαγδάτη κατά βούληση. Ο εκπρόσωπος του Στέιτ Ντιπάρτμεντ Τζέιμς Ρούμπιν απέρριψε τις συστάσεις της απόφασης “ως μη συναφείς με το είδος των κατ' ιδίαν συζητήσεων που είχαμε”: “δεν ισχυρίζομαι ότι δε θα πάρουμε υπόψη την απόφαση”, αλλά “έχουμε καταστήσει σαφές ότι δε θεωρούμε αναγκαίο να επιστρέψουμε στο Συμβούλιο Ασφαλείας εάν υπάρξει παραβίαση της συμφωνίας”. Ο πρόεδρος δήλωσε ότι η απόφαση “παρέχει την εξουσιοδότηση για δράση”, εάν οι ΗΠΑ δε μείνουν ικανοποιημένες με τη συμμόρφωση του Ιράκ. Ο επί του Τύπου υπουργός του ξεκαθάρισε ότι αυτό σημαίνει στρατιωτική δράση. “οι ΗΠΑ επιμένουν ότι έχουν το δικαίωμα να τιμωρήσουν το Ιράκ”, γράφει με ακρίβεια ο κύριος τίτλος των New York Times. Οι ΗΠΑ έχουν το μονομερές δικαίωμα να χρησιμοποιήσουν βία κατά βούληση: τελεία και παύλα.
Μερικοί θεώρησαν ότι ακόμη και αυτή η στάση απέκλινε ελάχιστα από τις επίσημες υποχρεώσεις μας σύμφωνα με το διεθνές και εθνικό δίκαιο. Ο ηγέτης της πλειοψηφίας στη Γερουσία Τρεντ Λοτ αποκήρυξε τη στάση της κυβέρνησης γιατί είχε υποτάξει την εξωτερική μας πολιτική σε άλλους-στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. Ο γερουσιαστής Τζον Μακ Κέιν προειδοποίησε ότι “οι ΗΠΑ ίσως υποτάσσουν την ισχύ τους στα Ηνωμένα Έθνη”, μια υποχρέωση που την έχουν απλώς τα κράτη που συμμορφώνονται στο νόμο. Ο γερουσιαστής Τζον Κέρι πρόσθεσε ότι θα ήταν “νόμιμο” για τις ΗΠΑ να εισβάλλουν στο Ιράκ ευθέως εάν ο Σαντάμ “παραμείνει άκαμπτος και στην παραβίαση των αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας και σε θέση να απειλεί τη παγκόσμια κοινότητα”, ανεξάρτητα από τη θετική ή αρνητική απόφαση Συμβουλίου Ασφαλείας. Μια τέτοια μονομερής δράση των ΗΠΑ θα ήταν “εντός του πλαισίου του διεθνούς δικαίου”, όπως το αντιλαμβάνεται ο Κέρι. Ως φιλελεύθερος φιλειρηνιστής που κατέκτησε μια εθνικά εξέχουσα θέση ως αντίπαλος του πολέμου στο Βιετνάμ, ο Κέρι εξήγησε ότι η σημερινή στάση του ήταν συνεπής με τις προηγούμενες απόψεις του. Το Βιετνάμ τον δίδαξε ότι η βία έπρεπε να χρησιμοποιείται μόνο εάν ο αντικειμενικός σκοπός είναι “επιτεύξιμος και ανταποκρίνεται στις ανάγκες της χώρας σου”. Η εισβολή του Σαντάμ στο Κουβέιτ ήταν συνεπώς λάθος για ένα μόνο λόγο: δεν ήταν επιτεύξιμος αντικειμενικός σκοπός, όπως απέδειξαν οι εξελίξεις.

