Κυριακή 31 Μαρτίου 2013

Η Δημοκρατία κρίνεται στις μειονότητες.

Γιώργος Κουμάντος
Γιώργος Κουμάντος. ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 1-2-1998, σελ· 8.
Βεβαίως το πρώτο γνώρισμα της δημοκρατίας είναι η δύναμη της πλειοψηφίας. Αλλά στα δημοκρατικά καθεστώτα, η δύναμη αυτή δεν σημαίνει παντοδυναμία. Κρί­σιμους περιορι­σμούς στη δύναμη της πλειοψηφίας επιβάλλουν τα δικαιώματα των μειονοτήτων [θρησκευτικών, σεξουαλικών ή άλλων] και τα δικαιώματα του κάθε ανθρώπου που θέλει μο­ναχικά να κινηθεί έξω από τα καλούπια της όποιας πλειοψηφίας. Σ’ αυτά τα θέματα δίνει τις δύσκολες εξετάσεις της η δημοκρατία. Στον τόπο μας, προβλήματα παρουσιάζει η στάση των πολλών–και της Πολιτείας που συνήθως τους εκφράζει–απέναντι στις θρησκευτικές προπά­ντων μειονότητες. Αυτό ήταν γνωστό από καιρό κι ήρθε να το θυμίσει μια πρόσφατη απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων που αφορά μεν ένα ειδικό θέμα, επι­βάλλει όμως γενικότερες σκέψεις.

