Παρασκευή 8 Φεβρουαρίου 2013

Δαιμονισμένοι!

Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι
Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, Δαιμονισμένοι.

Ένα διάστημα λέγαν στην πολιτεία μας πως ο κύκλος μας είναι ένα φυτώριο ελευθεριάζουσας σκέψης, ακολασίας κι αθεϊσμού. Και, για να λέμε την αλήθεια, η φήμη αυτή παρέμεινε. Κι όμως, δεν κάναμε και σπουδαία πράματα. Φλυαρούσαμε εντελώς αθώα, με αρκετή ευθυμία και ρούσικο λιμπεραλισμό. 0 «ανώτερος λιμπεραλίστας» κι ο «ανώτερος λιμπεραλισμός», δηλαδή ο λιμπεραλισμός που δεν έχει κανένα στόχο, μονάχα στη Ρωσία μπορεί να ευδοκιμήσει. 0 Στεπάν Τροφίμοβιτς, όπως και κάθε πνευματώδης άνθρωπος, είχε ανάγκη από 'να ακροατήριο. Του ήταν εξάλλου απαραίτητο να πιστεύει πως κάνει το χρέος του στον τομέα της διάδοσης των ιδεών. Και, στο τέλος τέλος, του χρειαζόταν, διάβολε, μια παρέα για να πιει λίγη σαμπάνια, να κουβεντιάσει με κάποια ειρωνεία για τη Ρωσία και το «ρούσικο πνεύμα», για τον Θεό εν γένει και τον «Ρωσικό θεό» ειδικά, να ξαναπεί για εκατοστή φορά τα σκανδαλιστικά ρούσικα ανέκδοτα, που όλοι τα 'ξεραν απ' έξω κι ανακατωτά κι όλοι τα 'χαν ξαναπεί.
Δεν είχαμε αντίρρηση να κάνουμε και κουτσομπολιό για τα όσα γίνονταν στην πολιτεία μας και σ' αυτές τις περιπτώσεις, δεν παραλείπαμε να καταδικάσουμε με τον αυστηρότερο τρόπο την έκλυση των ηθών. Μεταπηδούσαμε και σε θέματα πανανθρώπινα, συζητάγαμε για το μέλλον της Ευρώπης και της Οικουμένης. Προφητεύαμε πως η Γαλλία, μετά την πτώση του καισαρισμού, θα καταντούσε δύναμη δεύτερης σειράς κι ήμασταν απόλυτα βέβαιοι πως όλ' αυτά μπορούν να γίνουν πολύ εύκολα και γρήγορα. Του πάπα από καιρό τού είχαμε προφητέψει το ρόλο ενός απλού μητροπολίτη στην ενωμένη Ιταλία κι ήμασταν απόλυτα σίγουροι πως το πρόβλημα αυτό, που είχε ιστορία αιώνων, ήταν μια ασήμαντη υπόθεση στον ουμανιστικό αιώνα μας, τον αιώνα της βιομηχανίας και των σιδηροδρόμων. Μα, ο «ανώτερος ρούσικος λιμπεραλισμός» δεν μπορούσε να βλέπει αλλιώς τα πράγματα. Ήταν φορές που ο Στεπάν Τροφίμοβιτς μίλαγε και για τέχνη, αρκετά όμορφα μάλιστα, μονάχα κάπως αφηρημένα. Πού και πού θυμόταν τους φίλους της νεότητας του, όλοι τους πρόσωπα που πήραν τη θέση τους στην ιστορία του πνευματικού μας πολιτισμού, τους θυμόταν μ' αγάπη και σεβασμό, μα είχε κανείς την εντύπωση πως τους ζήλευε κιόλας. Όταν μας έπιανε αφόρητη πλήξη, ο χαχαμίκος ο Λιάμσιν (ένας κατώτερος υπάλληλος του ταχυδρομείου), μάστορης στο πιάνο, καθόταν κι έπαιζε, και στα διαλείμματα παράσταινε το γουρούνι, τ' αστροπελέκι, τη γέννα με τις πρώτες κλάψες του μωρού κτλ., κτλ. Γι' αυτά του τα παιχνίδια τον καλούσαμε και μεις. Όταν το παραρίχναμε στο κρασί -γινόταν κι αυτό, αν και σπάνια-, μας έπιανε ενθουσιασμός, και μάλιστα θυμάμαι μια φορά που τραγουδήσαμε όλοι μαζί τη Μασσαλιώτιδα με συνοδεία πιάνου απ' τον Λιάμσιν, δεν ξέρω μονάχα αν και κατά πόσο αποφύγαμε τα φάλτσα. Τη μεγάλη μέρα της 19 ης Φεβρουαρίου [19 Φεβρουαρίου 1861. Ημέρα της απελευθέρωσης των χωρικών της Ρωσίας. (Σ.