Δευτέρα 4 Φεβρουαρίου 2013

Μονή Διονυσίου!

Νίκος Καζαντζάκης
Νίκος ΚαζαντζάκηςΑναφορά στον Γκρέκο

Πρωί πρωί μπήκαμε στη βάρκα και τραβήξαμε κατά τη Μονή Διονυσίου.
Το πιο αυστηρό Μοναστήρι του Αγίου Όρους, μας έλεγε ο πάτερ Βενέδιχτος, ο βαρκάρης μας. Όσο κέφι κι αν έχεις, δεν μπορείς να γελάσεις, όσο κρασί κι αν πιεις στο Μοναστήρι αυτό, δεν μπορείς να μεθύσεις, κι έχουν φυτέψει και μια δάφνη στην αυλή, και στό κάθε φύλλο, αν το καλοκοιτάξεις, θα δεις τό Χριστό σταυρωμένο.
"Ενας δεσπότης ήταν μαζί μας, πού πήγαινε αυτός στό λιμάνι, τη Δάφνη, να φύγει.
Άλάκερο το Σύμπαντο, πάτερ Βενέδιχτε, είπε, είναι σταυρός, κι απάνω του είναι σταυρωμένος ό Χριστός. Όχι μονάχα τα φύλλα της δάφνης, παρά κι εσύ κι εγώ κι οι πέτρες ακόμα.
Δέ βάσταξα: —Έγώ, και να με συμπαθάς, Δέσποτα μου, είπα, βλέπω παντού το Χριστό αναστημένο.

Ό Δεσπότης κούνησε το κεφάλι: — Βιάζεσαι, βιάζεσαι, παιδί μου, μου αποκρίθηκε- θα τον δούμε το Χριστό αναστημένο, όμως μονάχα μετά το θάνατο, τώρα, όσο ζούμε, περνούμε τη σταύρωση.

Ένα δελφίνι, πολύ κοντά μας, τινάχτηκε μέσα άπό την ήσυχη θάλασσα και γυάλισε σφιχτή, λυγερή, όλο δύναμη η ράχη του στον ήλιο. Βούτηξε πάλι, ξαναπρόβαλε, πηδούσε χαρούμενο, όλη ή θάλασσα ήταν δικιά του. κι άξαφνα ένα άλλο δελφίνι φάνηκε άπό μακριά, έτρεξαν το ένα καταπάνω στό άλλο, έσμιξαν, έπαιξαν, κι όλομεμιάς, με σηκωμένη την ουρά, πήραν δρόμο το ένα πλάι στό άλλο χορεύοντας.
Χάρηκα, άπλωσα το χέρι, έδειξα τά δυο δελφίνια: — Σταυρώνεται ή ανασταίνεται; είπα θριαμβεύοντας" τί μας λεν τά δυο δελφίνια;
Μα φτάναμε πια στη Μονή Διονυσίου, δεν πρόφτασε ό Δεσπότης ν' απαντήσει.
Ώς μπήκαμε στό περιαύλι, σταθήκαμε τρομαγμένοι. σά νά μπαίναμε σε όγρή σκοτεινή φυλακή, βαρυποινίτες. γύρα χαμηλές κολόνες μαύρες, κι ανάμεσα τους τά τόξα τους βαμμένα σκούρα πορτοκαλιά. κι όλος ό τοίχος σκεπασμένος με άγριες ζωγραφιές της Αποκάλυψης—δαιμόνοι και φωτιές της Κόλασης, και πόρνες πού τρέχουν άπό τά στήθια τους δυο ποτάμι από αίμα, και φρικαλέοι δράκοι μέ κέρατα... Ολη ή σαδιστική λαχτάρα της Εκκλησίας νά φοβερίσει τόν άνθρωπο και νά τόν πάει στον Παράδεισο όχι μέ τήν αγάπη παρά μέ τόν τρόμο. Ηρθε ό άρχοντάρης, ό καλόγερος πού γνοιάζεται για τους ξένους, μας είδε νά κοιτάζουμε τις ζωγραφιές μέ τρόμο. "Ανοιξε τά φτενά κίτρινα χείλια του. μας είδε καλοντυμένους, καλοζωισμένους, στον ανθό της νιότης, θαρρείς και τόν κυρίεψε μίσος· άνοιξε μέ κακεντρέχεια τά χείλια, μίλησε: — Γουρλώστε τά μάτια σας, μή στραβομουτσουνιάζετε- κοιτάχτε! κοιτάχτε ! Γεμάτο φωτιές και δαιμόνους και πόρνες είναι τό κορμί του άνθρωπου· δέν είναι ετούτες οι βρώμες πού βλέπετε ό "Αδης, είναι τά σωθικά του άνθρωπου. —Ό άνθρωπος είναι πλασμένος κατ' εικόνα του Θεού, άντιμίλησε ό φίλος μου- δέν είναι οί βρώμες έτούτες μονάχα, είναι και κάτι άλλο.
—Ήταν, σκλήριξε ό καλόγερος, ήταν, δέν είναι πιά. η ψυχή, στον κόσμο πού ζείτε, έγινε σάρκα κι αυτή, τήν κρατάει στά στήθια της η Αμαρτία και τή βυζαίνει.
— Τί νά κάμουμε τό λοιπόν, γέροντα; είπα εγώ. δέν υπάρχει θύρα σωτηρίας;
—'Υπάρχει, υπάρχει. μά είναι στενή, σκοτεινή κι έπικίντυνη·
εύκολα δέν μπαίνεις.
— Ποια θύρα;
— Νά τη ! άπλωσε τό χέρι κι έδειξε τήν πόρτα του Μοναστηριού.
— Δέν είμαστε ακόμα έτοιμοι, είπε ο φίλος μου, πού τά λόγια του καλόγερου τόν είχαν νευριάσει. αργότερα, σά γεράσουμε, σάν ξεθυμάνουμε. άπό Θεού 'ναι κι ή σάρκα.
Φαρμακωμένο χαμόγελο χάραξε τά χείλια του καλόγερου. —Η σάρκα είναι άπό Διαβόλου, σκλήριξε, η ψυχή 'ναι άπό Θεού, μάθετε το, αποσταλμένοι του κόσμου!
Σφιχτοτυλίχτηκε στό ράσο του, σά νά φοβόταν μη μας αγγίξει, κι εξαφανίστηκε κάτω άπό μιαν πορτοκαλιά καμάρα.Απομείναμε μόνοι στή μέση της αύλης.
— Πάμε νά φύγουμε, είπε ό φίλος μου- δεν κατοικεί έδώ ό Χριστός, τό βλέπεις.
Δυο τρία κελιά άνοιξαν, σκελεθρωμένοι καλόγεροι πρόβαλαν, μας κοίταξαν, κάτι μουρμούρισαν κι έκλεισαν πάλι τις πόρτες.
-Έδώ δέν υπάρχει αγάπη, είπε πάλι ό φίλος μου' πάμε νά φύγουμε.
— Δεν τους λυπάσαι; έκαμα εγώ- τί θά 'λεγες νά μέναμε έδώ λίγες μέρες και νά κηρύχναμε τόν αληθινό Χριστό;
— Σε αυτούς; αδύνατο ! χαμένος ό κόπος μας.
— Τίποτα δεν πάει χαμένο· αν δέ σωθούν αυτοί, θά σωθούμε έμείς, επιχειρώντας τό αδύνατο.