Στο άκρο του πολιτικού φάσματος που καταλάμβαναν οι φιλελεύθεροι μη πολεμοκάπηλοι, η συμφωνία του Ανάν θεωρήθηκε καλοδεχούμενη, αλλά εντός του στενού πλαισίου που οροθετούσε τα κεντρικά ζητήματα. Με μια τυπική αντίδραση, η Boston Globe δήλωσε ότι εάν δεν υποχωρούσε ο Σαντάμ, «οι ΗΠΑ, όχι απλώς θα ήταν δικαιολογημένες να επιτεθούν στο Ιράκ-θα ήταν ανεύθυνες εάν δεν το έκαναν», χωρίς να τίθενται περαιτέρω ερωτήματα. Οι εκδότες κάλεσαν επίσης σε «μια καθολική συναίνεση για το αίσχος» εναντίον των «όπλων μαζικής καταστροφής» ως την καλύτερη ευκαιρία που έχει ο κόσμος να μην επιτρέψει στη διεστραμμένη επιστήμη να πλήξει με αφάνταστη μέχρι τώρα καταστροφικότητα». Μια λογική πρόταση. Μπορεί κανείς να σκεφτεί εύκολους τρόπους για να αρχίσει την υλοποίηση της, χωρίς την απειλή βίας, αλλά αυτοί δεν ήταν το αντικείμενο των προθέσεων τους.
Ο πολιτικός αναλυτής Ουίλιαμ Πφαφ αποδοκίμασε την απροθυμία της Ουάσιγκτον να προσφύγει στη «θεολογική και φιλοσοφική γνώμη», στις απόψεις του Θωμά Ακινάτη και του θεολόγου της Αναγέννησης Φρανθίσκο Σουάρεθ-όπως είχε κάνει «τμήμα της κοινότητας των αναλυτών» στις ΗΠΑ και στη Βρετανία «κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του 1950 και 1960», επιδιώκοντας καθοδήγηση από τη φιλοσοφία και τη θεολογία»! Αλλά όχι από τα θεμέλια του σύγχρονου διεθνούς και εσωτερικού δικαίου, τα οποία είναι σαφή, αν και άσχετα με την πνευματική κουλτούρα. Ένας άλλος φιλελεύθερος αναλυτής παρότρυνε τις ΗΠΑ να αντιμετωπίσουν το γεγονός ότι εάν η ασύγκριτη ισχύς τους «ασκείται πραγματικά προς χάρη της ανθρωπότητας, η ανθρωπότητα απαιτεί να πει κάτι για τη χρήση της», το οποίο δεν θα επιτρεπόταν από το «Σύνταγμα, το Κογκρέσο ούτε από τις αυθεντίες των κυριακάτικων εκπομπών της τηελόρασης». «Και τα άλλα έθνη του κόσμου δεν έχουν παραχωρήσει στην Ουάσιγκτον το δικαίωμα να αποφασίζει πότε, που και πως θα έπρεπε να εξυπηρετούνται τα συμφέροντα τους» [Ρόναλτν Στιλ].
Το Σύνταγμα συμβαίνει να παρέχει τέτοιους μηχανισμούς, για παράδειγμα με το να κηρύσσει έγκυρα σύμφωνα, «ως ανώτατο νόμο της χώρας», ιδιαίτερα τα πιο θεμελιακά από αυτά, όπως τον Καταστατικό Χάρτη του ΟΗΕ. Περαιτέρω εξουσιοδοτεί το Κογκρέσο να «προσδιορίζει και να τιμωρεί … επιθέσεις εναντίον του δικαίου των εθνών», που στηρίζεται γερά από τον Καταστατικό Χάρτη στη σύγχρονη εποχή. Επιπλέον, υποβαθμίζουμε τη σημασία του πράγματος όταν λέμε ότι άλλα έθνη «δεν έχουν παραχωρήσει στην Ουάσινγκτον το δικαίωμα». Το έχουν εντόνως αρνηθεί αυτό το δικαίωμα, που συνοδεύει την καθοδήγηση της Ουάσιγκτον, που διαμόρφωσε με μεγάλη μαστοριά τον Καταστατικό Χάρτη. Η αναφορά στην εκ μέρους του Ιράκ παραβίαση των αποφάσεων του ΟΗΕ γινόταν συνήθως για να υπονοήσει ότι τα δυο φιλοπόλεμα κράτη [ΗΠΑ και Μεγάλη Βρετανία] έχουν το δικαίωμα να χρησιμοποιήσουν βία μονομερώς, αναλαμβάνοντας το ρόλο των «παγκόσμιων χωροφυλάκων»-μια ύβρις προς την αστυνομία που κατ΄ αρχήν υποτίθεται ότι ενισχύει το νόμο και δεν τον καταρρακώνει. Υπήρξαν επικρίσεις για την «αλαζονεία της ισχύος» της Ουάσιγκτον και τα τοιαύτα, όχι οι ακριβώς κατάλληλοι όροι για ένα βίαιο έκνομο κράτος που μόνο του αναλαμβάνει αυτό το ρόλο.