τ.Μ.)], τη γιορτάσαμε μ' ενθουσιασμό και, πολύ πριν απ' την ιστορική επέτειο, είχαμε βρει μια καλή πρόφαση ν' αδειάζουμε τα ποτήρια κάνοντας προπόσεις προς τιμήν της. Αυτά γίνονταν εδώ και πολλά χρόνια, όταν ο Σάτοβ δεν είχε έρθει ακόμα, ούτε κι ο Βιργίνσκη ερχόταν στην παρέα μας, κι ο Στεπάν Τροφίμοβιτς έμενε στο ίδιο σπίτι με τη Βαρβάρα Πετρόβνα. 0 Στεπάν Τροφίμοβιτς αρκετές μέρες πριν απ' τη μεγάλη γιορτή άρχισε να μουρμουρίζει κάτι γνωστούς, αν και όχι πετυχημένους στίχους, που θα πρέπει να τους έγραψε κάποιος λιμπεραλίστας τσιφλικάς:

Προχωρούν και φωνάζουν μουζίκοι
Και στα χέρια τσεκούρια κρατούν
Τρέμουν πάλι του πλούτου οι λύκοι
Τρέχουν πάλι παντού να κρυφτούν.

Κάτι τέτοιο έλεγε, δεν το θυμάμαι και καλά. Η Βαρβάρα Πετρόβνα τ' άκουσε μια φορά και του φώναξε «Αηδίες, αηδίες!», και βγήκε καταφουρκισμένη. 0 Λιπούτιν, που έτυχε να 'ναι κει, είπε με κακεντρέχεια στον Στεπάν Τροφίμοβιτς:
- Κρίμα δε θα 'ναι αν οι δουλοπάροικοι σκαρώσουν καμιά έκπληξη στους τσιφλικάδες, στα πρώην αφεντικά τους, τη μέρα της μεγάλης τους χαράς;
Κι έκανε μια κίνηση με το δείχτη γύρω στο λαιμύ του.
- Cher ami -απάντησε καλόβολα ο Στεπάν Τροφίμοβιτς-, πιστέψτε με πως αυτό (και έκανε κι αυτός την ίδια κίνηση γύρω στο λαιμό) δε θα ωφελήσει καθόλου τους κτηματίες μας, ούτε και μας τους άλλους. Και δίχως κεφάλια να μείνουμε, δε θα καταφέρουμε να κάνουμε τίποτα, παρόλο που πρέπει να παραδεχτούμε πως τα κεφάλια είναι η κυριότερη αιτία της χοντροκεφαλιάς μας.
Θα πρέπει να σημειώσω πως στην πολιτεία μας ήταν πολλοί εκείνοι που νόμιζαν πως την ημέρα της απελευθέρωσης των δουλοπάροικων θα γίνονταν σημεία και τέρατα, σαν αυτά που προφήτευε ο Λιπούτιν. Κι όλοι αυτοί ήταν «ειδήμονες στα λαϊκά και κρατικά ζητήματα». Φαίνεται πως κι ο Στεπάν Τροφίμοβιτς είχε την ίδια γνώμη, τόσο μάλιστα που, την παραμονή σχεδόν της μεγάλης μέρας, άρχισε να ζητάει απ' τη Βαρβάρα Πετρόβνα να τον στείλει στο εξωτερικό. Με δυο λόγια, είχε αρχίσει ν' ανησυχεί. Πέρασε όμως η μεγάλη μέρα, πέρασε κι αρκετός καιρός ακόμα, και το υπεροπτικό χαμόγελο φάνηκε και πάλι στα χείλη του Στεπάν Τροφίμοβιτς. Μας ανέπτυξε μερικές βαρυσήμαντες ιδέες του για το χαρακτήρα του Ρώσου γενικά και του μουζίκου ειδικότερα.