— Μά μιλάς σοβαρά; έκαμε ό φίλος μου και μέ κοίταξε ξαφνιασμένος.
—Αχ, νά 'ξερα! αποκρίθηκα, κι όλομεμιάς μέ κυρίεψε θλίψη μεγάλη· αχ, νά μπορούσα! Η καρδιά μου λέει: Αν είσαι άντρας αληθινός, μείνε έδώ, κίνα πόλεμο! Μά αλίμονο, ό νους, ό Σατανάς, δέ μέ αφήνει!
Δυο καλόγεροι ξεθαρρεύτηκαν, ήρθαν, μάς έμπασαν μέσα και μάς γύρισαν στο Μοναστήρι. Είδαμε τοιχογραφία τό γίγαντα Αγιο Χριστόφορο, μέ κεφάλι αγριόχοιρου, και μάς έδειξαν και τό τεράστιο δόντι του· μάς έβαλαν και προσκυνήσαμε τό δεξιό χέρι του Πρόδρομου. Στην Τράπεζα, δυό κατακόκκινα σά φλόγες Σεραφίμ, μέ πόδια κάτασπρα, στυλωμένα στην πράσινη γης και κρατούν ορθά στο κάθε χέρι άπό δυό κοντάρια. Ζερβά στον τοίχο, μιά Παναγία κάθεται ανάμεσα σέ δυό αγγέλους· δεξόζερβα, δέντρα καταπράσινα, και πουλιά κάθουνται στους κλώνους- και πίσω άπό τόν κάθε άγγελο, ένα λιγνό κυπαρίσσι. Απάνω στο θόλο ό Παντοκράτορας, κι άπό τό στόμα του ξετυλίγουνταν μιά κορδέλα, κι απάνω στην κορδέλα μεγάλα κόκκινα γράμματα. Σήκωσαν τά χέρια τους οί καλόγεροι, μάς έδειξαν τόν Παντοκράτορα.
— Διακρίνετε τί λέν τά γράμματα; Αγαπάτε αλλήλους. Τό λόγο αυτό νά πεις σ' ένα ξερό ραβδί, θ' ανθίσει- τό λές στον άνθρωπο, δέν ανθίζει. Ολοι θά πάμε στην Κόλαση.
Τό κοιμητήρι απλό, χαριτωμένο, σάν μπαλκόνι απάνω άπό τή θάλασσα, πέντ' έξι ξύλινοι σταυροί φαγωμένοι άπό τόν άνεμο και τήν αρμύρα.
Αξαφνα, ένα κοπάδι άσπρα περιστέρια πέταξαν άπό πάνω μας και τράβηξαν κατά τή θάλασσα. ό ένας καλόγερος τίναξε αρπαχτικά τό χέρι του, σά νά 'θελε νά τά πιάσει. τά μάτια του ήταν γεμάτα φόνο και πείνα.
—Έ, μωρέ και νά 'χα τουφέκι! μουρμούρισε κι έτριξαν τά δόντια του άπό βουλιμία.
Τέλειωνε πιά τό προσκύνημα μας. Τις παραμονές του μισεμού πήρα τόν ανήφορο μοναχός, ν' ανέβω στ' άγρια ησυχαστήρια, ανάμεσα στους βράχους αψηλά απάνω άπό τή θάλασσα, στα Καρούλια. Τρυπωμένοι μέσα σέ σπηλιές, ζουν εκεί και προσεύχουνται γιά τις αμαρτίες του κόσμου, καθένας μακριά άπό τόν άλλο, γιά νά μήν έχουν και τήν παρηγοριά νά βλέπουν ανθρώπους, οι πιο άγριοι, οί πιο άγιοι ασκητές του Αγίου Όρους. Ένα καλαθάκι έχουν κρεμασμένο στή θάλασσα,κι οί βάρκες πού τυχαίνει κάποτε νά περνούν ζυγώνουν και ρίχνουν μέσα λίγο ψωμί, ελιές, ό,τι έχουν, γιά νά μήν αφήσουν τους ασκητές νά πεθάνουν της πείνας. Πολλοί άπό τους άγριους αυτούς ασκητές τρελαίνουνται- θαρρούν πώς έκαμαν φτερά, πετούν απάνω άπό τόν γκρεμό και γκρεμίζουνται- κάτω ό γιαλός είναι γεμάτος κόκαλα.
Ανάμεσα στους ερημίτες τούτους ζούσε τά χρόνια εκείνα, ξακουστός γιά τήν αγιοσύνη του, ό Μακάριος ό Σπηλαιώτης. Αυτόν κίνησα νά δώ· άπό τή στιγμή πού πάτησα στό ιερό βουνό, είχα πάρει τήν απόφαση νά πάω νά τόν δώ, νά σκύψω νά του φιλήσω τό χέρι και νά του ξομολογηθώ."Οχι τά κρίματά μου, δέν πίστευα νά 'χα κάμει ώς τότε πολλά, όχι τά κρίματά μου παρά τήν έωσφορική αλαζονεία πού συχνά μ' έσπρωχνε νά μιλώ μέ αναίδεια γιά τά εφτά μυστήρια και τις δέκα εντολές και νά θέλω νά χαράξω δικό μου δεκάλογο. Έφτασα κατά το μεσημέρι στ' άσκηταριά. τρύπες μαύρες στον γκρεμό, σιδερένιοι σταυροί καρφωμένοι στους βράχους, ένας σκελετός πρόβαλε άπό μιά σπηλιά, τρόμαξα. σά νά 'χε φτάσει κιόλας η Δευτέρα Παρουσία και ξεπρόβαλε ό σκελετός αυτός άπό τη γης και δεν είχε ακόμα προφτάσει νά ντυθεί όλες τις σάρκες του. Φόβος κι αηδία με κυρίεψε, και συνάμα κρυφός ανομολόγητος θαμασμός· δεν τόλμησα νά τον ζυγώσω, τον ρώτησα άπό μακριά- άπλωσε το ξεραμένο μπράτσο, αμίλητος, και μου 'δειξε μιά μαύρη σπηλιά αψηλά στά χείλια του γκρεμού.
Πήρα ν' ανεβαίνω πάλι τους βράχους, με καταξέσκισαν τ' άγκρίφια τους, έφτασα στη σπηλιά. Εσκυψα νά δω μέσα· μυρωδιά χωματίλα και λιβάνι, σκοτάδι βαθύ- σιγά σιγά διέκρινα ένα σταμνάκι δεξά, σέ μιά σκισμάδα του βράχου, τίποτα άλλο- έκαμα νά φωνάξω, μά η σιωπή μέσα στο σκοτάδι ετούτο μου φάνηκε τόσο ιερή, τόσο άνησυχαστική, πού δέν τόλμησα. σάν αμαρτία, σάν ιεροσυλία μου φάνηκε εδώ η φωνή του άνθρωπου.
Είχαν πιά συνηθίσει τά μάτια μου στο σκοτάδι, κι ώς τά γούρλωνα και κοίταζα, ένας φωσφορισμός απαλός, ένα πρόσωπο χλωμό, δυο χέρια σκελεθρωμένα κουνήθηκαν στο βάθος της σπηλιάς κι ακούστηκε γλυκιά ξεπνεμένη φωνή:
— Καλώς τον!
