Τετάρτη 13 Φεβρουαρίου 2013

Απόλλων-Διόνυσος: οι θεότητες της τέχνης.

Φρ. Νίτσε
Φρειδερίκος Νίτσε, Η Γέννηση της Τραγωδίας.
Θα έχουμε κάνει αποφασιστική πρόοδο στην αισθητική, όταν θα έχουμε καταλάβει, όχι σαν λογική σκέψη, αλλά με την άμεση βεβαιότητα της διαίσθησης, πως η εξέλιξη της τέχνης συνδέεται με το δυϊσμό του απολλώνιου και του διονυσιακού στοιχείου, όπως η διαιώνιση του είδους συνδέεται με το δυϊσμό των φύλων, με την αδιάκοπη πάλη τους, που διακόπτεται από προσωρινούς συμβιβασμούς. Δανειζόμαστε τους δυο αυτούς όρους από τους Έλληνες, που εκφράζουν, όχι με αφηρημένες έννοιες αλλά με τις σαφείς και πειστικές μορφές των ελληνικών θεοτήτων, τις μυστικές και βαθιές αλήθειες της αισθητικής τους κοσμοθεωρίας.

Οι δύο θεότητες που προστατεύουν την τέχνη, ο Απόλλων και ο Διόνυσος, μας περνούν το μήνυμα ότι στον ελληνικό κόσμο υπάρχει μια θαυμαστή αντίθεση, τόσο στην προέλευση όσο και στους σχοποΰς, ανάμεσα στη γλυπτική τέχνη, που είναι απολλώνια, και τη μη γλυπτική τέχνη της μου-σικής, που ανήκει στον Διόνυσο.
Αυτά τα δύο τόσο διαφορετικά ένστικτα υπάρχουν το ένα δίπλα στο άλλο, τις περισσότερες φορές σε κατάσταση ανοιχτής σύγκρουσης, αμοιβαία ερεθιζόμενα για νέες και ισχυρότερες δημιουργίες, για να διαιωνίσουν μεταξύ τους αυτή τη διαμάχη των αντιθέσεων που μόνο φαινομενικά καλύπτει η ονομασία της τέχνης, η οποία τους είναι κοινή. Και τελικά, μ' ένα μεταφυσικό θαύμα της ελληνικής «βούλησης», φαίνονται ενωμένα, και σ' αυτή την ένωση κατορθώνουν να γεννήσουν το έργο τέχνης που είναι μαζί διονυσιακό και απολλώνιο, την αττική τραγωδία.
Για να φέρουμε πιο κοντά μας αυτά τα δύο ένστικτα, ας τα φανταστούμε αρχικά σαν τις δύο χωριστές αισθητικές περιοχές του ονείρου και της μέθης, που οι φυσιολογικές τους εκδηλώσεις προσφέρουν την ίδια αντίθεση με το απολλώνιο και το διονυσιακό στοιχείο. Σύμφωνα με τον Λουκρήτιο', στο όνειρο πρωτοπαρουσιάζονται στην ανθρώπινη ψυχή οι θαυμαστές μορφές των θεών. Χάρη στο όνειρο ο μεγάλος γλύπτης αντίκρισε το εκπληκτικό παράστημα των υπεράνθρωπων πλασμάτων, κι αν είχε ερωτηθεί κάποιος Έλληνας ποιητής για τα μυστήρια της ποιητικής δημιουργίας, θα μιλούσε για το όνειρο και θα 'δινε απάντηση ανάλογη μ' εκείνη του Χανς Ζακς στους Αρχιτραγουδιστές:
Να, φίλε μου, τι κάνει ο ποιητής:
τα όνειρα του ερμηνεύει κι εξηγεί.
Πίστεψε με, του ανθρώπου η αληθινότερη τρέλα
παρουσιάζεται στ' όνειρο του.
Κάθε ποίηση δεν είν' άλλο
παρά ερμηνεία αληθινών ονείρων.

