Κυριακή 20 Ιανουαρίου 2013

Οι συμφορές του δανεισμού.

Πλούταρχος
Από το ομώνυμο και ομότιτλο τευχίδιο του Πλούταρχου [εκδοτικό ΝΕΦΕΛΗ]. Η επικαιρότητα της θεματικής αυτής της ανάρτησης είναι προφανής.

Ο Πλάτωνας στους Νόμους απαγορεύει να παίρνει κανείς νερό από τη γη των γειτόνων του αν δεν έχει πρώτα αποτύχει να βρει νερό στον δικό του τόπο, έχοντας σκάψει μέχρι να συναντήσει τη λεγόμενη κεραμίτιδα, δηλαδή στρώμα αργίλου (η άργιλος είναι λιπαρή και συμπαγής, κατακρατεί το υγρό και δεν το αφήνει να τη διαπεράσει)· επιβάλλει ωστόσο να μοιράζονται το νερό των γειτόνων τους όσοι δεν μπορούν να έχουν δικό τους, καθώς ο νόμος οφείλει, στη δυσπραγία, να παρέχει βοήθεια. Δεν θα έπρεπε λοιπόν να υπάρχει και για τα χρήματα νόμος, που να απαγορεύει στους ανθρώπους να δανείζονται από άλλους και να καταφεύγουν σε ξένες πηγές, αν πρώτα δεν εξετάσουν τη δική τους περιουσία και τις δικές τους δυνατότητες, και δεν ξεχωρίσουν και συγκεντρώσουν, σταγόνα σταγόνα, ό,τι τους είναι χρήσιμο και αναγκαίο;

Στις μέρες μας, η τρυφή, η μαλθακότητα και η πολυτέλεια έχουν κάνει τους ανθρώπους να μη χρησιμοποιούν αυτά που έχουν, μολονότι έχουν αρκετά- δανείζονται λοιπόν έναντι υψηλών τόκων, ενώ τίποτα δεν τους αναγκάζει. Περίτρανη απόδειξη γι' αυτό είναι ότι κανείς δεν δανείζει σε άνθρωπο που δεν έχει οικονομικούς πόρους· δανείζουν σ' εκείνους που επιθυμούν να αποκτήσουν ακόμη μεγαλύτερη άνεση·
και φέρνουν μάρτυρες και παρέχουν εγγυήσεις για το ότι είναι άξιοι δανεισμού επειδή έχουν περιουσία, ενώ ακριβώς γι' αυτόν τον λόγο θα έπρεπε να μη δανείζονται καθόλου.
Γιατί καλοπιάνεις τον τραπεζίτη ή τον μεσάζοντα; Δανείσου από το δικό σου τραπέζι. Έχεις κύπελλα, ασημένια πιάτα, πιατέλες· ας τα στερηθείς στη δύσκολη ώρα. Η όμορφη Αυλίδα ή η Τένεδος θα στολίσουν το τραπέζι σου με πήλινα σκεύη, που είναι καθαρότερα από τα αργυρά.
Δεν έχουν τη βαριά και δυσάρεστη οσμή των τόκων, που, σαν τη σκουριά, κατατρών μέρα με την ημέρα την πολυτέλεια σου ούτε θα σου θυμίζουν διαρκώς την πρώτη του μήνα και τη νέα σελήνη, που, αν και ιερότερη απ' όλες τις ημέρες, οι δανειστές την κάνουν αποφράδα και μισητή. Τον άνθρωπο που, αντί να πουλήσει τα υπάρχοντα του, τα βάζει ενέχυρο -που ντρέπεται να δεχτεί αντίτιμο, αλλά δεν ντρέπεται να πληρώνει τόκο για κάτι που είναι δικό του-ούτε ο Ζευς ο Κτήσιος δεν μπορεί να τον σώσει. Ο ίδιος ο Περικλής έδωσε εντολή να κατασκευάσουν τον διάκοσμο του αγάλματος της θεάς -φτιαγμένον από σαράντα τάλαντα καθαρό χρυσάφι-, με τρόπο που να μπορούν να τον αφαιρέσουν, αν χρειάζονταν τον χρυσό για τον πόλεμο· ούτως ώστε, καθώς είπε, να μπορούν έπειτα να επιστρέψουν στη θεά τόσα όσα ακριβώς της πήραν. Έτσι λοιπόν κι εμείς, όταν μας πολιορκεί η δύσκολη ώρα, ας μη δεχτούμε για προστάτη μας τον δανειστή, τον εχθρό μας· κι ας μην υποδουλώσουμε τα υπάρχοντα μας. Παίρνοντας ό,τι είναι άχρηστο από το τραπέζι, το κρεβάτι, τα οχήματα, τις καθημερινές συνήθειες μας, ας διαφυλάξουμε την ελευθερία μας, ώστε όλα αυτά να τα επαναφέρουμε στη ζωή μας, αν τα πράγματα μας έρθουν ευνοϊκά.