Έκαμα κουράγιο, μπήκα στή σπηλιά, προχώρησα κατά τη φωνή. Κουλουριασμένος χάμω, είχε σηκώσει το κεφάλι ό ασκητής, και διέκρινα στο μεσόφωτο το πρόσωπο του άτριχο, φαγωμένο άπό τις αγρυπνίες και την πείνα, με αδειανούς βολβούς, νά γυαλίζει βυθισμένο σέ ανείπωτη μακαριότητα. τά μαλλιά του είχαν πέσει, έλαμπε το κεφάλι του σάν κρανίο.
— Εύλόγησον, πάτερ, είπα κι έσκυψα νά του φιλήσω τό κοκαλιασμένο χέρι.
Κάμποση ώρα σωπαίναμε. κοίταζα με απληστία τήν ψυχή τούτη πού είχε εξαφανίσει τό κορμί της, αυτό βάραινε τις φτερούγες της και δέν τήν άφηνε ν' ανέβει στον ουρανό. Ανήλεο, ανθρωποφάγο θεριό η ψυχή πού πιστεύει. κρέατα, μάτια, μαλλιά, όλα του τά 'χε φάει.
Δέν ήξερα τί νά πώ, άπό που ν' αρχίσω. Σάν ένα στρατόπεδο ύστερα άπό φοβερή σφαγή μου φάνταζε τό σαράβαλο κορμί μπροστά μου. ξέκρινα απάνω του τις νυχιές και τις δαγκωματιές του Πειρασμού. Άποκότησα τέλος:
— Παλεύεις ακόμα μέ τό Διάβολο, πάτερ Μακάριε; τον ρώτησα.
—Οχι πιά, παιδί μου" τώρα γέρασα, γέρασε κι αυτός μαζί μου" δέν έχει δύναμη" παλεύω μέ τό Θεό.
— Μέ τό Θεό! έκαμα ξαφνιασμένος. κι ελπίζεις νά νικήσεις;
—Ελπίζω νά νικηθώ, παιδί μου" μοϋ απόμειναν ακόμα τά κόκαλα" αυτά άντιστέκουνται.
— Βαριά ή ζωή σου, γέροντα μου" θέλω κι εγώ νά σωθώ, δέν υπάρχει άλλος δρόμος;
— Π ιό βολικός; έκαμε ό ασκητής και χαμογέλασε μέ συμπόνια.
— Πιο ανθρώπινος, γέροντα μου. —"Ενας μονάχα δρόμος.
— Πώς τον λέν;
—Ανήφορο. ν' ανεβαίνεις ένα σκαλί. άπό τό χορτασμό στην πείνα, άπό τον ξεδιψασμό στή δίψα, άπό τή χαρά στον πόνο, στην κορφή της πείνας, της δίψας, του πόνου κάθεται ό Θεός. Στην κορφή της καλοπέρασης κάθεται ό Διάβολος, διάλεξε.
— Είμαι ακόμα νέος. καλή 'ναι η γης, έχω καιρό νά διαλέξω. Απλωσε ό ασκητής τά πέντε κόκαλα του χεριού του, άγγιξε
τό γόνατο μου, μέ σκούντηξε:
— Ξύπνα, παιδί μου, ξύπνα, πριν σέ ξυπνήσει ό Χάρος. Ανατρίχιασα.
— Είμαι νέος, ξανάπα γιά νά κάμω κουράγιο.
Ό Χάρος αγαπάει τους νέους. η Κόλαση αγαπάει τους νέους· η ζωή 'ναι ένα μικρό κεράκι αναμμένο, εύκολα σβήνει, έχε το νου σου, ξύπνα! 
Σώπασε μια στιγμή, και σέ λίγο:  — Είσαι έτοιμος; μου κάνει.
Αγανάχτηση μέ κυρίεψε και πείσμα. —Όχι! φώναξα.
— Αύθάδεια της νιότης! Τό λές και καυχιέσαι, μή φωνάζεις: δέ φοβάσαι;
— Ποιος δέ φοβάται, Φοβούμαι. Κι έλόγου σου, πάτερ άγιε, δέ φοβάσαι; Πείνασες, δίψασες, πόνεσες, κοντεύει να φτάσεις στην κορφή της σκάλας, φάνηκε ή πόρτα της Παράδεισος· μά θ' ανοίξει ή πόρτα αύτη να μπεις; θ' ανοίξει; είσαι σίγουρος; Δυο δάκρυα κύλησαν άπό τις κόχες των ματιών του' αναστέναξε- και σέ λίγο:
— Είμαι σίγουρος για την καλοσύνη του Θεού. αύτη νικάει και συχωρνάει τις αμαρτίες του άνθρωπου.
— Κι εγώ είμαι σίγουρος για την καλοσύνη του Θεού. αύτή λοιπόν μπορεί να συχωρέσει και την αυθάδεια της νιότης. —'Αλίμονο νά κρεμόμαστε μονάχα άπό την καλοσύνη του Θεού- η κακία τότε κι ή άρετή θα μπαίναν αγκαλιασμένες στην Παράδεισο.
— Δεν είναι, θαρρείς, γέροντα μου, η καλοσύνη του Θεοϋ τόσο μεγάλη;
Κι ώς τό 'πα, άστραψε στό νου μου ό ανόσιος, μπορεί, μά, ποιος ξέρει, μπορεί ό τρισάγιος στοχασμός, πώς θά 'ρθει καιρός της τέλειας λύτρωσης, της τέλειας φίλιωσης, θά σβήσουν οί φωτιές της Κόλασης, κι ό "Ασωτος Υιός, ό Σατανάς, θ' ανέβει στον ουρανό, θά φιλήσει τό χέρι του Πατέρα και δάκρυα θά κυλήσουν άπό τά μάτια του: «'Ήμαρτον!» θά φωνάξει, κι ό Πατέρας θ' ανοίξει την αγκάλη του: «Καλώς ήρθες» θά του πει «καλώς ήρθες, γιέ μου" συχώρεσε με πού σέ τυράννησα τόσο πολύ».
Μά δέν τόλμησα νά ξεστομίσω τό στοχασμό μου- πήρα ένα πλάγιο μονοπάτι νά του τό πώ.
—Εχω ακουστά, γέροντα μου, πώς ένας άγιος, δέ θυμάμαι τώρα ποιος, δέν μπορούσε νά βρει ανάπαψη στην Παράδεισο. "Ακουσε ό Θεός τους στεναγμούς του, τον κάλεσε: «Τί έχεις κι αναστενάζεις;» τον ρώτησε- «δέν είσαι ευτυχής; — Πώς νά 'μαι ευτυχής, Κύριε;» του αποκρίθηκε ό άγιος. «Στη μέση μέση της Παράδεισος ένα συντριβάνι και κλαίει. —Τί συντριβάνι; —Τά δάκρυα των κολασμένων».
Ό ασκητής έκαμε τό σημάδι του σταυρού, τά χέρια του έτρεμαν.
— Ποιος είσαι; έκαμε μέ φωνή ξεψυχισμένη· ύπαγε οπίσω μου, Σατανά!
"Εκαμε πάλι τό σταυρό του τρεις φορές, έφτυσε στον αέρα: —"Υπάγε οπίσω μου, Σατανά, ξανάπε, κι η φωνή του τώρα είχε στερεώσει.
Άγγιξα τό γόνατο του πού γυάλιζε γυμνό στό μεσόφωτο-τό χέρι μου πάγωσε.