Η λάμψη ομορφιάς που κυριαρχεί σ' αυτούς τους ονειρικούς κόσμους που κάθε άνθρωπος μπορεί να βιώσει σαν πλήρης καλλιτέχνης, αποτελεί τον απαραίτητο όρο κάθε μορφής πλαστικής τέχνης, και επίσης, όπως θα το δούμε, ενός μεγάλου μέρους της ποίησης. Απολαμβάνουμε έτσι οράματα που τά βλέπουμε και τα νιώθουμε άμεσα. Όλες οι μορφές μας μιλούν, τίποτα δεν είναι αδιάφορο ή άχρηστο. Παρ' όλη όμως την εξαιρετική ζωντάνια αυτής της ονειρικής πραγματικότητας, έχουμε το αόριστο αίσθημα πως δεν είναι παρά φαινομενική. Αυτή. είναι η δική μου τουλάχιστον εμπειρία, και πρόκειται για εμπειρία συνηθισμένη, θα την έλεγα κανονική, θα μπορούσα να το επιβεβαιώσω με πολλές μαρτυρίες και με τις δηλώσεις των ίδιων των ποιητών. Ο φιλοσοφημένος άνθρωπος έχει μάλιστα την προαίσθηση ότι κάτω από αυτή την πραγματικότητα που ζούμε υπάρχει μια άλλη, κρυμμένη κι εντελώς διαφορετική. Σ' αυτό το χάρισμα του ν' αντικρίζει κανείς μερικές φορές τους ανθρώπους και τα πράγματα σαν απλά φαντάσματα ή όνειρα, αναγνωρίζει ο Σοπενχάουερ το σημάδι της φιλοσοφικής στάσης. Αλλά ο άνθρωπος που είναι ικανός για αισθητική συγκίνηση συμπεριφέρεται απέναντι στην πραγματικότητα του ονείρου όπως ο φιλόσοφος απέναντι στην πραγματικότητα της ύπαρξης του. Του αρέσει να παρατηρεί, και μάλιστα από κοντά, γιατί βγάζει απ' αυτές τις ονειρικές εικόνες μια ερμηνεία της ζωής και εξασκείται πάνω σ' αυτά τα φαινόμενα για να προετοιμαστεί στη ζωή. Οι ευχάριστες και χαμογελαστές εικόνες δεν είναι οι μόνες που επιδρούν πάνω του μ' αυτή την απόλυτη καθαρότητα: οι σοβαρές, ανησυχητικές, λυπηρές, σκοτεινές εικόνες, τα ξαφνικά εμπόδια, τα πειράγματα της τύχης, οι αγωνιώδεις αναμονές, με δυο λόγια ολόκληρη η «Θεία Κωμωδία» της ζωής, μαζί με την Κόλαση της παρελαύνουν επίσης μπροστά του, όχι ακριβώς σαν ένα θέατρο σκιών —γιατί ζει και υποφέρει απ' αυτές τις σκηνές —, αλλά με το φευγαλέο συναίσθημα πως όλ' αυτά δεν είναι παρά φαινομενικά. Και ίσως αρκετοί άνθρωποι θυμούνται, όπως εγώ, να' έχουν πει στον εαυτό τους για να του δώσουν αποτελεσματικό θάρρος ανάμεσα στους κινδύνους και τους τρόμους του ονείρου: «Όνειρο είναι, ας το ονειρευτούμε μέχρι τέλους!» Έτσι, έχω ακουστά για ανθρώπους που μπορούσαν να παρατείνουν επί τρεις διαδοχικές νύχτες την αιτιακή εξέλιξη του ίδιου πάντα ονείρου. Αυτά τα γεγονότα δείχνουν καθαρά πως το εσώτερο είναι μας, ο βαθύτερος εαυτός μας, ο κοινός σε όλους μας, δοκιμάζει στο όνειρο μεγάλη απόλαυση και το βλέπει σαν ευχάριστη αναγκαιότητα.