- Σαν βιαστικοί που είμαστε, βιαστήκαμε εξαιρετικά με τους μουζίκους μας, είπε τελειώνοντας. Το θέμα έγινε της μόδας και μια ολόκληρη σειρά λογοτέχνες ασχολήθηκαν μ' αυτό χρόνια συνέχεια, σαν να 'ταν ένας θησαυρός που μόλις τον ανακάλυψαν.
Φοράγαμε στέφανα δάφνης σε ψειριασμένα κεφάλια. Το ρούσικο χωριό, σ' όλα τα χίλια χρόνια της ύπαρξης του, το μόνο που μας έδωσε ήταν η καμαρίνσκαγια [Λαϊκός ρούσικος χορός. (Σ.τ.Μ.)]. Ένας αξιόλογος και πολύ πνευματώδης Ρώσος ποιητής, όταν είδε για πρώτη φορά τη Ράσελ στο θέατρο, φώναξε ενθουσιασμένος: «Δεν την αλλάζω τη Ρασέλ με κανέναν μουζίκο!» Εγώ είμαι έτοιμος να πλειοδοτήσω: δίνω όλους τους μουζίκους για τη Ρασέλ. Καιρός πια να κοιτάξουμε νηφαλιότερα τα πράματα και να μην ανακατεύουμε τη μυρουδιά του ντόπιου κατραμιού με το άρωμα bouquet de l' imperatrice.
0 Λιπούτιν συμφώνησε αμέσως, παρατήρησε όμως πως έπρεπε τότε να πούμε ό,τι είπαμε για τους μουζίκους, γιατί αυτό επέβαλλε η πολιτική γραμμή. Πως ακόμα και οι κυρίες της αριστοκρατίας χύσανε μαύρο δάκρυ διαβάζοντας τον Αντόν Γκορεμίκα [Διήγημα του Δημήτρη Γρηγορόβιτς (1822-99) με θέμα την αγροτική ζωή. Κυκλοφόρησε στα 1847. (Σ.τ.Μ.)], και μάλιστα μερικές απ' αυτές γράψανε στους επιστάτες των χτημάτων τους, απ' το Παρίσι, να φέρνονται στους χωριάτες όσο γίνεται ουμανιστικότερα.
Και, λες κι έγινε επίτηδες, ύστερ' από κείνες τις φήμες για τον Αντόν Πετρόβ, δεκαπέντε μόλις βέρστια απ' το Σκβορέσνικι, έγινε κάποια παρεξήγηση κι ο νομάρχης, χωρίς να καλοεξετάσει τα πράματα, έστειλε ένα απόσπασμα χωροφύλακες «να επιβάλουν την τάξιν». Αυτή τη φορά ο Στεπάν Τροφίμοβιτς τα χρειάστηκε τόσο, που μετέδωσε και σε μας τον πανικό του. Φώναζε στη λέσχη πως ήταν ανάγκη να καταφθάσουν κι άλλα στρατεύματα και να τηλεγραφήσουν αμέσως στο κέντρο. Έτρεξε στον νομάρχη και τον διαβεβαίωσε πως είναι αμέτοχος σ' ύλη εκείνη την υπόθεση. Πρόσθεσε πως η παράκληση του είναι να μη βρεθεί κατά κάποιο τρόπο «αναμεμειγμένος λόγω των παλαιών του φρονημάτων» κι είπε πως είναι πρόθυμος να στείλει αμέσως τη δήλωση του στην Πετρούπολη «όπου δει». Ευτυχώς που όλ' αυτά τέλειωσαν γρήγορα κι αποδείχτηκε πως δε συνέβαινε τίποτα. Μονάχα που εγώ έμεινα κατάπληκτος τότε με τον τρόπο που ενήργησε ο Στεπάν Τροφίμοβιτς.
Ύστερ' από τρία χρόνια πάνω-κάτω, όπως είναι γνωστό, άρχισαν οι συζητήσεις για μια ενιαία εθνική συνείδηση και σχηματίστηκε η «Ρωσική Κοινή Γνώμη». 0 Στεπάν Τροφίμοβιτς το 'βρισκε γελοίο.