— Γέροντα μου, του κάνω, δέν ήρθα εδώ νά σέ πειράξω, δέν είμαι ό Πειρασμός- είμαι ένας νέος πού θέλει νά πιστέψει απλοϊκά, χωρίς νά ρωτάει, όπως πίστευε ό παππούς μου ό χωριάτης- θέλω, μά δέν μπορώ.
—'Αλίμονο σου, αλίμονο σου, δυστυχισμένε- τό μυαλό θά σέ φάει, τό έγώ θά σέ φάει. Ό αρχάγγελος Εωσφόρος, πού έσύ υπερασπίζεσαι και θές νά τον σώσεις, ξέρεις πότε γκρεμίστηκε στην Κόλαση; Οταν στράφηκε στό Θεό κι είπε: 'Εγώ. Ναί ναί, άκου, νεαρέ, και βάλ' το καλά στό νου σου: Ενα μονάχα πράμα κολάζεται στην Κόλαση, τό έγώ. Τό έγώ, ανάθεμα το ! Τίναξα τό κεφάλι πεισματωμένος:
— Μέ τό έγώ αυτό ξεχώρισε ό άνθρωπος άπό τό ζώο, μήν τό κακολογάς, πάτερ Μακάριε.
— Μέ τό έγώ αυτό ξεχώρισε άπό τό Θεό. Πρώτα όλα ήταν ένα μέ τό Θεό, ευτυχισμένα στον κόρφο του. Δέν ύπηρχε έγώ και σύ κι εκείνος- δέν ύπηρχε δικό σου και δικό μου, δέν υπήρχαν δυό, ύπηρχε ένα- τό Ένα, ό Ένας. Αυτός είναι ό Παράδεισος πού άκούς, κανένας άλλος- άπό κει ξεκινήσαμε, αυτόν θυμάται καί λαχταρίζει η ψυχή να γυρίσει. βλογημένος ό θάνατος  τί 'ναι ο θάνατος, θαρρείς; "Ενα μουλάρι, το καβαλικεύουμε και πάμε.
Μιλούσε, κι όσο μιλούσε το πρόσωπο του φωτίζουνταν γλυκό, ευτυχισμένο χαμόγελο ξεχύνουνταν άπό τα χείλια του κι έπιανε όλο του το πρόσωπο. Ενιωθες βυθίζουνταν στην Παράδεισο.
— Γιατί χαμογελάς, γέροντα μου;
— Είναι να μη χαμογελώ; μου αποκρίθηκε. είμαι ευτυχής, παιδί μου' κάθε μέρα, κάθε ώρα, γρικώ τα πέταλα του μουλαριού, γρικώ το Χάρο νά ζυγώνει.
Είχα σκαρφαλώσει τα βράχια για νά ξομολογηθώ στον άγριο τούτον άπαρνητή της ζωής· μα είδα ήταν ακόμα πολύ ενωρίς- η ζωή μέσα μου δέν είχε ξεθυμάνει, αγαπούσα πολύ τον όρατό κόσμο, έλαμπε ο Εωσφόρος στο μυαλό μου, δέν είχε ακόμα αφανιστεί μέσα στην τυφλωτική λάμψη του Θεού. Αργότερα, συλλογίστηκα, σα γεράσω, σαν ξεθυμάνω, σάν ξεθυμάνει μέσα μου κι ο Εωσφόρος.
Σηκώθηκα. Άσκωσε ο γέροντας το κεφάλι.
— Φεύγεις; έκαμε- άε στο καλό. ό Θεός μαζί σου. Και σέ λίγο, περιπαιχτικά:
— Χαιρετίσματα στον κόσμο.
— Χαιρετίσματα στον ουρανό, άντιμίλησα. και πές στο Θεό, δέ φταίμε έμείς, φταίει αύτός πού έκαμε τον κόσμο τόσο ωραίο.
Μα όλοι οί καλόγεροι δέν ήταν ευτυχισμένοι, δέν ήταν σίγουροι. Θυμούμαι απάνω άπ' όλους ένα, τον πάτερ Ιγνάτιο. Κουβεντιάζαμε μέ το φίλο μου το βράδυ, σάν έφευγαν οί καλόγεροι νά πάνε νά κοιμηθούν καί μέναμε μόνοι στο άρχονταρίκι του Μοναστηρίου. Κουβεντιάζαμε γιά τις μεγάλες ψυχικές μας έγνοιες, γιά τους δρόμους πού μπορούσε ν' ακολουθήσει ο άνθρωπος γιά νά φτάσει στο Θεό, καί μαχόμασταν νά δώσουμε ένα πιο παρθενικό περιεχόμενο στην πολυμεταχειρισμένη λέξη τών παπάδων. Μια φορά, έκεί πού μιλούσαμε, θά 'ταν πιά μεσάνυχτα, ξεπετάχτηκε άπό τή σκοτεινή γωνιά μιά φωνή πνιμένη άπό τή συγκίνηση: —Ό Θεός νά μου αξιώσει νά κάθουμαι και νά σας ακούω αιώνια- άλλη Παράδεισο δέ θέλω!
Ηταν ό πάτερ Ιγνάτιος, πού χωμένος στο μεσόφωτο μάς άκουε. σίγουρα δέν καταλάβαινε καλά τί λέγαμε, μά τον είχαν συγκινήσει οί λέξες Θεός, αγάπη, χρέος, πού έρχουνταν καί ξανάρχουνταν όσο μιλούσαμε, καί πάνω άπ' όλα ο τόνος, η θερμότητα της φωνής μας. μπορεί κι η χλωμάδα του προσώπου μας κάτω άπό το φώς του λυχναριού.
Γενήκαμε φίλοι. άπό τή βραδιά εκείνη δέν έφευγε πιά άπό κοντά μας. δέ μιλούσε, άκουγε. ένιωθες διψούσε ν' ακούσει ένα λόγο πού νά ξεπερνάει τά λόγια πού λέν μεταξύ τους οί καλόγεροι. Τήν παραμονή πού ήταν νά φύγουμε μέ φώναξε τή νύχτα στο κελί του. ό φίλος μου ήταν κουρασμένος, κοιμόταν.
— Θέλω νά σου ξομολογηθώ, μου κάνει, κάθισε.
Μου 'δωκε ένα σκαμνί, κάθισα. Κάτω άπό το φώς του φεγγαριού, τον κοίταζα· έλαμπε στο φώς το κάτασπρο άραιό γενάκι του, το μαύρο ράσο του είχε πρασινίσει άπό τήν πολυκαιρία καί γυάλιζε τριμμένο, καταλαδωμένο. τά μάγουλα του βουλιαγμένα κι όλο το πρόσωπο μέ βαθιές ζάρες, σάν οργωμένο χωράφι. τά φρύδια του χοντρά, αγκαθωτά καί σκέπαζαν τά βαθουλωμένα κατάμαυρα μάτια. Μύριζε ταγκό λάδι καί λιβάνι. Άπό τά τρυπημένα του χοντροπάπουτσα ξεπρόβαινε το μεγάλο δάχτυλο του δεξιού του ποδιού.
Κάμποση ώρα σώπαινε. σά νά 'χε πάρει—μιαν απόφαση καί τώρα το μετάνιωνε.
— Γιά τήν αγάπη του Χρίστου, είπε τέλος, κάνε υπομονή, άκουσε με. καί μή φωνάξεις, μή σηκωθείς καί φύγεις πριν τελειώσω τήν εξομολόγηση μού. λυπήσου με.