Οι Ρωμαίες πρόσφεραν στον Πύθιο Απόλλωνα τα κοσμήματα τους, απ' τα οποία φτιάχτηκε ο χρυσός κρατήρας που στάλθηκε στους Δελφούς· όσο για τις Καρχηδόνιες, έκοψαν τα μαλλιά τους για να χρησιμοποιηθούν στις πολεμικές μηχανές, για την υπεράσπιση της πατρίδας τους. Εμείς όμως ντρεπόμαστε για την ανεξαρτησία μας και υποδουλώνουμε τους εαυτούς μας με υποθήκες και συμβόλαια, αντί να περιορίσουμε τις ανάγκες μας και να αρκεστούμε στα απαραίτητα, ώστε, από τα άχρηστα και τα περιττά, απ' όσα πετάξαμε απ' τη ζωή μας ή πουλήσαμε, να χτίσουμε έναν ναό της Ελευθερίας για εμάς, τα παιδιά και τις γυναίκες μας. Διότι βέβαια η Άρτεμις στην Έφεσο παρέχει άσυλο και προστασία από τις συνέπειες των δανείων στους οφειλέτες που καταφεύγουν στο ιερό της· μα το άσυλο και το άβατο της ολιγάρκειας συνοδεύει παντού τους συνετούς, προσφέροντας άφθονο χώρο για γλυκιά και αξιοπρεπή ανάπαυση. Όπως η Πυθία, τον καιρό των μηδικών πολέμων, είπε στους Αθηναίους ότι ο θεός τους έδωσε ξύλινο τείχος, κι εκείνοι άφησαν τη γη, την πόλη και τις περιουσίες τους και κατέφυγαν στα πλοία για να διαφυλάξουν την ελευθερία τους, έτσι και σ' εμάς ο θεός δίνει ξύλινο τραπέζι, πήλινο πιάτο και τραχύ μανδύα, αν θέλουμε να ζήσουμε ελεύθεροι.
Μην περιμένεις να σου επιτεθεί το ιππικό [Από το χρησμό της Πυθίας στους Αθηναίους].
ούτε άμαξες στολισμένες με κέρατο και ασήμι, που τις φτάνουν και τις ξεπερνούν οι γοργοπόδαροι τόκοι. πάρε έναν γάιδαρο, όποιον να 'ναι, ή ένα απλό άλογο, και φύγε να γλιτώσεις από τον εχθρό και τύραννο σου, τον δανειστή, που δεν ζητά γην και ύδωρ όπως ο Μήδος, αλλά θίγει την ελευθερία σου και βάζει πωλητήριο στην αξιοπρέπεια σου και αν δεν του δίνεις, σε ενοχλεί· αν έχεις, δεν παίρνει,αν πουλήσεις, ρίχνει την τιμή· αν δεν πουλήσεις, σε αναγκάζει, αν τον πας στο δικαστήριο, προσπαθεί να επηρεάσει την έκβαση της δίκης, αν του ορκίζεσαι, σε προστάζει, αν πας στην πόρτα του, την κρατάει κλειστή, και αν μείνεις στο σπίτι σου, στήνεται στο κατώφλι και σου βροντά αδιάκοπα την πόρτα.