- Φίλοι μου -άρχισε την κατήχηση του-, κι αν ακόμα παραδεχτούμε ότι τώρα πλέον «εγεννήθη» η εθνική μας συνείδηση, όπως ισχυρίζονται τελευταία οι εφημερίδες, πάντως αυτή η συνείδηση εξακολουθεί να βρίσκεται στο σχολείο, διαβάζει μάλιστα το γερμανικό αλφαβητάριο, παπαγαλίζει το αιώνιο γερμανικό της μάθημα κι ο Γερμανός μας δάσκαλος τη βάζει όποτε του καπνίσει να σταθεί γονατιστή για τιμωρία. Για τον Γερμανό δάσκαλο δεν έχω αντίρρηση. Μα, το πιθανότερο είναι πως δε συνέβη τίποτα, τίποτα δεν «εγεννήθη», μα τα πάντα τραβούν το δρόμο τους, όπως και πρώτα, δηλαδή κάτω απ' την προστασία του Θεού. Έχω τη γνώμη πως αυτό φτάνει και περισσεύει για τη Ρωσία, pour notre sainte Russie [για την Αγία Ρωσία μας]. Εξάλλου, όλοι αυτοί οι πανσλαβισμοί κι οι ιδέες περί έθνους είναι τόσο ξεπερασμένα, που με κανέναν τρόπο δεν μπορείς να τα πεις καινούργια. Αν θέλετε μάλιστα να ξέρετε, σε μας η έννοια «έθνος» προήλθε απ' τους θαμώνες των αριστοκρατικών λεσχών και ιδίως των μοσχοβίτικων. Περιττό να προσθέσω πως δε μιλάω για την εποχή του Ιγκόρ. Και, τέλος, όλ' αυτά προέρχονται απ' την οκνηρία. Στη χώρα μας τα πάντα, και τα καλά και τα κακά, οφείλονται στην οκνηρία. Όλα οφείλονται στην ευγενική, μορφωμένη, γοητευτική οκνηρία μας! Τριάντα χιλιάδες χρόνια το λέω αυτό και το ξανατονίζω. Δεν ξέρουμε να ζήσουμε με τον ιδρώτα του προσώπου μας. Και τι τους ήρθε τώρα και χάνουν τον καιρό τους με τη «δημιουργηθείσα» κοινή γνώμη - έτσι ξαφνικά, χωρίς λόγο κι αφορμή και στα καλά καθούμενα, μας ήρθε ουρανοκατέβατη; Είναι δυνατόν να μην καταλαβαίνουν πως για ν' αποκτήσει κανείς μια γνώμη χρειάζονται μόχθος, προσωπικός μόχθος προσωπική πρωτοβουλία, προσωπική πείρα; Δωρεάν δεν αποκτάς τίποτα. Μονάχα σαν μοχθήσουμε, θα μπορούμε να 'χουμε τη γνώμη μας. Μα, επειδή ποτέ δε θα μοχθήσουμε, γνώμες θα χουν μονάχα εκείνοι που δούλευαν ώς τα τώρα για λογαριασμό μας, δηλαδή η Ευρώπη, οι Γερμανοί - οι δάσκαλοι που μαθητέψαμε κοντά τους διακόσια χρόνια. Εξάλλου, η Ρωσία είναι μια υπερβολικά μεγάλη παρεξήγηση, έτσι που μόνοι μας, χωρίς τους Γερμανούς και χωρίς μόχθο, ποτέ δε θα μπορέσουμε να τη λύσουμε. Πάνε κιόλας είκοσι χρόνια που κρούω τον κώδωνα του κινδύνου και καλώ τους ανθρώπους να εργαστούν! Αφιέρωσα τη ζωή μου σ' αυτή την κωδωνοκρουσία κι είχα την ηλιθιότητα να πιστεύω πως θα πετύχω. Τώρα πια δεν το πιστεύω, τον κώδωνα όμως τον κρούω και θα τον κρούω μέχρι θανάτου. Θα τραβάω το σκοινί της καμπάνας, ώσπου να ηχήσει για τη νεκρώσιμη ακολουθία μου!