Αυτή την ευχάριστη αναγκαιότητα οι Έλληνες την προσωποποίησαν κατά κάποιο τρόπο στον Απόλλωνα τους. Ο Απόλλων, θεός όλων των πλαστικών τεχνών, είναι συγχρόνως και θεός των προφητειών. Αυτός που, σύμφωνα με τη ρίζα' της ονομασίας του («ακτινοβόλος») είναι ο θεός του φωτός, κυβερνάει επίσης την όμορφη λάμψη του εσωτερικού κόσμου, της φαντασίας. Η ανώτερη αλήθεια, η τελειότητα αυτών των ονειρικών καταστάσεων σε σύγκριση με την καθημερινή πραγματικότητα, που δεν είναι κατανοητή παρά κομματιαστά, η βαθιά αίσθηση που έχουμε για τη σωτήρια, την ευεργετική δράση της φύσης μέσω του ύπνου και του ονείρου, αποτελούν, κατ' αναλογία, τα σύμβολα της προφητικής ικανότητας και γενικά όλων των τεχνών που κάνουν τη ζωή υποφερτή και άξια να τη ζήσει κανείς. Όμως αυτό το λεπτό όριο που το όνειρο δεν πρέπει να το ξεπεράσει για να μην ασκήσει παθολογική επίδραση και για να μη μας ξεγελάσει το φαινόμενο απέναντι στη βαριά πραγματικότητα — αυτό το όριο αποτελεί επίσης μέρος της εικόνας του Απόλλωνα. Είναι το λιτό περίγραμμα, η ελευθερία από κάθε άγριο ερέθισμα, η ηρεμία και η σύνεση του καλλιτέχνη θεού. Πρέπει το βλέμμα του να είναι «ηλιακό»4, όπως η προέλευση του. Ακόμα κι όταν εκφράζει θυμό ή δυσφορία, η χάρη της ωραίας του εμφάνισης δεν τον εγκαταλείπει. Έτσι, θα μπορούσε κανείς να πει για τον Απόλλωνα, με κάπως εξεζητημένο τρόπο, αυτό που λέει ο Σοπενχάουερ για τον άνθρωπο που ήταν τυλιγμένος στον πένθιμο πέπλο των Μάγια: «Όπως όταν η μανιασμένη θάλασσα απλώνεται δίχως όρια ως τον ορίζοντα, υψώνοντας και κατακρημνίζοντας βουνά από νερά που ουρλιάζουν, ο ψαράς, καθισμένος στη βάρκα του, εμπιστεύεται το αδύναμο σκάφος του, έτσι και ο άνθρωπος που είναι μόνος του, στη μέση ενός ωκεανού οδύνης, μένει ήρεμος, στηρίζοντας τον εαυτό του με την πίστη του στο principium individualismus (αρχή της εξατομίκευσης)». Θα μπορούσε μάλιστα να πει κανείς για τον Απόλλωνα πως σ' αυτόν η ακλόνητη πίστη στην αρχή της εξατομίκευσης και η ηρεμία του ανθρώπου που τυλίγεται μέσα σ' αυτήν έχουν βρει την πιο υπέροχη έκφραση τους. Ο ίδιος ο Απόλλων θα μπορούσε να είναι η εξαίσια θεότητα που ενσαρκώνει την αρχή της εξατομίκευσης, και που οι χειρονομίες του και το βλέμμα του δείχνουν όλη την ευτυχία, όλη τη σύνεση της «φαινομενικότητας», και επιπλέον όλη της την ομορφιά.
Στο ίδιο αυτό χωρίο, ο Σοπενχάουερ μας περιγράφει τον απίστευτο τρόμο που πιάνει τον άνθρωπο όταν, παγιδευμένος στις γνωρίσιμες μορφές των φαινομένων, αντιλαμβάνεται ότι η αρχή της αιτιότητας, σε κάποια από τις εκδηλώσεις της, φαίνεται να πάσχει από μια εξαίρεση. Αν προσθέσουμε σ' αυτό τον τρόμο την υπέροχη χαρά που έρχεται από τα βάθη της ανθρώπινης ύπαρξης, ας πούμε από τη φύση του, όταν παρατηρείται μια ανάλογη αδυναμία της αρχής της εξατομίκευσης, θα έχουμε μια ιδέα της ουσίας του διονυσιακού στοιχείου, που θα το παραστήσουμε ακόμα πιο καλά χάρη στην αναλογία του με τη μέθη. Είτε με την επίδραση του υπνωτικού ποτού, για το οποίο μιλούν στους ύμνους τους όλοι οι πρωτόγονοι άνθρωποι και λαοί, είτε με την ισχυρή προσέγγιση της άνοιξης που γεμίζει με επιθυμίες ολόκληρη τη φύση, βλέπει κανείς να