Σε τι ωφέλησε ο Σόλωνας τους Αθηναίους απαλλάσσοντας τους από την υποθήκευση του σώματος και της ελευθερίας τους; Οι οφειλέτες είναι δούλοι όλων των δανειστών τους - ή μάλλον ούτε καν δικοί τους, αυτό δεν θα ήταν και τόσο ζοφερό. Είναι δούλοι δούλων αναιδών και βαρβάρων και βάναυσων, καθώς οι διάπυροι τιμωροί και δήμιοι, που, όπως λέει ο Πλάτωνας, περιμένουν τους ασεβείς στον Άδη. Μετατρέπουν την αγορά σε κολαστήριο για τους δύσμοιρους οφειλέτες, σαν όρνεα τους κατακρεουργούν και τους κατασπαράζουν «βυθίζοντας το ράμφος τους στα σωθικά τους», και σαν άλλους Ταντάλους [Ο Τάνταλος, καταδικασμένος από τους θεούς σε αιώνια πείνα και δίψα, κατοικούσε στον Άδη, σε μια λίμνη που τα νερά της του έφταναν μέχρο το σαγόνι, κάτω από οπωροφόρα γεμάτα καρπούς. Όταν έσκυβε να πιει, η λίμνη στέγνωνε και όταν άπλωνε το χέρι του προς τους καρπούς των δένδρων, τα κλαδιά απομακρύνονταν] τους εμποδίζουν να γευτούν τους καρπούς του δικού τους τρύγου και θερισμού. Όπως ο Δαρείος έστειλε τον Δάτι και τον Αρταφέρνη εναντίον της Αθήνας έχοντας στα χέρια αλυσίδες και δεσμά για όσους θα έπιαναν αιχμάλωτους, έτσι κι αυτοί, κουβαλώντας μαζί τους σάκους γεμάτους συμφωνητικά και συμβόλαια, σαν δεσμά  εναντίον της Ελλάδας, την οργώνουν από σε πόλη· και σπέρνουν όχι ωφέλιμο καρπό, όπως ο Τριπτόλεμος, αλλά χρέη, που πολλά βάσανα φέρνουν και πολλούς τόκους, και που δύσκολα ξεριζώνονται, ενώ οι βλαστοί τους περικυκλώνουν τις πόλεις, τις εξασθενούν και τελικά τις πνίγουν. Λένε ότι οι λαγοί, την ίδια στιγμή που γεννούν, βυζαίνουν την προηγούμενη γέννα και συγχρόνως κυοφορούν την επόμενη.  τα χρέη όμως αυτών των απατεώνων και βαρβάρων γεννούν προτού καν συλλάβουν: τη στιγμή που δίνουν, απαιτούν κι ενώ βάζουν, παίρνουν. Και δανείζουν τα χρήματα που λαμβάνουν για εκείνα που έχουν δανείσει.
Οι Μεσσήνιοι λένε:
Υπάρχει μια Πύλος πριν την Πύλο, κι υπάρχει
κι άλλη μία Πύλος.
Για τους δανειστές μπορούμε να πούμε:
Υπάρχει τόκος πριν τον τόκο, κι υπάρχει
κι άλλος τόκος.