Αλίμονο! Το μόνο που κάναμε, ήταν να κουνάμε καταφατικά τα κεφάλια μας. Χειροκροτήσαμε τον δάσκαλο μας - και με τι θέρμη μάλιστα! Μα, γιατί σας κάνει εντύπωση, κύριοι; Μήπως και τώρα ακόμα δεν ακούμε πότε πότε κάτι παρόμοιες «γοητευτικές», «βαθυστόχαστες», «λιμπεραλιστικές» ρωσικές ασυναρτησίες;
Όσο για τον Θεό, ο δάσκαλος μας τον πίστευε. «Μου είναι αδύνατον να καταλάβω ποιος είναι ο λόγος που όλοι εδώ πέρα με νομίζουν για αθεϊστή», έλεγε καμιά φορά. «Πιστεύω σε Θεό, mais distinguons (αλλά ας ξεχωρίσουμε), τον πιστεύω σαν Ον που συνειδητοποιεί τον Εαυτό του δι' εμού. Γιατί δεν μπορώ φυσικά να πιστεύω, όπως πιστεύει η Ναστάσια μου (η υπηρέτρια) ή σαν τους παραλήδες που πιστεύουν "για κάθε ενδεχόμενο" ή σαν τον αγαπητό μας Σάτοβ -ή μάλλον όχι, ο Σάτοβ είναι εξαίρεση, ο Σάτοβ πιστεύει με το ζόρι, σαν Μοσχοβίτης σλαβόφιλος. Όσο για τον χριστιανισμό, έχω να πω τα εξής: μ' όλο που τον εκτιμώ ειλικρινά, δεν είμαι χριστιανός. Είμαι μάλλον ειδωλολάτρης, σαν τον μεγάλο Γκαίτε ή σαν τους αρχαίους Έλληνες. Αρκεί να θυμηθούμε πως ο χριστιανισμός δεν κατανόησε τη γυναίκα - πράγμα που το απέδειξε με τον περιφημότερο τρόπο η Γεωργία Σάνδη σ' ένα απ' τ' αριστουργηματικά μυθιστορήματα της. Όσο για τις μετάνοιες, τις νηστείες και τα ρέστα, τι τους νοιάζει τους άλλους τι κάνω εγώ; Όσο και να κόπτονται οι εδώ καταδότες μας, δεν πρόκειται να γίνω ιησουίτης. Στα 1847, ο Μπελίνσκη, που βρισκόταν τότε στο εξωτερικό, έστειλε στον Γκόγκολ το γνωστό εκείνο γράμμα και του 'κανε σφοδρές παρατηρήσεις, επειδή ο Γκόγκολ πίστευε σε "κάποιον Θεό". Entre nous soit cut (και μεταξύ μας), μου είναι αδύνατον να φανταστώ κωμικότερη στιγμή, απ' την ώρα που ο Γκόγκολ (ο Γκόγκολ της εποχής εκείνης!) διάβασε αυτή τη φράση και γενικά όλο το γράμμα! Αφήνοντας όμως κατά μέρος το κωμικό του πράγματος κι επειδή εξάλλου συμφωνώ στην ουσία, έχω να πω και να τονίσω το εξής: αυτοί ήταν άνθρωποι. Μάλιστα! Μπόρεσαν ν' αγαπήσουν τον λαό τους, ήξεραν να υποφέρουν για χάρη του, μπόρεσαν να τα θυσιάσουν όλα για το καλό του και ταυτόχρονα μπόρεσαν να μην πέσουν στο επίπεδο του. Δεν ήταν δυνατόν λοιπόν ο Μπελίνσκη να γυρεύεi τη σωτήρια της ψυχής του στη νηστεία και στη χορτοφαγία!»
Όπου πήρε μέρος στην κουβέντα κι ο Σάτοβ.
- Οι άνθρωποι αυτοί δεν αγαπήσανε ποτέ τους τον λαό, δεν υπόφεραν γι' αυτόν και δε θυσιάσανε τίποτα για χάρη του. Όλ' αυτά είναι δικές τους φαντασίες, που τις πίστεψαν για να ικανοποιήσουν τον εγωισμό τους! γκρίνιαξε κατσούφης κι ανακάθισε νευριασμένος στην καρέκλα του.
- Δεν αγάπησαν τον λαό; φώναξε ο Στεπάν Τροφίμοβιτς. Ω, αγάπησαν με πάθος τη Ρωσία!