Η φωνή του έτρεμε.
— Θές ένα καφεδάκι; είπε σά νά 'θελε ν' αναβάλει τή δύσκολη ώρα.
Μά χωρίς νά περιμένει απάντηση κάθισε απάνω στό φτωχικό κλινάρι του και φούχτωσε το γενάκι του, συλλογισμένος κι αναποφάσιστος. Τον λυπήθηκα.
— Πάτερ Ιγνάτιε, είπα, μη διστάζεις. είμαι καλός άνθρωπος και καταλαβαίνω άπό πόνο άνθρώπου- μίλησε λεύτερα, ν' άλαφρώσεις.
— Δέν είναι πόνος, έκαμε και ξαφνικά η γεροντική φωνή του είχε δυναμώσει, δέν είναι πόνος, είναι χαρά. Χαρά καταραμένη; βλογημένη; χρόνια παιδεύουμαι νά ξεδιαλύνω, δέν μπορώ. γι' αυτό σέ φώναξα, βοήθεια ζητώ- κατάλαβες;
Κι ώς ξεφώνισε τα λόγια έτούτα, η καρδιά του άνοιξε, δέ δίσταζε πιά, έκαμε τό σταυρό του και χωρίς νά με κοιτάζει, μέ τή ματιά καρφωμένη στό λυχνάρι πού έκαιγε αντικρύ του, πλάι άπό τό κόνισμα του Σταυρωμένου, άρχισε: —Έγώ, παιδί μου, χρόνια ζητούσα νά δω τό Θεό και δέν μπορούσα. χρόνια έβαζα μετάνοιες, νά, κοίταξε τά χέρια μου, έκαμαν κάλους, χρόνια φώναζα—ας μη δώ, άφού είμαι ανάξιος, άς μη δώ τό Θεό, μά νά μπορέσω κάνε νά νιώσω τήν αόρατη παρουσία του, νά χαρώ κι έγώ, άς είναι και γιά μιαν αστραπή, νά καταλάβω πώς είμαι χριστιανός και πώς δέν πήγαν χαμένα τά χρόνια μου στό Μοναστήρι. Φώναζα, έκλαιγα, νήστευα, μάταια, μάταια! Δέν μπορούσε ν' ανοίξει η καρδιά μου νά μπει μέσα μου ό Θεός- ό Σατανάς τήν είχε κλειδώσει και κρατούσε τά κλειδιά.
Στράφηκε, μέ κοίταξε- ανασήκωσε τά φρύδια του γιά νά μέ δει.
— Γιατί σου τά λέω όλα αυτά; έκαμε σά νά μέ μάλωνε-ποιός είσαι; Άπό που έρχεσαι; τί γυρεύεις στό Άγιον Ορος; Γιατί νά σου 'χω εμπιστοσύνη και νά θέλω νά σου πώ αυτό πού θ' ακούσεις και δέν τό ξομολογήθηκα ακόμα μήτε στον πνεματικό μου και μέ βαραίνει και μέ βουλιάζει στην Κόλαση; Γιατί; γιατί;
Μέ κοίταζε μέ απορία και περίμενε απάντηση.
— Μπορεί αυτό νά 'ναι τό θέλημα του Θεού, αποκρίθηκα-μπορεί νά μ' έστειλε στό "Αγιον "Ορος γιά νά σέ ακούσω. Πώς θές, πάτερ Ιγνάτιε, ό νους του ανθρώπου νά ξέρει ποιους δρόμους παίρνει ό Θεός γιά νά σέ άλαφρώσει άπό τό βάρος πού λές;
Ό καλόγερος έσκυψε τό κεφάλι, βυθίστηκε μια στιγμή σέ συλλογή.
— Μπορεί... μπορεί... έκαμε τέλος.
Πήρε κουράγιο, εξακολούθησε πιά άσκόνταφτα: —Ετσι λοιπόν χρόνια και χρόνια παράδερνα κι ένιωθα πώς πήγαινε ή ζωή μου χαμένη- τίποτα δέ μ' ώφελούσε η προσευχή, τίποτα οι νηστείες, τίποτα η μοναξιά. Δέν είναι αυτός ό δρόμος, άρχιζα μέ τρόμο νά ύποψιάζουμαι, δέν είναι αυτός. ό δρόμος νά μέ πάει στό Θεό. Αλλος είναι ό δρόμος, άλλος, μά ποιος; Οπου μιά μέρα ό άγιος ηγούμενος μέ πρόσταξε νά πάω νά έπιστατήσω σ' ενα μετόχι πού είχε τό Μοναστήρι κοντά στή Σαλονίκη.' Ηταν καλοκαίρι, καιρός θερισμού,κι έπρεπε νά 'μαι εκεί νά μή μας κλέψουν οι κολίγοι.
» Είχα είκοσι ένα χρόνια νά ξεπορτίσω άπό τό Μοναστήρι, νά δώ ανθρώπους μέ παιδιά, ν' ακούσω γέλιο, νά δώ γυναίκα. "Εκανε κάψα πολλή στον κάμπο, κι ήμουν δέν ήμουν σαράντα χρονών. Φυλακισμένος είκοσι ενα χρόνια, κι είχαν τώρα ανοίξει οι πόρτες της φυλακής κι ανάπνεα καθαρόν αέρα- είχα ξεχάσει τά παιδιά νά κυλιούνται χάμω και νά παίζουν, και τις γυναίκες μέ τό σταμνί στον ώμο νά πηγαίνουν στή βρύση, και τους νέους μ' ένα κλωνί βασιλικό στό αυτί νά πίνουν στις ταβέρνες. Μιά γυναίκα στην πόρτα του μετοχιού κρατούσε τό μωρό της και βύζαινε- μιά στιγμή, ό Θεός νά μέ συχωρέσει, θάρρεψα πώς ήταν ή Παρθένα Μαρία κι έκαμα νά σκύψω νά τήν προσκυνήσω. Σου λέω, είχα είκοσι χρόνια νά δώ γυναίκα, σάστισα.
» Κι αυτή, ώς νά μέ δει, κούμπωσε τήν μπλούζα της, έκρυψε τό στήθος κι έσκυψε νά μου φιλήσει τό χέρι.
» — Καλώς όρισες, πάτερ Ιγνάτιε, είπε, νά 'χουμε τήν ευκή σου.» Μά έγώ, δεν ξέρω γιατί, θύμωσα, τράβηξα πίσω τό χέρι μου.
» — Μή βυζαίνεις μπροστά στους άντρες, φώναξα, έμπα μέσα!
» Κοκκίνισε, τράβηξε την μπόλια πού τύλιγε το κεφάλι της κι έκρυψε τό στόμα της- και δίχως άχνα νά βγάλει, μπήκε κατατρομαγμένη μέσα.
Εκλεισε ό καλόγερος τά μάτια, σίγουρα για νά δει τό κατώφλι, τη γυναίκα, την ξεκουμπωμένη μπλούζα. — Λοιπόν; έκαμα βλέποντας τον καλόγερο νά σωπαίνει πολληώρα.