Κι έπειτα περιγελούν βέβαια τους φιλοσόφους, που λένε ότι τίποτα δεν γεννιέται από το τίποτα, γιατί στην περίπτωση τους, από κάτι που ούτε υπάρχει ούτε υπήρξε, γεννιέται τόκος. Επιπλέον, θεωρούν τη δουλειά του φοροσυλλέκτη επαίσχυντη, παρόλο που είναι νόμιμη, ενώ οι ίδιοι, με τον δανεισμό, επιβάλλουν φόρους παρανόμως ή, για να πούμε τα πράγματα με τ' όνομα τους, δανείζοντας εξαπατούν διότι, όποιος παίρνει λιγότερα από το ποσό που γράφει το συμφωνητικό, εξαπατάται. Οι Πέρσες μάλιστα, από όλα τα παραπτώματα, θεωρούν το ψέμα δεύτερο σε βαρύτητα, ενώ το χρέος πρώτο, καθώς οι οφειλέτες καταφεύγουν συχνά και σε ψεύδη. Περισσότερο ωστόσο ψεύδονται, και μάλιστα με δόλο, οι δανειστές στα κατάστιχά τους, όταν γράφουν ότι δίνουν στον τάδε το δείνα ποσό, ενώ του δίνουν λιγότερα. και αιτία των ψεμάτων τους είναι η πλεονεξία, όχι η ανάγκη ούτε η δυσπραγία, μα η απληστία, που στο τέλος, ενώ καταστρέφει τα θύματα τους, σ' εκείνους δεν φέρνει ούτε απόλαυση ούτε όφελος. Γιατί ούτε τα χωράφια που κατάσχουν από τους οφειλέτες τα καλλιεργούν ούτε στα σπίτια τους, απ' τα οποία τους έχουν πετάξει έξω, κατοικούν ούτε στα τραπέζια τους τρώνε* ούτε τα ρούχα τους φορούν παρά, με το που θα καταστρέψουν έναν, ρίχνονται στο κυνήγι και δεύτερου, χρησιμοποιώντας τον πρώτο για δόλωμα. Και η άγρια αυτή πρακτική εξαπλώνεται σαν πυρκαγιά, που μεταδίδεται από τον έναν στον άλλον και φουντώνει από τον όλεθρο και τον αφανισμό όσων βρεθούν στο πέρασμα της. ενώ ο δανειστής, που τη συνδαυλίζει και την τρέφει βλάπτοντας πολλούς, δεν αποκομίζει τελικά τίποτα περισσότερο από το να διαβάζει πότε πότε στα κατάστιχα του πόσους ανθρώπους πούλησε σκλάβους και πόσους ξεσπίτωσε, και να βλέπει πώς έφτασαν σ' αυτόν τα χρήματα που έχει συσσωρεύσει. Και μη νομίζετε ότι αυτά τα λέω επειδή έχω κηρυξει τον πόλεμο στους δανειστές·
ποτέ δεν κλέφανε τα βόδια μου ούτε και
τα άλογα μου. Θέλω όμως να δείξω σ' όσους σπεύδουν απερίσκεπτα να δανειστούν πόση ντροπή φέρνει αυτό και πόση στέρηση της ελευθερίας, καθώς και άτι ο δανεισμός είναι πράξη υπέρτατης αφροσύ-- ς και μαλθακότητας. Έχεις; Μη δανείζεσαι, γιατί δεν σου λείπουν. Δεν έχεις; Μη δανείζεται, γιατί δεν θα ξεπληρώσεις το χρέος σου. Ας τα δούμε αυτά τα δύο, το καθένα ξεχωριστα. Ο Κάτων είπε σ' έναν μοχθηρό ηλικιωμένο άντρα: «Γιατί, άνθρωπε μου, στα πολλά κακά των γερατειών προσθέτεις και την ντροπή της μοχθηρίας;». Έτσι κι εσύ, στη φτώχεια, που πολλά κακά φέρνει μαζί της, μην προσθέτεις και τις ταλαιπωρίες του δανεισμού και του χρέους, αλλά και μην της στερείς το μόνο στο οποίο  υπερέχει του πλούτου, την ξεγνοιασιά. Γιατί τότε προκύπτει η γελοία κατάσταση της παροιμίας:
Δεν μπορώ να κουβαλήσω την κατσίκα,
φορτώστε στους ώμους μου το βόδι.
Ενώ λοιπόν δεν μπορείς να τα βγάλεις πέρα με τη φτώχεια σου, φορτώνεις στον εαυτό σου και τον δανειστή, φορτίο δυσβάσταχτο και για άνθρωπο πλούσιο. Μα πώς θα ζήσω; ρωτάς, ενώ έχεις χέρια, έχεις πόδια, έχεις φωνή, είσαι άνθρωπος και άρα ικανός να αγαπάς και να αγαπιέσαι, να προσφέρεις και να εκφράζεις ευγνωμοσύνη για όσα σου προσφέρουν. Γίνε δάσκαλος, παιδαγωγός, θυρωρός, ναυτικός· τίποτε απ' αυτά δεν είναι πιο επαίσχυντο ούτε και πιο δυσάρεστοο από το ν' ακούς να σου λένε «πλήρωνε».