- Ούτε τη Ρωσία, ούτε τον λαό! ούρλιαξε ο Σάτοβ και τα μάτια του αστράψανε(Δεν μπορείς ν' αγαπήσεις κάτι που δεν το ξέρεις, κι αυτοί δεν κατάλαβαν ποτέ τους τον ρωσικό λαό! Όλοι τους, και σεις επίσης, ρίξανε ένα βιαστικό βλέμμα στον λαό και πλέον ου. 0 Μπελίνσκη βιαστικότερο κι απ' τους άλλους. Φτάνει να διαβάσει κανείς το γράμμα του στον Γκόγκολ, για να δει πεντακάθαρα αυτό που λέω. Ο Μπελίνσκη είναι σαν τον Περίεργο στο μύθο του Κριλόβ, που προσπέρασε τον ελέφαντα χωρίς να τον δει κι όλη η προσοχή του στράφηκε σε κάτι γαλλικά σοσιαλιστικά ζωύφια. Κι ώς το τέλος της ζωής του, στα ζωύφια εκείνα περιόρισε τις παρατηρήσεις του. Κι όμως, ο Μπελίνσκη ασφαλώς ήταν πιο έξυπνος απ' όλους σας. Εσείς όχι μονάχα δεν είδατε ποτέ σας τον λαό, μα του φερθήκατε πάντα με περιφρόνηση, τον σιχαινόσασταν πάντα βαθύτατα, γιατί, λέγοντας «λαός», κάνατε λόγο μονάχα για τον γαλλικό λαό ή μάλλον μονάχα για τους Παρισινούς, και νιώθατε ντροπή που ο δικός μας λαός δεν τους μοιάζει. Αυτή είναι η μαύρη αλήθεια! Κι όποιος δεν έχει λαό, δεν έχει μήτε Θεό! Να 'στε βέβαιοι πως όσοι παύουν να καταλαβαίνουν τον λαό τους και χάνουν τους δεσμούς τους μ' αυτόν, χάνουν την ίδια στιγμή και την πίστη των πατέρων τους και γίνονται άθεοι ή αδιάφοροι. Έτσι είναι! Είναι ένα γεγονός αναμφισβήτητο! Να ποιος είναι ο λόγος που όλοι σας, όλοι μας είμαστε τώρα χυδαίοι, βρομεροί αθεϊστές ή αδιάφοροι παλιανθρωπάκηδες και τίποτα παραπάνω! Και σας ακόμα, Στεπάν Τροφίμοβιτς, δε σας εξαιρώ καθόλου, ίσα ίσα για σας τα λέω όλ' αυτά!
Συνήθως, όταν ο Σάτοβ τέλειωνε έναν παρόμοιο μονόλογο (αυτό του συνέβαινε συχνά), άρπαζε το κασκέτο του κι ορμούσε στην πόρτα, όντας απόλυτα βέβαιος πως όλα πια είχαν τελειώσει μεταξύ τους, πως είχε κόψει μια για πάντα τις φιλικές του σχέσεις με τον Στεπάν Τροφίμοβιτς. Όμως, αυτός πρόφταινε και τον σταματούσε έγκαιρα:
-Δε θα 'ταν προτιμότερο να ξαναφιλιώσουμε, Σάτοβ, ύστερ' απ' όλες αυτές τις χαριτολογίες; του 'λεγε δίνοντας του ευγενικά το χέρι, καθισμένος ακόμα στην πολυθρόνα του.
0 ασουλούπωτος και ντροπαλός Σάτοβ δεν αγαπούσε τις λεπτότητες. Ήταν αγροίκος στους τρόπους, φαίνεται όμως πως είχε καλή καρδιά. Μ' όλο που συχνά το παράκανε, ήταν ο πρώτος που μετάνιωνε γι' αυτό. Αφού μουρμούριζε κάτι απαντώντας στην πρόσκληση του Στεπάν Τροφίμοβιτς κι αφού τραμπαλιζόταν για λίγο επιτόπου σαν αρκούδα, χαμογελούσε ξαφνικά, άφηνε το κασκέτο του, καθόταν στη θέση του και κοίταζε επίμονα το πάτωμα. Εννοείται πως φέρνανε κρασί κι ο Στεπάν Τροφίμοβιτς έκανε την κατάλληλη πρόποση - μνημονεύοντας, λόγου χάρη, έναν αγωνιστή της περασμένης γενιάς.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Υβριστικά σχόλια θα διαγράφονται αμέσως!