Θα έπρεπε κανείς να επινοήσει ένα παραποιημένο νομικό επιχείρημα για να υποστηρίξει τις αξιώσεις των ΗΠΑ-Ηνωμένου Βασιλείου, αν και κανείς δε προσπάθησε πραγματικά. Το πρώτο βήμα ήταν ότι το Ιράκ παραβίασε το Ψήφισμα 687 του ΟΗΕ, της 3 ης Απριλίου του 1991, το οποίο κηρύσσει μια εκεχειρία «βάσει της επίσημης ειδοποίησης από το Ιράκ» ότι αποδέχεται τους όρους που διατυπώθηκαν [καταστροφή των όπλων, επιθεωρήσεις κλπ]. Αυτό είναι ίσως το πιο μακροσκελές και λεπτομερώς ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας στην ιστορία, αλλά δεν αναφέρεται στο μηχανισμό επιβολής. Το δεύτερο βήμα του επιχειρήματος, στη συνέχεια ήταν ότι η μη συμμόρφωση του Ιράκ «ανακαλεί» το ψήφισμα 678 [29-11-1990]. Αυτό το ψήφισμα εξουσιοδοτεί τα κράτη-μέλη «να χρησιμοποιήσουν όλα τα αναγκαία μέτρα για να στηρίξουν και να εκπληρώσσουν το Ψήφισμα 660 [2-8-1990], το οποίο καλεί το Ιράκ να αποσυρθεί από το Κουβέιτ και κάνει έκκληση στο Ιράκ και στο Κουβέιτ να «αρχίσουν αμέσως εντατικές διαπραγματεύσεις για την επίλυση των διαφορών τους», συνιστώντας αυτές να γίνουν στο πλαίσιο του Αραβικού Συνδέσμου. Το ψήφισμα 678 επικαλείται επίσης «όλα τα ακόλουθα συναφή ψηφίσματα [662, 664], αυτά είναι συναφή κατά το ότι αναφέρονται στην κατοχή του Κουβέιτ και στις ιρακινές ενέργειες που σχετίζονται μ΄ αυτή. Η εκ νέου επίκληση του 678 αφήνει τα πράγματα όπως ήταν: χωρίς εξουσιοδότηση για χρήση βίας ώστε να εφαρμοστεί το τελευταίο Ψήφισμα 687, το οποίο αναδεικνύει εντελώς διαφορετικά ζητήματα, μη δίνοντας καμιά εξουσιοδότηση πέραν των κυρώσεων. Δεν είναι αναγκαίο να πραγματευτούμε το θέμα. Οι ΗΠΑ και η Βρετανία θα μπορούσαν εύκολα να διευκρινίσουν όλες τις αμφιβολίες συγκαλώντας το Συμβούλιο Ασφαλείας για να πάρουν άδεια για την «απειλή χρήσης βίας», όπως απαιτείται από το Καταστατικό Χάρτη. Η Βρετανία έκανε μερικές ενέργειες προς αυτή τη κατεύθυνση αλλά τις εγκατέλειψε όταν έγινε φανερό, στη στιγμή, ότι το Συμβούλιο Ασφαλείας δε θα συμφωνούσε. Αλλά αυτές οι σκέψεις έχουν μικρή σημασία σε ένα κόσμο που κυριαρχείται από κράτη-εγκληματίες τα οποία απορρίπτουν την εφαρμογή του νόμου.