Έδώ αρχίζει ό ανήφορος, αποκρίθηκε ό καλόγερος. ό κατήφορος, θέλω νά πώ. Θά με ακούσεις, είπαμε, καί δέ θά φωνάξεις, δε θά σηκωθείς νά φύγεις. Δέ φταίω έγώ, ό Σατανάς φταίει- μά μήτε κι αυτός, όλα είναι άπό θεού. Κι ένα φύλλο δέντρου, λεν οί Γραφές, νά πέσει, αυτός τό ρίχνει- πόσο περισσότερο μιά ψυχή... Αυτά λέω γιά νά παρηγορώ τή συνείδηση μου, μά δεν παρηγοριέται. Τή μέρα δέ μιλάει, μά τή νύχτα σηκώνεται καί μου φωνάζει: Έσύ φταις!
» Σου μίλησα γιά τή γυναίκα πού στέκουνταν στο κατώφλι καί βύζαινε. Άπό τή στιγμή πού είδα τό στήθος της, δεν μπόρεσα πιά νά βρω ησυχία. "Ενας μεγάλος ασκητής, ό Άγιος Αντώνιος, λέει: "Άν έχεις ησυχία κι ακούσεις φωνή στρουθίου, η καρδιά σου πιά δεν έχει τήν προτερινή της ησυχία". Άφού λοιπόν η φωνή του στρουθίου αναστατώνει τήν καρδιά μας, τι μπορεί νά κάμει τό γυμνό στήθος της γυναίκας! Καί μήν ξεχνάς, είχα μπει στο Μοναστήρι νέος ακόμα καί δεν είχα γνωρίσει γυναίκα. Τί λέω γνωρίσει; δεν είχα αγγίξει γυναίκα. Τί νά κάμω; πώς νά ξορκίσω τό Σατανά; Τό 'ριξα στή νηστεία καί στην προσευκή, πήρα τό κουρμπάτσι πού μαστιγώνουν τά βόδια πού αλωνίζουν, μαστίγωνα τό κορμί μου με λύσσα- είχα γίνει ολόκληρος μιά πληγή. Μάταια πάλι, μάταια! Λίγο νά χαμήλωνε τό φως του λυχναριού, έβλεπα νά γυαλίζει στό μεσοσκόταδο ένα άσπρο στήθος. Καί μιά νύχτα είδα ένα τρομαχτικό όνειρο, τό θυμούμαι ακόμα κι ανατριχιάζω.
Μπερδεύτηκε η γλώσσα του, τό στόμα του είχε στεγνώξει. Μά έγώ, χωρίς έλεος:
— Τί όνειρο; τον ρώτησα.
Σφούγγιξε τον ιδρώτα άπό τό κούτελο του, πήρε ανάσα: —'Ονειρεύτηκα ένα στήθος άσπρο, όχι κορμί, όχι γυναίκα- σκοτάδι βαθύ, καί μέσα στό σκοτάδι ένα άσπρο στήθος, κι έγώ, κολλημένος απάνω του, με τό ράσο μου, με τό σκούφο μου, με τά μαύρα γένια μου, τό βύζαινα...
Στέναξε σά μουσκάρι καί σώπασε.
— Λοιπόν; Λοιπόν; έκαμα χωρίς έλεος.
Η λαχτάρα μου ν' ακούσω είχε νικήσει μέσα μου τήν καλοσύνη. Δεν ήταν περιέργεια, ήταν βαθιά συμπόνια στον κακόμοιρο τόν άνθρωπο πού θέλει, θέλει, μά δέν μπορεί.
— Γιατί επιμένεις, δέ με λυπάσαι; είπε ό καλόγερος καί με κοίταξε παρακλητικά.
—"Οχι, αποκρίθηκα, μά εύτύς ντράπηκα. Ναι, είπα, σε λυπούμαι καί γι' αυτό επιμένω- θά δεις, άμα τό πεις θ' άλαφρώσεις. —"Εχεις δίκιο... Ναί, ναί, άμα τό πώ θ' άλαφρώσω. Άκου τό λοιπόν η γυναίκα αυτή, πού τήν είδα τήν πρώτη ημέρα στό κατώφλι, μου 'φερνε κάθε βράδυ ένα πιάτο φαΐ καί μιαν κούπα κρασί νά δειπνήσω- μά τις τελευταίες μέρες δέν τ' άγγιζα- έρχουνταν τό πρωί καί τά 'παιρνε πίσω. Κοντοστέκουνταν μιά στιγμή, σά νά 'θελε νά με ρωτήσει γιατί δέν τρώγω, μά δέν τολμούσε- μά μιά βραδιά, ήταν Κυριακή βράδυ, δέν είχε κουραστεί στά χωράφια νά θερίζει, ήταν ξεκούραστη- είχε λούσει καί τά μαλλιά της καί φορούσε τά κυριακάτικα ρούχα της—ένα ζιπούνι, θυμούμαι, μέ κόκκινα κεντίδια. έκανε ζέστη κι είχε ξεκουμπώσει λίγο τό πουκάμισο της καί φαίνουνταν ένα δάχτυλο ό λαιμός της. Καί θά 'χε αλείψει τά μαλλιά της δαφνόλαδο, όπως τό συνηθίζουν οί γυναίκες στά χωριά, καί μύριζε.Δέν ξέρω πώς μου θύμισε τήν εκκλησιά, τή μέρα της Λαμπρής, πού τήν έχουμε στολίσει μέ μυρτιές κι έχουμε σκορπίσει χάμω δαφνόφυλλα. κι όλος ό αγέρας μύριζε δάφνη κι ανάσταση.
»Άφηκε τό πιάτο και το κρασί απάνω στο τραπέζι, πήρε, ποιος ξέρει γιατί; γιατί 'ταν λουσμένη; γιατί ήταν ξεκούραστη; και τό λουτρό, και μια μυρωδιά, κι ένα κουμπί ξεκούμπωτο μπορεί να βοηθήσει τον Πειρασμό να κολάσει τόν άνθρωπο- πήρε τό λοιπόν θάρρος, δέν έφυγε απόψε, στάθηκε.
— Γιατί δέν τρως τούτες τις μέρες, πάτερ Ιγνάτιε; έκαμε, κι η φωνή της ήταν όλο συμπόνια, ανήσυχη.
»Άλήθεια, σα νά 'χε μέρες ό γιος της να τή βυζάξει κι ήταν ανήσυχη, μπας κι ήταν άρρωστος.
» Δέν της αποκρίθηκα. αυτή δέν έφευγε. δέν έφευγε, ξέρεις γιατί; Είσαι ακόμα νέος και δέν ξέρεις. γιατί ό διάολος μέσα στην κοιλιά της γυναίκας δέν κοιμάται. δουλεύει.
» — Θ' αδυνατίσεις, πάτερ Ιγνάτιε, έκαμε πάλι. και τό κορμί άπό Θεού είναι, πρέπει νά τό ταίζουμε.
» —Ύπαγε οπίσω μου, Σατανά, μουρμούριζα άπό μέσα μου και δέ σήκωσα τά μάτια νά δώ τή γυναίκα. » Κι άξαφνα έσυρα φωνή, σά νά πνίγουμουν: » — Φεύγα!
» Φοβήθηκε η γυναίκα, δρόμωσε κατά τήν πόρτα. Μά ώς την είδα νά ζυγώνει στην πόρτα, τρόμαξα θαρρείς μή φύγει, χύθηκα και τήν άρπαξα άπό τά μαλλιά. Φύσηξα τό λυχνάρι, νά μήν κοιτάζει ό Σταυρωμένος, έσβησε. Τό σκοτάδι είναι τό κατοικητήριο του Σατανά, τήν κρατούσα ακόμα άπό τά μαλλιά και τήν έριξα απάνω στο στρώμα. Μούγκριζα σάν τό μουσκάρι" αυτή σώπαινε. άρπαξα τό κεφαλομάντιλό της, έδωκα μιά και ξεκούμπωσα όλη μεμιάς τήν μπλούζα της...