Ο Ρουτίλιος, ο γνωστός Ρωμαίος, πήγε στον Μουσώνιο και του είπε: «Μουσώνιε, ο Ζευς ο Σωτήρας, που τον μιμείσαι και τον έχεις για πρότυπο σου δεν δανείζεται». Και ο Μουσώνιος χαμογελώντας αποκρίθηκε: «Ούτε και δανείζει».

Ο Ρουτίλιος λοιπόν, δανειστής ο ίδιος, επέκρινε εκείνον επειδή δανειζόταν. Τι στωική αλαζονεία! Γιατί επικαλείσαι τον Δία τον Σωτήρα, όταν μπορείς να αναφερθείς σε πράγματα που έχεις μπρος στα μάτια σου; Δεν δανείζονται τα χελιδόνια, δεν δανείζονται τα μυρμήγκια, που η φύση δεν τους έδωσε ούτε χέρια ούτε λογική ούτε τέχνη· ενώ οι άνθρωποι, παρά την ανώτερη ευφυία τους, συντηρούν, για τις πολλές τους ενότητες, άλογα, σκύλους, πέρδικες, λαγούς, καλιακούδες. Έχεις δηλαδή σχηματίσει για τον εαυτό σου τη γνώμη ότι είσαι πιο αναξιόπιστος από την καλιακούδα και πιο κακόφωνος από την πέρδικα και ταπεινότερης καταγωγής από τον σκύλο, ώστε να μην μπορείς να εξασφαλίσεις βοήθεια από κανέναν άνθρωπο φροντίζοντας, διασκεδάζοντας, προστατεύοντας τον ή πολεμώντας γι' αυτόν; Δεν βλέπεις πόσες ευκαιρίες προσφέρουν και η στεριά και η θάλασσα;
Και είδα λοιπόν τον Μίκχυλο
λέει ο Κράτης
να ξαίνει μαλλί, μαζί και η γυναίκα του,
σ' έναν φοβερό αγώνα για να γλιτώσουν τον λιμό.
Και ο βασιλιάς Αντίγονος ρώτησε τον Κλεάνθη, βλέποντας τον και πάλι στην Αθήνα: «Ακόμη αλέθεις, Κλεάνθη;». «Αλέθω, βασιλιά», είπε. «ώστε να μην εγκαταλείψω τον Ζήνωνα ούτε και τη φιλοσοφία». Τέτοιο ήταν το πνεύμα του ανθρώπου αυτού, που, ερχόμενος από τον μύλο και τη σκάφη του ζυμώματος, με το ίδιο το χέρι που άλεθε κι έψηνε το ψωμί έγραφε για τους θεούς, τη σελήνη, τα άστρα και τον ήλιο. Κι όμως εμείς αυτές τις θεωρούμε εργασίες που μόνο σε δούλους αρμόζουν. Για να διατηρήσουμε λοιπόν την ελευθερία μας ενώ έχουμε συνάψει δάνεια, κολακεύουμε ανθρώπους που καταστρέφουν σπιτικά, γινόμαστε σωματοφύλακες τους, τους καλούμε σε γεύματα, τους προσφέρουμε δώρα και τους πληρώνουμε φόρους, κι όλα αυτά όχι γιατί μας αναγκάζει η φτώχεια [αφού κανείς δεν δανείζει σε φτωχό], αλλά για χάρη της πολυτελειας. Αν αρκούμασταν στα απαραίτητα, οι δανειστές δεν θα  υπήρχαν ως είδος, όπως δεν υπάρχουν Κένταυροι και Γοργόνες. Τους δανειστές τους δημιούργησε η τρυφή, όπως ακριβώς και τους χρυσοχόους, τους αργυροχόους, τους αρωματοποιούς και τους βαφείς υφασμάτων. Διότι χρεωνόμαστε για να πληρώσουμε όχι το ψωμί και το κρασί, μα εξοχικές κατοικίες, δούλους, μουλάρια, ανάκλιντρα και τραπεζώματα, καθώς και για να χρηματοδοτούμε, χωρίς καμία συγκράτηση, θεάματα για τις πόλεις, επιδιδόμενοι σε στείρους και δυσάρεστους ανταγωνισμούς. Άνθρωπος όμως που μπλέκει μια φορά, μένει χρεώστης για πάντα και, σαν άλογο που του έχουν φορέσει χαλινάρι, δέχεται στη ράχη του τον έναν αναβάτη μετά τον άλλον και μη βρίσκοντας κανένα καταφύγιο σ' εκείνα τα λιβάδια και τα βοσκοτόπια, περιπλανιέται μάταια, όπως οι δαίμονες που λέει ο Εμπεδοκλής, οι διωγμένοι απ' τους θεούς κι απ' τα ουράνια:
Ο μανιασμένος άνεμος στη θάλασσα τους ρίχνει,
κι η θάλασσα τους ξεβράζει στην ξηρά· η γη
τους παραδίνει στις ακτίνες
του ακάματου ήλιου. κι εκείνος στον άνεμο
που στροβιλίζεται.