αφυπνίζονται αυτές οι διονυσιακές συγκινήσεις που, καθώς η ένταση τους μεγαλώνει, οδηγούν το άτομο στην πλήρη απώλεια κάθε συνείδησης του εαυτού του. Στον Μεσαίωνα, στη Γερμανία, διαρκώς μεγαλύτερα πλήθη πλανιόντουσαν έτσι από τόπο σε τόπο, τραγουδώντας και χορεύοντας. Σ' αυτούς τους χορευτές του Αϊ-Γιάννη και του Αγίου Βίτου αναγνωρίζουμε τους βακχικούς χορούς των Ελλήνων, που η προϊστορία τους ανάγεται στη Μικρά Ασία, στη Βαβυλώνα και στα όργια των Σακών. Είτε από έλλειψή πείρας είτε από ανοησία, υπάρχουν άνθρωποι που αποστρέφουν το πρόσωπο τους απ' αυτά τα φαινόμενα, που τα βλέπουν με ειρωνεία και οίχτο σαν «λαϊκές αρρώστιες», σίγουροι για τη δική τους υγεία: οι δύστυχοι δεν υποψιάζονται πόσο κοντά στα πτώματα ή τα φαντάσματα είναι η «υγεία» τους όταν περνάει πλάι τους η αστραφτερή ζωή των διονυσιακών. Χάρη στη μαγεία του Διονύσου όχι μόνο ξανα-σφίγγεται ο δεσμός ανθρώπου με άνθρωπο, αλλά ακόμα και η φύση, που μας έχει γίνει ξένη, εχθρική ή υποδουλωμένη, γιορτάζει τη συμφιλίωση της με τον άνθρωπο, τον άσωτο υιό της. Η γη προσφέρει πρόθυμα τα δώρα της, τα άγρια ζώα των βράχων και των ερήμων πλησιάζουν ειρηνικά. Το άρμα του Διονύσου σκεπάζεται από λουλούδια και γιρλάντες, ο πάνθηρας και η τίγρη περπατούν μονοιασμένα κάτω από το ζυγό του. Ας μεταμορφώσουμε σε ζωγραφικό πίνακα τον θριαμβικό Ύμνο της χαράς του Μπετόβεν, κι ας προσπαθήσουμε να εξισώσουμε την εκφραστική του δύναμη μ' αυτή τη φαντασία, που βλέπει τα εκατομμύρια πλάσματα να προσκυνούν μέσα από τη σκόνη: τότε μόνο θα έχουμε μια ιδέα του διονυσιασμού. Ο δούλος γίνεται ελεύθερος, όλα τα άκαμπτα και εχθρικά φράγματα που έχουν υψώσει η ανάγκη, η αυθαιρεσία ή η αναισχυντία ανάμεσα στους ανθρώπους υποχωρούν. Μέσα σ' αυτό το ευαγγέλιο της παγκόσμιας αρμονίας όχι μόνο καθένας νιώθει τον εαυτό του ενω-μένο, συμφιλιωμένο, συγχωνευμένο με τον πλησίον του, αλλά και αισθάνεται ίδιος με τον εαυτό του, λες και σκίζεται ο πέπλος των Μάγια και δεν κυματίζει πια παρά κουρελιασμένος γύρω από το μυστήριο της αρχικής Ενότητας. Με τα τραγούδια του και τους χορούς του ο άνθρωπος δείχνει πως είναι μέλος μιας ανώτερης κοινότητας, ξεχνάει το βάδισμα και τον λόγο, και κοντεύει να πετάξει χορεύοντας στον αέρα. Οι κινήσεις του φανερώνουν πως είναι μαγεμένος. Τώρα τα ζώα μιλούν και η γη δωρίζει γάλα και μέλι, μια υπερφυσική πραγματικότητα μιλάει για λογαριασμό του, νιώθει σαν θεός, περπατάει γεμάτος έκσταση, υψώνεται πάνω από τον εαυτό του, όπως αυτοί οι θεοί που είδε να περπατούν στ' όνειρο του. Ο άνθρωπος δεν είναι πια καλλιτέχνης, είναι ο ίδιος καλλιτέχνημα. Η καλλιτεχνική ενέργεια ολόκληρης της φύσης αποκαλύπτεται ανάμεσα στ' ανατριχιάσματα της μέθης, προκαλώντας υπέρτατη ευχαρίστηση στο αρχικό Ένα. Είναι ο πιο ευγενής πηλός, το πιο πολύτιμο μάρμαρο, ο ίδιος ο άνθρωπος γίνεται εδώ γλυπτό, και η σμίλη του διονυσιακού καλλιτέχνη του σύμπαντος χτυπάει ρυθμικά, απευθύνοντας την έκκληση των Ελευσίνιων Μυστηρίων: «Ώστε αναταράζεστε, εκατομμύρια πλάσματα; Ω Κόσμε, προαισθανεσαι τον Δημιουργό σου;»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Υβριστικά σχόλια θα διαγράφονται αμέσως!