» Πόσα χρόνια πέρασαν άπό τότε; τριάντα; σαράντα; τίποτα δέν πέρασε. ό καιρός στάθηκε. Είδες ποτέ σου τόν καιρό νά στέκεται; Έγώ τόν είδα. Τριάντα χρόνια ξεκουμπώνω τή μπλούζα της, ξεκουμπωμό δέν έχει.
»Ως τά ξημερώματα τήν κρατούσα, δέν τήν άφηνα νά φύγει. Τί χαρά ήταν εκείνη, Θεέ μου, τί άλάφρωση, τί ανάσταση
Ολη μου τή ζωή ήμουν σταυρωμένος, τή νύχτα εκείνη αναστήθηκα. Κι ακόμα έτούτο, τό φοβερό. κι αυτό θαρρώ πώς
είναι, αυτό μονάχα, η αμαρτία μου, και γι' αυτό σ' έφερα στο κελί μου, νά μοϋ τό ξεδιαλύνεις" ακόμα έτοϋτο τό φοβερό:
Γιά πρώτη φορά ένιωσα τό Θεό νά 'ρχεται κοντά μου και νά 'χει τις αγκάλες του ανοιχτές. Τί ευγνωμοσύνη ήταν εκείνη, τί προσευχές όλη εκείνη η νύχτα, ώς τά ξημερώματα! πόσο άνοιξε η καρδιά μου και μπήκε μέσα ό Θεός. Πρώτη φορά κατάλαβα, μου τό 'λεγαν οί Γραφές μά ήταν λόγια, πρώτη φορά στή ζωή μου τήν αγέλαστη, τήν απάνθρωπη, κατάλαβα πόσο ό Θεός είναι πανάγαθος κι αγαπάει τους ανθρώπους· και πόσο θά τους πονάει γιά νά πλάσει τή γυναίκα και νά της δώσει μιαν τέτοια χάρη, νά μας πηγαίνει άπό τόν πιο σίγουρο, τόν πιο σύντομο δρόμο στην Παράδεισο. Πιο δυνατή η γυναίκα κι άπό τήν προσευχή, κι άπό τή νηστεία καί, συχώρεσε με, Θεέ μου, κι άπό τήν αρετή.
Σταμάτησε. Τρόμαξε άπό τό λόγο πού ξεστόμισε. έριξε φοβισμένη ματιά στό σταυρωμένο Χριστό καί δυο δάκρυα κύλησαν άπό τά μικρά, καταχωμένα μέσα στά φρύδια, μάτια του. —Ημαρτον, Χριστέ μου ! βόγκηξε κι έκλεισε τά μάτια νά μή βλέπει τό κόνισμα.
Συνήφερε λίγο, άνοιξε τά μάτια, μέ κοίταξε. Ανοιγα τό στόμα νά μιλήσω, δέν κάτεχα τί νά πώ μά δέν μπορούσα νά βαστάξω τή σιωπή. καί τά δάκρυα πού κυλούσαν άπό τά γεροντικά μάτια μέ τρόμαζαν. Μά δέν πρόλαβα νά πώ ένα λόγο, άπλωσε τό χέρι, σά νά 'θελε νά μου φράξει τό στόμα. — Δέν τέλειωσα, είπε, περίμενε....
»Οταν ξημέρωσε, σηκώθηκε η γυναίκα βιαστικά καί ντύθηκε, άνοιξε σιγά τήν πόρτα κι έφυγε- ξαπλωμένος ανάσκελα στό στρώμα, έκλεισα τά μάτια κι άρχισα νά κλαίω. Μά έτούτα τά δάκρυα δέν έμοιαζαν μ' εκείνα πού έχυνα στό κελί μου κι ήταν πικρά, φαρμάκι. τούτα είχαν γλύκα ανείπωτη.Γιατί ένιωθα, μπήκε ό Θεός στην κάμαρα μου καί έσκυβε απάνω άπό τό μαξιλάρι μου. ήμουν σίγουρος, αν άπλωνα το χέρι, θα τον άγγιζα- μα δέν ήμουν άπιστος Θωμάς, δεν είχα ανάγκη ν' απλώσω το δάχτυλο μου να τόν αγγίξω. 'Η γυναίκα, η γυναίκα κι όχι η προσευχή, το ξαναλέω, κι όχι η νηστεία μου 'δωκε τη σιγουράδα αυτή, μου 'φερε τό Θεό στην κάμαρα μου, ας είναι καλά.
»Άπό τή νύχτα εκείνη, πάνε τριάντα, σαράντα χρόνια, κάθουμαι και διαλογίζουμαι: Μπας κι η αμαρτία είναι κι αυτή στή δούλεψη του Θεού; Ξέρω, ξέρω τί θα μου πεις, αυτό λένε όλοι: Ναί, σίγουρα, φτάνει να μετανοήσεις. Μα εγώ δέ μετανόησα- τό λέω φανερά, κι ας πέσει τό αστροπελέκι του Θεού νά μέ κάψει, δέ μετανιώνω ! Κι αν ήταν να τό ξανακάμω, θα τό ξανάκανα.
"Εβγαλε τό σκούφο του, έξυσε τό κεφάλι, χύθηκαν τ' άσπρα μαλλιά του και του σκέπασαν τό πρόσωπο. Εμεινε λίγη ώρα συλλογισμένος- ένιωθα, δίσταζε νά πάει παραπέρα. Μα τέλος πήρε την απόφαση:
— Γιά μπας κι ό,τι έκαμα δέν ήταν αμαρτία; Κι άν δεν ήταν αμαρτία, τί θά πει τότε προπατορικό αμάρτημα και όφις και μήλο άπό τό άπαγορεμένο δέντρο; Δέν καταλαβαίνω. Γι' αυτό σέ φώναξα. Μπορείς εσύ νά καταλάβεις; Γι' αυτό σε φώναξα. Δέ θέλω νά πεθάνω, κρατιέμαι άπό δυο τρία κόκαλα, δέ θέλω νά πεθάνω προτού νά καταλάβω.
» Γιατί δέ μιλάς; Τά σάστισες κι εσύ, θαρρώ, παιδί μου. Τί νά πω; Είναι η αμαρτία στή δούλεψη του Θεού; πρώτη φορά τό ρώτημα τούτο έρχουνταν νά μέ τυραννήσει. Υπάρχει παράλληλα στό δρόμο της αρετής κι ένας άλλος δρόμος, πιο φαρδύς, πιό στρωτός, ό δρόμος της αμαρτίας, πού νά μας πηγαίνει στό Θεό;
— Πάτερ Ιγνάτιε, αποκρίθηκα, είμαι ακόμα πολύ νέος, δέν πρόφτασα ακόμα ν' αμαρτήσω πολύ, νά υποφέρω πολύ, δέν μπορώ νά δώσω απάντηση. Δέ θέλω νά βάλω κριτή τό νου μου, δέν του 'χω εμπιστοσύνη- μήτε και τήν καρδιά μου, δεν της έχω κι αύτηνής εμπιστοσύνη. Ό ένας όλα τά καταδικάζει, η άλλη όλα τά συχωρνάει. Που νά βρω άκρα; Ό νους λέει: Περίσσια ευχάριστος και βολικός, πάτερ Ιγνάτιε, είναι ό δρόμος τής αμαρτίας πού λές πώς σέ πάει στό Θεό- δέν τόν δέχουμαι. Η καρδιά πάλι λέει: Δέ γίνεται ό Θεός νά'ναι τόσο σκληρός κι άδικος, νά θέλει τό μαρτύριο, τήν πείνα, τή γύμνια, τόν εξευτελισμό του άνθρωπου- δέν μπορεί λοιπόν νά μπούνε στό σπίτι του παρά τρελοί και σαράβαλα; Δέν τό δέχουμαι.