«Ο ένας λοιπόν τον άλλο διαδέχεται», τοκογλύφος ή μεσάζοντας, πρώτα Κορίνθιος, έπειτα Πατρινός, έπειτα Αθηναίος, μέχρι που ο οφειλέτης, σφυροκοπούμενος από παντού, να γίνειχίλια κομμάτια και να ξοφλήσει. Αν πέσει κάποιος μες στη λάσπη πρέπει ή να σηκωθεί αμέσως ή να μείνει ακίνητος· αν στριφογυρνάει και κυλιέται με το σώμα του μουσκεμένο, μαζεύει επάνω του ακόμη περισσότερη βρομιά. Αντιστοίχως και οι οφειλέτες, δανειζόμενοι από τον έναν για να πληρώσουν τον άλλον και μετακυλιόντας τα χρέη τους, φορτώνονται όλο και περισσότερους τόκους και δυσχεραίνουν όλο και πιο πολύ τη θέση τους· και δεν διαφέρουν σε τίποτε από ανθρώπους που πάσχουν από χολέρα, ασθένεια που, όχι μόνο δύσκολα θεραπεύεται, αλλά και που, προκαλώντας στους ασθενείς εμετούς, τους κάνει να αποβάλλουν το φάρμακο που τους έχει δώσει ο γιατρός, με αποτέλεσμα να γίνονται διαρκώς όλο και πιο άρρωστοι. Έτσι λοιπόν και οι οφειλέτες, δεν φροντίζουν να γλιτώσουν οριστικά από τα χρέη και, κάθε φορά που φτάνει η στιγμή, με οδύνη και σπαραγμό πληρώνουν τον τόκο, που ευθύς αμέσως τον διαδέχεται άλλος, προκαλώντας καινούριους πονοκεφάλους και ναυτίες· ενώ θα έπρεπε να απαλλαγούν από τις οφειλές τους, ώστε να ζήσουν υγιείς και ελεύθεροι.
Απ' αυτό το σημείο και εξής απευθύνομαι στους πιο εύπορους και στους πιο καλομαθημένους, σ' εκείνους που λένε: «Μα θα μείνω χωρίς δούλους, χωρίς σπιτικό και χωρίς στέγη;». Σαν να λέει στον γιατρό ένας άρρωστος, με σώμα πρησμένο από την ασθένεια: «Μα θα γίνω ισχνός και άσαρκος;». Γιατί όχι, αν έτσι θα είσαι υγιής; Μείνε λοιπόν κι εσύ χωρίς δούλους, για να μη γίνεις δούλος ο ίδιος· και χωρίς περιουσία, για να μη γίνεις περιουσία άλλου.