Ας υποθέσουμε ότι το Συμβούλιο Ασφαλείας όντως έδινε την άδεια για χρήση βίας ώστε να τιμωρηθεί το Ιρακ γιατί παραβίασε την εκεχειρία του Ψηφίσματος 687 του ΟΗΕ. Αυτή η άδεια θα εφαρμοζόταν σε όλα τα κράτη: Για παράδειγμα, στο Ιράν, στο οποίο συνεπώς θα δινόταν το δικαίωμα να εισβάλλει στο νότιο Ιράκ για να πατρονάρει μια εξέγερση. Το Ιράν είναι ένα γειτονικό κράτος και θύμα της υποστηριζόμενης από τις ΗΠΑ επίθεσης του Ιράκ και διεξαγωγής χημικού πολέμου εναντίον του και θα μπορούσε να αξιώσει, όχι αβάσιμα, ότι η εισβολή του θα είχε κάποια τοπική υποστριξη. Οι ΗΠΑ και η Βρετανία δε μπορούν να προβάλουν τέτοια αξίωση. Τέτοιες ενέργειες του Ιράν, εάν μπορούσε κανείς ποτέ να τις φανταστεί, δε θα ήταν ανεκτές, αλλά θα ήταν πολύ λιγότερο εξωφρενικές από τα σχέδια των αυτοδιορισμένων εκτελεστών. Είναι δύσκολο να φανταστούμε ότι τέτοιες στοιχειώδεις παρατηρήσεις εισάγονται στη δημόσια συζήτηση στις ΗΠΑ και στη Βρετανία.
Η περιφρόνηση έναντι της εφαρμογής του νόμου είναι μια πρακτική και πνευματική κουλτούρα με βαθιές ρίζες στις ΗΠΑ. Ας θυμηθούμε, για παράδειγμα, την αντίδραση στην απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου, το 1986, που καταδίκαζε τις ΗΠΑ για «παράνομη χρήση βίας» κατά της Νικαράγουας, απαιτώντας να σταματήσουν και να πληρώσουν εκτεταμένες επανορθώσεις και η οποία κήρυσε το σύνολο της Αμερικανικής βοήθειας προς τους Κόντρας, οποιουδήποτε χαρακτήρα, ως στρατιωτική βοήθεια και όχι ανθρωπιστική. Το δικαστήριο καταγγέλθηκε σε όλους ότι είχε από μόνο του καταστεί αναξιόπιστο. Οι όροι αυτής της απόφανσης δε θεωρήθηκαν κατάλληλοι προς δημοσίευση και αγνοήθηκαν. Το Κογκρέσο, που ελεγχόταν από τους δημοκρατικούς, αμέσως έδωσε την άδεια να χορηγηθούν νέα κονδύλια ώστε να κλιμακωθεί η παράνομη χρήση βίας. Η Ουάσιγκτον άσκησε βέτο σε απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας που καλούσε όλα τα κράτη να σεβαστούν το διεθνές δίκαιο-χωρίς να αναφέρεται σε κάποιο συγκεκριμένο, αν και η πρόθεση ήταν σαφής.
Όταν η γενική συνέλευση του ΟΗΕ ψήφισε μια παρόμοια απόφαση οι ΗΠΑ την καταψήφισαν, άσκησαν δραστικά βέτο γι΄ αυτή, από κοινού με το Ισραήλ και το Ελ Σαλβαντόρ. Το επόμενο έτος, μπόρεσαν να πάρουν μόνο τη ψήφο του Ισραήλ. Ελάχιστα από αυτά αναφέρθηκαν στα μέτρα ενημέρωσης ή στις εφημερίδες γνώμης, ας αφήσουμε στην άκρη το τι αυτό σηματοδοτεί.
Ο Υπουργός Εξωτερικών Τζορτζ Σουλτς, εν τω μεταξύ, εξήγησε [14-4-1986] ότι «οι διαπραγματεύσεις είναι ένας ευφημισμός της συνθηκολόγησης εάν η σκιά της ισχύος δε πέφτει πάνω από το τραπέζι των διαπραγματευόμενων». Καταδίκασε εκείνους που υπεράσπιζαν «ουτοπικά, νομικίστικα μέσα όπως η εξωτερική μεσολάβηση, τα Ηνωμένα Έθνη και το Διεθνές Δικαστήριο, ενώ αγνοούν το στοιχείο ισχύος της εξίσωσης»-συναισθήματα όχι χωρίς προηγούμενο στη νεότερη ιστορία.