Θρησκείες και αιρέσεις.
            Το Σύνταγμα μας–όπως άλλως τε και δεσμευτικά ευρωπαϊκά και παγκόσμια κείμενα–καθιερώνει την ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης, την ελευθερία της λατρείας, την ίση μεταχείρηση των ανθρώπων ανεξάρτητα από τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις. Αλλά εδώ εμφανίζεται το πρώτο ερμηνευτικό σόφισμα, στρεφόμενο κυρίως κατά των Μαρτύρων του Ιεχωβά. Συχνά ακούγεται ότι οι Μάρτυρες του Ιεχωβά δεν μπορούν να θεωρηθούν “γνωστή θρησκεία” γιατί αποτελούν “αντιχριστιανική αίρεση”. Η άποψη αυτή λησμονεί, πρώτον, ότι δεν υπάρχουν αντιχριστιανικές αιρέσεις –οι αιρέσεις είναι εξ ορισμού χριστιανικές, αφού αίρεση θα πει χριστιανική πίστη που αποκλίνει από τις διδασκαλίες κάποιας ορθοδοξίας. Αν η πίστη δεν αποτελεί απόκλιση αλλά είναι ριζικά διάφορη από το χριστιανισμό, τότε δεν πρόκειται περί άλλης θρησκείας. Το δεύτερο λογικό σφάλμα της άποψης που αναφέρθηκε είναι ότι θε­ωρεί τους εκπροσώπους μιας χριστιανικής διδασακλίας [αυτής που επικρατεί σε κάποιον τόπο και κάποιον χρόνο] αρμόδιους να κρίνουν αν κάποιο άλλο σύνολο πεποιθήσεων είναι θρησκεία ή αίρεση, αν είναι γνωστή ή μη γνωστή θρησκεία.
            Δεν είναι περίεργο ότι το σόφισμα που αρνείται τη θρησκευτική ελευεθρία στους Μάρτυρες του Ιεχωβά δεν μπόρεσε ποτέ να σταθεί διεθνώς–άλλως τε ούτε σε ελληνικά δι­καστήρια κάποιου επιπέδου. Και η μεταχείρηση των Μαρτύρων του Ιεχωβά από την ελληνική Πολιτεία έχει πολλές φορές επισύρει καταδίκη της Ελλάδας. Τώρα υπάρχουν κάποιες ελπί­δες ότι η κατάσταση θα βελτιωθεί προπάντων με τις ρυθμίσεις που αρχίζουν να εφαρμόζονται στους “αντιρρησίες συνείδησης”, το κυριώτερο θέμα αντισυνταγματικής μεταχείρησης αυτής της θρησκευτικής μειονότητας. Φτάνει οι νομικές ρυθμίσεις να εφαρμοστούν στην πράξη με πνεύμα δημοκρατίας και ισότητας, χωρίς εκβιασμούς ή ζαβολιές που θα συνέχιζαν τη διαπό­μπευση του τόπου μας.
Ποιος δεν προσλυτίζει;
            Θα πρέπει πάντως να ομολογηθεί ότι το σπέρμα της αντιδημοκρατικής μεταχείρησης των θρησκευτικών μειονοτήτων κρύβεται μέσα στο ίδιο το Σύνταγμα και ειδικότερα στη διά­ταξη του Συντάγματος που απαγορεύει τον προσηλυτισμό. Αν προσηλυτισμός είναι κάθε ενέργεια που αποβλέπει στην εξάπλωση μιας θρησκευτικής πίστης, τότε ποια διαφορά υπάρ­χει ανάμεσα στον προσηλυτισμό και κάθε μορφής κατήχηση; Τι άλλο έκαναν οι πρώτοι χρι­στιανοί που κατόρθωσαν, ξεκινώντας ως αριθμητικά ασήμαντη ομάδα πιστών στη Παλαιστίνη, να διαδώσουν την πίστη τους σε δισεκατομμύρια ανθρώπων; Ή τι άλλο κάνει ο παπάς της ενορίας, ο δάσκαλος του κατηχητικού σχολείου, οι γονείς ακόμη που θέλουν να διδάξουν την πίστη τους [χριστιανική ή όποια άλλη] στα παιδιά τους; Με ποια λογοκρισία θα απαγορεύσεις στον πιστό να διαδίδει την πίστη του; Μέχρι το 1975 η απαγόρευση του προσηλυτισμού ήταν μονομερής: απαγορευόταν ο προσηλυτισμός μόνον εις βάρος της “επικρατούσας θρησκείας”. Αυτό ήταν μεν αντίθετο με την ισότητα είχε όμως κάποιο νόημα. Τώρα, με τη γενική απαγ’όρευση κάθε προσηλυτισμού, η διάταξη μασκαρεύτηκε δημοκρατικά, αλλά έχασε το νόημα της. Κάποιο νόημα προσπάθησαν να τους δώσουν τα δικαστήρια και μάλιστα σε πνεύμα φιλελεύθερο: προσηλυτισμός, είπαν, δεν είναι κάθε διάδοση της πίστης αλλά μόνον εκείνη που γίνεται με παράνομα μέσα, με πίεση ή με εκβιασμούς ή με εκμετάλευση της αφέλειας του άλλου. Αλλά αν τα μέσα είναι παράνομα, απαγορεύονται έτισ κι αλλιώς από τον Ποινικό Κώδικα–τι χρειάζεται η ειδική απαγόρευση του προσηλυτισμού; Κι όσο για την εκμετάλευση της αφέλειας στη διάδοση μιας πίστης αν θέλαμε να μπούμε βαθύτερα, θα πηγαίναμε μακριά.
Ανεξιθρησκεία και κλεφτοπόλεμος.
            Προκειμένου για τα μεγάλα δόγματα και τις μεγάλες θρησκείες εκτός της χριστιανι­κής ορθοδοξίας, εκεί όπου η ιδιότητα της “γνωστής θρησκείας” δεν μπορεί να αμφισβητηθεί, η άνιση μεταχείρηση παίρνει τη μορφή κρατικού ή εκκλησιαστικού κλεφτοπόλεμου. Χαρακτη­ριστικό δείγμα, η υπόθεση που πρόσφατα οδήγησε στην καταδίκη της Ελλάδας από το Ευρω­παϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων: όταν ένας καθολικός ναός στην Κρήτη ζήτησε από το αρμόδιο δικαστήριο να προστατεύσει την ιδιοκτησία του από ένα γείτονα, το Εφετείο και ο Άρειος Πάγος απέρριψαν την αγωγή γιατί η Καθολική Εκκλησία στην Ελλάδα δεν είναι νόμιμο πρόσωπο και, κατά συνέπεια, δεν μπορεί να παραστεί σε δικαστήριο! Αυτό ήταν η κο­ρυφή ενός παγόβουνου που περιέχει κάθε λογής νομικά ενοχλήματα, από την άρνηση διορι­σμού των πιστών ξένων θρησκειών ή ξένων δογμάτων σε ορισμένες δημόσιες θέσεις μέχρι την επιβολή φορολογικών επιβαρύνσεων στις μη ορθόδοξες θρησκευτικές κοινότητες ή αυ­ξημένων ταχυδρομικών τελών στα εκκλησιαστικά έντυπα που δεν προέρχονται από την Ορ­θόδοξη Εκκλησία.
            Αλλά το πιο εντυπωσιακό είναι ένας νόμος που ισχύει και εφαρμόζεται από εξήντα περίπου χρόνια σχετικά με την ίδρυση ναών [“ευκτηρίων οίκων”, λέει ο νόμος] ξένων θρησε­κιών ή ξένων δογμάτων. Μπορεί να διακηρύσσει το Σύνταγμα ότι: “Η λατρεία τελείται ανε­μπόδιστα υπό την προστασία των νόμων”, ο νόμος όμως δεν διστάζει να ορίσει ότι για να ιδρυθεί κάπου ένας “ευκτήριος οίκος” πρέπει να δώσει την άδεια του ο “επιχώριος επίσκο­πος”. Δηλαδή, ο ορθόδοξος μητροπολίτης της περιοχής θα κρίνει αν οι οπαδοί μιας άλλης θρησκείας χρειάζονται ή δεν χρειάζονται ένα ναό για να τελούν τη λατρεία που τους επιβάλ­λεται. Αν κι αυτό χωράει στο πλαίσιο της συνταγματικά καθιερωμένης θρησκευτικής ελευθε­ρίας [των μειονοτήτων!] ας το πουν όσοι ανέχονται τέτοιες ρυθμίσεις.
            Όλα αυτά είναι επιμέρους εκδηλώσεις ενός γενικότερου προβλήματος που έχει τεθεί πολλές φορές. Για όσους ασπάζονται την άποψη ότι στοιχείο της εθνικής μας ταυτότητας εί­ναι η ορθόδοξη χριστιανική πίστη ή έστω, η ψεύτικη δήλωση περί μιας τέτοιας πίστης, το ίδιο το Σύνταγμα μας έπρεπε να θεωρείται προϊόν απιστίας και να καεί με αναθέματα. Για όσους δεν δέχονται αυτή την άποψη, το Σύνταγμα πρέπει να τηρηθεί. Κι αν ακόμα δεν χρειάζεται καν αναθεώρηση στα θέματα αυτά πάντως δεν θα έβλαπτε μια σαφέστερη διατύπωση που αποκλείει τα σοφίσματα. Ας μη λησμονούμε ότι, για την Ελλάδα, ο σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είναι τίτλος που συχνά τον επικαλείται σε αντίπαλα κράτη. Γι’ αυτό και ξαφνιάζει ότι οι κάθε λογής συνταγματικοί αναθεωρητές δεν τολμούν να θίξουν αυτά τα θέματα. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Υβριστικά σχόλια θα διαγράφονται αμέσως!