» Τί συμπέρασμα λοιπόν νά βγάλουμε, πάτερ Ιγνάτιε, πού θαρρώ κι οι δυο πώς έχουν δίκιο;
Μιλούσα και συλλογίζουμουν μέσα μου, μά δέν τό 'λεγα: Καινούριος δεκάλογος! Καινούριος δεκάλογος! Μά πώς θά κατάταζε ό καινούριος αυτός δεκάλογος τις αρετές και τις άμαρτίες δέν μπορούσα νά ξέρω- τούτο μονάχα έλεγα και ξανάλεγα μέσα μου: Καινούριος δεκάλογος. Ανάγκη μεγάλη. Ποιος θά μας τόν δώσει;
Τό παραθυράκι του κελιού είχε πάρει ανάρια νά φωτίζεται-στήν αυλή του Μοναστηριού ακούστηκε τό ξύλινο σήμαντρο νά  χτυπάει μελωδικά, νά πηγαίνει άπό κελί σέ κελί, νά καλνάει τους καλόγερους στον όρθρο.
Ό πάτερ Ιγνάτιος κοίταξε τό παραθυράκι, ξαφνιάστηκε: — Ξημέρωσε, μουρμούρισε, ξημέρωσε...
Σούρθηκε σέ μιά γωνιά, έσκυψε γογγύζοντας, γιατί πονούσαν τά νεφρά του, πήρε ένα μικρό λαδικό και ζύγωσε στό καντήλι πού κρέμουνταν ομπρός στή Σταύρωση και του 'χυσε λίγο λάδι. Πήρε απάνω της η μικρή φλόγα και φωτίστηκε τό πρόσωπο του Χριστού κίτρινο, θλιμμένο, και τά αίματα έτρεχαν άπό τό άγκάθινο στεφάνι στό μέτωπο του και στά μάγουλα.
Πολλή ώρα είχε καρφωμένα τά μάτια απάνω του ό καλόγερος, στέναξε. Στράφηκε σέ μένα:
—-Ωστε λοιπόν δέν έχεις τίποτα νά μου αποκριθείς; τίποτα; Η φωνή του ήταν περιπαιχτική, έτσι μου φάνηκε. Είχα σηκωθεί άπό τό σκαμνί, στέκουμουν πλάι στον καλόγερο, κοίταζα μαζί του κι έγώ τόν Σταυρωμένο. Ημουν κουρασμένος, -νύσταζα:— Τίποτα, αποκρίθηκα.
—Έ, δέν πειράζει, έκαμε ο καλόγερος και πήρε άπό τη γωνία το ραβδί του να πάει στον όρθρο.
Στάθηκε πάλι ομπρός στό κόνισμα να προσκυνήσει. το μαραμένο, ξεπνεμένο πρόσωπο του κάτω άπό τό φώς του καντηλιού γυάλισε. σήκωσε τό δάχτυλο, μου 'δειξε τόν Σταυρωμένο:
—Αποκρίθηκε ετούτος, είπε.
Τη στιγμή εκείνη η πόρτα του κελιού χτύπησε. — Πάτερ Ιγνάτιε... ακούστηκε μια φωνή. —Έρχουμαι, άγιε ηγούμενε, αποκρίθηκε ό καλόγερος και τράβηξε τό μάνταλο της πόρτας.
Ξεφυλλίζω τό κιτρινισμένο Όδοιπορικό, τίποτα λοιπόν δέν πέθανε, όλα κοιμούνταν μέσα μου και τώρα πώς ξύπνησαν κι ανεβαίνουν άπό τις παλιωμένες, μισοβησμένες σελίδες και ξαναγίνουνται Μοναστήρια και καλόγεροι και ζωγραφιές και θάλασσα! Κι ό φίλος μου ανεβαίνει κι αυτός άπό τα χώματα, όμορφος, όπως ήταν τότε, στον ανθό της νιότης του, μέ τ' ομηρικό γέλιο του, μέ τό γαλάζο άϊτίσιο μάτι, μέ τό στήθος γεμάτο τραγούδια! Έδωκε στους ανθρώπους περισσότερα άπ' όσα μπορούσαν να δεχτούν, ζήτησε άπό τους ανθρώπους περισσότερα άπ' όσα μπορούσαν να δώσουν και πέθανε έρμος, θλιμμένος και δέν του 'χε πια απομείνει παρά τό πικρό χαμόγελο της λαβωμένης περήφανης ψυχής. Άστροβολίδα, νίκησε μιά στιγμή τό σκοτάδι και χάθηκε. Ετσι θα χαθούμε όλοι, έτσι θα χαθεί κι η Γης, μά αυτό δέν είναι καμιά παρηγοριά. ούτε, γι' αυτόν πού μας γεννάει και μας σκοτώνει, καμιά δικαιολογία.
Σαράντα μέρες περιδιαβάζαμε τό "Αγιον "Ορος, κι όταν, τελεύοντας πιά τόν κύκλο, ξαναγυρίζαμε, παραμονή Χριστούγεννα, στή Δάφνη νά φύγουμε, τό πιο απροσδόκητο, τό πιό αποφασιστικό θάμα μας περίμενε: μέσα στην καρδιά του χειμώνα, σ' ένα φτωχικό περβολάκι, μιά μυγδαλιά ανθισμένη
Αρπαξα τό φίλο μου άπό τό μπράτσο, του 'δειξα τό ανθισμένο δέντρο.
— Τυραννούσαν τήν καρδιά μας, Αγγελε, είπα, σέ όλο μας έτούτο τό προσκύνημα, πολλά και πολύπλοκα ρωτήματα. και τώρα, νά ή απάντηση !
Ό φίλος μου κάρφωσε τό γαλάζο μάτι του απάνω στην ανθισμένη μυγδαλιά. έκαμε τό σταυρό του, σά νά προσκυνούσε άγιο θαματουργό κόνισμα, και κάμποση ώρα έμεινε άλαλος. Κι ύστερα, αργά:
—Ένα τραγούδι, είπε, ανεβαίνει στά χείλια μου. ένα πολύ μικρό τραγούδι, ένα χαϊκάι. Κοίταξε πάλι τή μυγδαλιά:
 Είπα στή μυγδαλιά: «Αδερφή, μίλησε μου για τό Θεό.» Κι η μυγδαλιά άνθισε.

1 σχόλιο:

  1. Ύμνος στη Γυναίκα! ΥΜΝΟΣ!! ΕΥΓΕ, Σεμέλη, για την ανακάλυψη σου στο Μεγάλο Κρητικό, ΕΥΓΕ!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Υβριστικά σχόλια θα διαγράφονται αμέσως!