Η απροκάλυπτη περιφρόνηση  του άρθρου 51 είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτική. Επιδείχτηκε με αξιοσημείωτη καθαρότητα αμέσως μετά τις συμφωνίες της Γενεύης του 1954 για μια ειρηνική διευθέτηση στην Ινδοκίνα, που θεωρήθηκε «καταστροφική» από την Ουάσινγκτον, η οποία κινήθηκε αμέσως για να την υπονομεύσει. Το Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας μυστικά εξέδωσε διάταγμα ότι ακόμη και στη περίπτωση που μια «τοπική κομμουνιστική ανατροπή ή εξέγερση δε συνιστά ένοπλη επίθεση» οι ΗΠΑ θα εξέταζαν τη χρήση στρατιωτικής βίας, συμπεριλαμβανόμενης μιας επίθεσης στη Κίνα, εάν «προσδιοριζόταν ως η πηγή της ανατροπής» [ΣΕΑ 5429/ 2]. Οι εκφράσεις που επαναλαμβάνονται με πιστότητα κάθε χρόνο στα έγγραφα σχεδιασμού, επιλέχθηκαν για να καταστήσουν ρητό το δικαίωμα των ΗΠΑ να παραβιάζουν το άρθρο 51. Το ίδιο έγγραφο καλούσε για επαναστρατικοποίηση της Ιαπωνίας, τη μετατροπή της Ταίλάνδης σε «εστία μυστικών και ψυχολογικών επιχειρήσεων στη Νοτιοανατολική Ασία», για την ανάληψη «μυστικών επιχειρήσεων σε μεγάλη και αποτελεσματική κλίμακα», σ΄ όλη την έκταση της Ινδοκίνας και, γενικά, για τη δράση δια της βίας με σκοπό την υπονόμευση των Συμφωνιών και του Καταστατικού Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών. Αυτό το κρίσιμο σημαντικό έγγραφο έχει παραποιηθεί σε μεγάλο βαθμό από τους ιστορικούς των Εγγράφων του Πενταγώνου και έχει εξαφανιστεί σχεδόν από την ιστορία.
Οι ΗΠΑ προέβησαν σε προσδιορισμό της «επιθετικότητας» ώστε να περιλαμβάνει «το πολιτικό πόλεμο ή την ανατροπή» [από κάποιον άλλο, εννοείται]-εκείνο που ο Αντλάι Στήβενσον αποκάλεσε «εσωτερική επιθετικότητα», ενώ υπεράσπιζαν τη κλιμάκωση της επέμβασης του του Τζον Κέννεντι σε μια ολοκληρωτική επίθεση στυο Νότιο Βιετνάμ. Όταν οι ΗΠΑ βομβάρδισαν πόλεις της Λιβύης το 1986, η επίσημη αιτιολόγηση ήταν «αυτοάμυνα έναντι μελλοντικής επίθεσης». Ο ειδήμων επί των νομικών θεμάτων των New York Times, Άντονι Λιούις, επαίνεσε τη κυβέρνηση γιατί στηρίχτηκε στο «νομικό επιχείρημα ότι η βία αιτιολογείται σαν μια πράξη αυτοάμυνας», υπό αυτή τη δημιουργική ερμηνεία του άρθρου 51 του Καταστατικού Χάρτη που θα είχε προκαλέσει αμηχανία και σε ένα εγγράμματο μαθητή Λυκείου. Ο πρεσβευτής Τόμας Πίκερινγκ υπεραμύνθηκε, στο Συμβούλιο Ασφαλείας, της επέμβασης των ΗΠΑ στον Παναμά επικαλούμενος το άρθρο 51 το οποίο διακήρυξε, «εξασφαλίζει τη χρήση ένοπλης βίας για την άμυνα της χώρας, για την υπεράσπιση των συμφερόντων και του λαού μας» και δίνει το δικαίωμα στις ΗΠΑ να επέμβουν στον Παναμά για να εμποδίσουν «να χρησιμοποιηθεί το έδαφος του ως μια βάση λαθρεμπορίου ναρκωτικών με προορισμό τις ΗΠΑ». Η εκπαιδευμένη κοινή γνώμη ένευσε, με σωφροσύνη, συναινετικά.