Άκου την ιστοία με τους γύπες: Όταν κάποτε ένας γύπας έκανε εμετό και έλεγε ότι του βγαίνουν τα σωθικά, ένας άλλος, που ήταν παραδίπλα, αποκρίθηκε: «Και τι πειράζει; Δεν βγαίνουν τα δικά σου τα σωθικά, αλλά του πτώματος που μόλις κατασπαράξαμε».Έτσι και οι οφειλέτες, δεν πουλάνε τα δικά τους χωράφια ούτε τα δικά τους σπίτια, αλλά του δανειστή, που με τον νόμο κατέστησαν κύριο τους. «Μά τον Δία», λένε. «Τη γη αυτή μου την άφησε ο πατέρας μου». Μα και την ελευθερία και την αξιοπρέπεια, που θα πρέπει να είναι για σένα πιο σημαντικές, ο πατέρας σου σού τις έδωσε. Και το πόδι και το χέρι ο γεννήτορας σου το έκανε, αλλά, άμα σαπίσει, πληρώνεις γιατρό να
σου το κόψει. Η Καλυψώ έντυσε τον Οδυσσέα «με ρούχα ευωδιαστά» που ανέδιναν θεϊκή πνοή, δώρα και ενθύμια της αγάπης της. Μα όταν το πλεούμενο του ανατράπηκε, κι ο ίδιος πάλευε με τα κύματα, καταφέρνοντας μετά βίας να κρατηθεί στην επιφάνεια, έβγαλε από πάνω του τα ρούχα της Καλυψώς, που είχαν μουσκέψει και βαρύνει, τύλιξε το γυμνό του στήθος μ' ένα μαντίλι και πέρα απ' την ακτή κολύμπησε, με βλέμμα πάντα στη στεριά. Κι όταν πια ήταν ασφαλής, δεν του λείψανε ούτε ρούχα ούτε τροφή. Μήπως δεν τους βρίσκει φουρτούνα τους οφειλέτες, όταν εμφανίζεται κάθε τόσο ο δανειστής και λέει «πλήρωνε»;
Και με τα λόγια αυτά, τα νέφη σύναξε και τάραξε τη θάλασσα· και χύμηξαν ο σιρόκος κι ο νοτιάς, μαζί
κι ένας πουνεντες μανιασμένος.
Έτσι κι οι τόκοι σωρεύονται ο ένας πάνω στον άλλο, κι ο άνθρωπος που βλέπει να τον πνίγουν τα χρέη, αγωνίζεται να μείνει στην επιφάνεια, μα δεν μπορεί να κολυμπήσει μακριά απ όσα τον βαραίνουν και να γλιτώσει. Τον παρασύρουν στον βυθό και αφανίζεται μαζί με τους φίλους που είχαν εγγυηθεί για το δάνειο του. Ο Θηβαίος Κράτης, χωρίς να έχει κανέναν δανειστή να τον πιέζει και χωρίς μάλιστα να χρωστάει σε κανέναν, μη μπορώντας ν' αντέξει τις καθημερινές ευθύνες, τις έγνοιες και τους περισπασμούς, εγκατέλειψε μια περιουσία οκτώ ταλάντων, φόρεσε έναν φθαρμένο χιτώνα πήρε κι ένα δερμάτινο σακούλι, και βρήκε καταφύγιο στη φιλοσοφία και την πενία. Ενώ ο Αναξαγόρας άφησε τη γη του να γίνει βοσκοτόπι. Αλλά γιατί μιλάμε γι' αυτούς, όταν ο Φιλόξενος, ο λυρικός ποιητής, έχοντας κλήρο σε σικελική αποικία, πολύ άνετη ζωή και πλούσιο σπιτικό, βλέποντας να βασιλεύει γύρω του η τρυφή, η ηδυπάθεια και η αμουσία, είπε: «Μα τους θεούς, απ' το να χαθώ εγώ εξαιτίας αυτών των αγαθών, προτιμότερο να χάσω εγώ αυτά»· κι αφήνοντας σε άλλους τον κλήρο του, εγκατέλειψε το νησί. Κι όμως οι οφειλέτες ανέχονται τις πιέσεις των δανειστών, ανέχονται να καταβάλλουν φόρο υποτέλειας, να γίνονται σκλάβοι, να εξαπατώνται· και υπομένουν, όπως ο Φινέας, να τους κλέβουν και να τους λεηλατούν φτερωτές Άρπυιες, που τους αρπάζουν την τροφή χωρίς καν να περιμένουν να έρθει η ώρα της· αγοράζουν το σιτάρι πριν θεριστεί και το λάδι πριν πέσει η ελιά, και λένε: «Για το κρασί δίνω τόσο» και σημειώνουν την τιμή· ενώ το σταφύλι κρέμεται ακόμη στο κλήμα, προσμένοντας τον Αρκτούρο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Υβριστικά σχόλια θα διαγράφονται αμέσως!