Τον Ιούνιο του 1993 ο Κλίντον διέταξε μια πυραυλική επίθεση στο Ιράκ, σκοτώνοντας πολίτες, και προς μεγάλη αγαλλίαση του προέδρου οι περιστερές του Κονγκρέσου και ο Τύπος βρήκαν την επίθεση «σωστή, λογική και αναγκαία». Οι σχολιαστές εντυπωσιάστηκαν ιδιαίτερα από το ότι η πρέσβειρα Ολμπράιτ επικαλέστηκε το άρθρο 51. Ο βομβαρδισμός εξήγησε, ήταν μια πράξη «αυτοάμυνας έναντι ένοπλης επίθεσης»-δηλαδή μιας υποτιθέμενης απόπειρας δολοφονίας του πρώην προέδρου Μπους δυο μήνες αργότερα, μια επίκληση που μετά βίας στεκόταν σε επίπεδο γελοιότητας, ακόμη και εάν οι ΗΠΑ κατόρθωναν να αποδείξουν την ανάμειξη του Ιράκ. «οι αξιωματούχοι της κυβέρνησης μιλώντας ανωνύμως»πληροφόρησαν το Τύπο «ότι η εκτίμηση της ενοχής του Ιράκ βασιζόταν σε περιστασιακές αποδείξεις και ανάλυση μάλλον παρά σε αυστηρά νοούμενες πληροφορίες», ανέφεραν οι New York Times, κλείνοντας το θέμα. Ο τύπος διαβεβαίωσε τη κοινή γνώμη των ανωτέρων στρωμάτων ότι οι περιστάσεις «απλώς ταίριαζαν» με το άρθρο 51 [Washington Post]. «Κάθε πρόεδρος έχει το καθήκον να χρησιμοποιήσει στρατιωτική βία για να προστατεύσει τα συμφέροντα του έθνους» [New York Times, ενώ ταυτόχρονα εξέφραζαν κάποιο σκεπτικισμό για την εν λόγω περίπτωση]. «Διπλωματικά, αυτή ήταν η κατάλληλη αιτιολόγηση προς επίκληση» και η «αναφορά του Κλίντον στον Καταστατικό Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών έδειξε την αμερικανική επιθυμία για σεβασμό του διεθνούς δικαίου» [Boston Globe]. Το άρθρο 51 «επιτρέπει στα κράτη να απαντήσουν στρατιωτικά εάν απειλούνται από μια εχθρική δύναμη [Christian Science Monitor]. Το άρθρο 51 δίνει το δικαίωμα σε ένα κράτος να χρησιμοποιήσει βία «σε αυτοάμυνα έναντι απειλών των πολιτών του», διαφώτισε ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών Ντάγκλας Χέρντ, το Κοινοβούλιο, υποστηρίζοντας  την «αιτιολογημένη και αναλογική άσκηση του δικαιώματος της αυτοάμυνας» από τον Κλίντον. Θα υπήρχε μια «επικίνδυνη κατάσταση παράλυσης» στο κόσμο, συνέχισε ο Χέρντ, εάν απαιτούνταν να έχουν οι ΗΠΑ την έγκριση του Συμβουλίου Ασφαλείας πριν εξαπολύσουν τους πυραύλους εναντίον ενός εχθρού που μπορούσε ή δε μπορούσε να έχει διατάξει μια αποτυχημένη απόπειρα δολοφονίας ενός πρώην προέδρου, δυο μήνες νωρίτερα.
Η ιστορική καταγραφή προσδίδει αξιοσημείωτη στήριξη στην ανησυχία που εκφράζεται ευρέως περί «κρατών-εγκληματιών» ότι είναι αφοσιωμένα στην αρχή της βίας, δρώντας βάσει του «εθνικού συμφέροντος», όπως προσδιορίζεται από την εγχώρια εξουσία. Πιο ανησυχητικά είναι τα μηνύματα για τα κράτη-εγκληματίες που χρίζονται από μόνα τους παγκόσμιοι δικαστές και εκτελεστές αποφάσεων.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Υβριστικά σχόλια θα διαγράφονται αμέσως!